Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ανομοίωση

ανομοίωση: (λόγιο) altgriechisch ἀνομοίω(σις) + -ση ( ἀν- + ὁμοίωσις ὁμοιόω ὅμοιος), (Lehnbedeutung) französisch dissimilation ή deutsch Dissimilation[1]


άνομος

άνομος altgriechisch ἄνομος νόμος


ανορεξία

ανορεξία altgriechisch ἀνορεξία


ανόρεχτος

ανόρεχτος mittelgriechisch ανόρεχτος altgriechisch ἀνόρεκτος


ανορθώνω

ανορθώνω mittelgriechisch ανορθώνω altgriechisch ἀνορθόω / ἀνορθῶ


ανόρθωση

ανόρθωση Koine-Griechisch ἀνόρθωσις altgriechisch ἀνορθόω / ἀνορθῶ ὀρθόω / ὀρθῶ ὀρθός (2. (Lehnbedeutung) französisch redressement)


ανοσία

ανοσία Koine-Griechisch ἀνοσία altgriechisch νόσος ((Lehnübersetzung) französisch immunité)


ανόσιος

ανόσιος altgriechisch ἀνόσιος α- + ὅσιος


ανοσιότητα

ανοσιότητα altgriechisch ἀνοσιότης ὁσιότης ὅσιος ((Lehnbedeutung) französisch impiété)


ανοσιούργημα

ανοσιούργημα Koine-Griechisch ἀνοσιούργημα altgriechisch ἀνοσιουργέω / ἀνοσιουργῶ ἀνόσιος + ἔργον


ανοσιουργία

ανοσιουργία altgriechisch ἀνοσιουργία ἀνοσιουργέω / ἀνοσιουργῶ ἀνόσιος + ἔργον


ανοσιουργώ

ανοσιουργώ altgriechisch ἀνοσιουργέω / ἀνοσιουργῶ ἀνοσιουργός ἀνόσιος + ἔργον


ανοσμία

ανοσμία (entlehnt aus) englisch anosmia altgriechisch ἄνοσμος ὀσμή


άνοστος

άνοστος altgriechisch ἄνοστος ἀ- + νόστος


ανουρία

ανουρία (entlehnt aus) französisch anurie altgriechisch οὖρον


ανούσιος

ανούσιος Koine-Griechisch ἀνούσιος altgriechisch οὐσία εἰμί


ανοχή

ανοχή altgriechisch ἀνοχή ἀνέχω ἔχω (4. (Lehnbedeutung) französisch tolérance· οίκος ανοχής: (Lehnbedeutung) französisch maison de tolérance)


ανταγωνίζομαι

ανταγωνίζομαι altgriechisch ἀνταγωνίζομαι ἀντί ἀγωνίζομαι ἀγών ἄγω


ανταγωνιστής

ανταγωνιστής altgriechisch ἀνταγωνιστής


ανταίνω

ανταίνω altgriechisch ἀντάω (δες και συναντώ)


αντάλλαγμα

αντάλλαγμα altgriechisch ἀντάλλαγμα ἀνταλλάσσω ἀλλάσσω ἄλλος indoeuropäisch (Wurzel) *h₂élyos


ανταλλάσσω

ανταλλάσσω altgriechisch ἀνταλλάσσω ἀντί + ἀλλάσσω ἄλλος indoeuropäisch (Wurzel) *h₂élyos ((Lehnübersetzung) französisch échanger)


ανταμείβω

ανταμείβω mittelgriechisch ἀνταμείβω altgriechisch ἀνταμείβομαι ἀμείβω


αντάξιος

αντάξιος altgriechisch ἀντάξιος ἀντί + ἄξιος ἄγω indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eǵ- (άγω)


ανταπαίτηση

ανταπαίτηση Katharevousa ανταπαίτησις ανταπαιτώ + -σις Koine-Griechisch ἀνταπαιτέω / ἀνταπαιτῶ altgriechisch ἀπαιτέω / ἀπαιτῶ αἰτέω / αἰτῶ indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eiti


ανταπαιτητής

ανταπαιτητής ανταπαιτώ + -τής Koine-Griechisch ἀνταπαιτέω / ἀνταπαιτῶ altgriechisch ἀπαιτέω / ἀπαιτῶ αἰτέω / αἰτῶ indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eiti


ανταπαιτώ

ανταπαιτώ Koine-Griechisch ἀνταπαιτέω / ἀνταπαιτῶ altgriechisch ἀπαιτέω / ἀπαιτῶ αἰτέω / αἰτῶ indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eiti


ανταποδεικνύω

ανταποδεικνύω altgriechisch ἀνταποδεικνύω / ἀνταποδείκνυμι ἀποδείκνυμι δείκνυμι


ανταποδίδω

ανταποδίδω altgriechisch ἀνταποδίδωμι δίδωμι


ανταπόδοση

ανταπόδοση altgriechisch ἀνταπόδοσις


ανταποκρίνομαι

ανταποκρίνομαι Koine-Griechisch ἀνταποκρίνομαι altgriechisch ἀποκρίνομαι, Passiv von ἀποκρίνω κρίνω ((Lehnbedeutung) französisch correspondre)


ανταπόκριση

ανταπόκριση Koine-Griechisch ἀνταπόκρισις ἀνταποκρίνομαι altgriechisch ἀποκρίνομαι, Passiv von ἀποκρίνω κρίνω (1. (Lehnbedeutung) französisch réponse 2,3. französisch correspondance)


ανταύγεια

ανταύγεια altgriechisch ἀνταύγεια (και ἀνταυγία) ἀντί + αὐγή


άντε

άντε άμετε mittelgriechisch άμε[1] altgriechisch ἄγετε, προστακτική του ἄγω[2]. siehe auch το άιντε, δάνειο von türkisch haydi[3] ή hayde οθωμανικά τουρκικά هایده (hayde), هایدی (haydi)


αντέκταση

αντέκταση αντι- + έκταση Koine-Griechisch ἔκτασις (μετατροπή βραχείας συλλαβής σε μακρά) altgriechisch ἔκτασις ἐκτείνω ἐκ + τείνω


αντεμετικό

αντεμετικό Maskulinum von αντεμετικός französisch antiémétique anti- ( altgriechisch ἀντι-) + émétique (altgriechisch ἐμετικός) (αντιδάνειο)


αντεπεξέρχομαι

αντεπεξέρχομαι altgriechisch ἀντεπεξέρχομαι ἀντί + ἐπί + ἐκ + ἔρχομαι


αντεπίθεση

αντεπίθεση Koine-Griechisch ἀντεπίθεσις altgriechisch ἀντί + ἐπίθεσις ἐπιτίθημι τίθημι ((Lehnbedeutung) französisch contre-attaque)


αντεραστής

αντεραστής altgriechisch ἀντεραστής ἐραστής ἐράω / ἐρῶ


αντεράστρια

αντεράστρια mittelgriechisch αντεράστρια altgriechisch ἀντεραστής ἐραστής ἐράω / ἐρῶ


αντέρεισμα

αντέρεισμα altgriechisch ἀντέρεισμα ἀντερείδω ἀντί + ἐρείδω


άντερο

άντερο mittelgriechisch ἄντερο(ν) altgriechisch ἔντερον


αντέχω

αντέχω altgriechisch ἀντέχω


αντήλι

αντήλι mittelgriechisch ἀντήλιον altgriechisch ἀντήλιος ἀντί + ἥλιος


αντηλιά

αντηλιά altgriechisch ἀντήλιος


αντηρίδα

αντηρίδα Katharevousa αντηρίς altgriechisch ἀντηρίς ἀντί + ἐρείδω (4,5. (Lehnbedeutung) französisch contrefort)


αντηχώ

αντηχώ altgriechisch ἀντηχέω - ἀντηχῶ


αντί

αντί altgriechisch ἀντί proto-indogermanisch *h₂énti


αντιβασιλεία

αντιβασιλεία αντιβασιλεύς + -εία Koine-Griechisch ἀντιβασιλεύς ἀντί + altgriechisch βασιλεύς


αντιβασιλιάς

αντιβασιλιάς Koine-Griechisch ἀντιβασιλεύς ἀντί + altgriechisch βασιλεύς


αντιβιοτικό

αντιβιοτικό Maskulinum von αντιβιοτικός (entlehnt aus) englisch antibiotic altgriechisch ἀντί + βιωτικός βίος indoeuropäisch (Wurzel) *gʷíh₃we- (ζω)


αντιβίωση

αντιβίωση (entlehnt aus) englisch antibiosis altgriechisch ἀντί + βίωσις βιόω / βιῶ βίος indoeuropäisch (Wurzel) *gʷíh₃we- (ζω)


Αντιγόνη

Αντιγόνη altgriechisch Ἀντιγόνη


αντιγραφέας

αντιγραφέας altgriechisch ἀντιγραφεύς


αντιγραφή

αντιγραφή mittelgriechisch ἀντιγραφή Koine-Griechisch ἀντιγραφή (=ἀντίγραφον, μεταγραφή) altgriechisch ἀντιγραφή ἀντί + γραφή ((Lehnbedeutung) γαλλικά copie)


αντίγραφο

αντίγραφο altgriechisch ἀντίγραφον, Maskulinum von ἀντίγραφος ἀντιγράφω ἀντί + γράφω ((Lehnbedeutung) französisch copie)


αντίδικος

αντίδικος altgriechisch ἀντίδικος


αντιδικώ

αντιδικώ altgriechisch ἀντιδικέω / ἀντιδικῶ


αντίδοτο

αντίδοτο Koine-Griechisch ἀντίδοτον, Maskulinum von ἀντίδοτος altgriechisch ἀντιδίδωμι ἀντί + δίδωμι


αντίδραση

αντίδραση Koine-Griechisch ἀντίδρασις altgriechisch ἀντιδράω / ἀντιδρῶ ἀντί + δράω / δρῶ indoeuropäisch (Wurzel) *derǝ- / drā- (δρω) ((Lehnbedeutung) französisch réaction)


αντιδρώ

αντιδρώ altgriechisch ἀντιδρῶ


αντιδυναστικός

αντιδυναστικός (entlehnt aus) französisch antidynastique anti- + dynastique altgriechisch δυναστικός δυνάστης δύναμαι


αντίδωρο

αντίδωρο Koine-Griechisch ἀντίδωρον altgriechisch ἀντί + δῶρον


αντιεμετικό

αντιεμετικό Maskulinum von αντιεμετικός französisch antiémétique anti- ( altgriechisch ἀντι-) + émétique (altgriechisch ἐμετικός) (αντιδάνειο)


αντίζηλος

αντίζηλος Koine-Griechisch ἀντίζηλος ἀντί + altgriechisch ζῆλος indoeuropäisch (Wurzel) *yeh₂-


αντιζύγι

αντιζύγι mittelgriechisch αντιζύγι(ν) altgriechisch ἀντίζυγος ἀντί + ζυγός


αντιζυγία

αντιζυγία Koine-Griechisch ἀντιζυγία altgriechisch ἀντίζυγος ἀντί + ζυγός


αντίζυγο

αντίζυγο mittelgriechisch αντίζυγο(ν) altgriechisch ἀντίζυγος ἀντί + ζυγός


αντίθετος

αντίθετος altgriechisch ἀντίθετος ἀντί + τίθημι


αντιθέτω

αντιθέτω altgriechisch ἀντιτίθημι ἀντί + τίθημι


αντιθέτως

αντιθέτως altgriechisch ἀντιθέτως


αντικαθιστώ

αντικαθιστώ altgriechisch ἀντικαθίστημι


αντικάμαρα

αντικάμαρα italienisch anticamera anti- + camera lateinisch camera / camara altgriechisch καμάρα (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *kam- (καμπή)


αντικαταβάλλω

αντικαταβάλλω altgriechisch ἀντικαταβάλλω


αντικατασταίνω

αντικατασταίνω altgriechisch ἀντικαθίστημι + -αίνω


αντικατάσταση

αντικατάσταση Koine-Griechisch ἀντικατάστασις altgriechisch ἀντικαθίστημι ἀντί + καθίστημι κατά + ἵστημι


αντίκειμαι

αντίκειμαι altgriechisch ἀντίκειμαι ἀντί + κεῖμαι ((Lehnbedeutung) französisch contraire)


αντικείμενο

αντικείμενο altgriechisch ἀντικείμενον, ουδέτερο της μετοχής του ρήματος ἀντίκειμαι ἀντί + κεῖμαι


αντίκλητος

αντίκλητος αντι- + κλητός altgriechisch κλητός καλέω / καλῶ


αντίκλινο

αντίκλινο (entlehnt aus) englisch anticline altgriechisch ἀντί + κλίνω


αντικνήμιο

αντικνήμιο altgriechisch ἀντικνήμιον


αντικρινός

αντικρινός αντίκρυ + -ινός mittelgriechisch ἀντίκρυ altgriechisch ἀντικρύ


αντίκρουση

αντίκρουση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀντίκρουσις altgriechisch ἀντικρούω κρούω


αντικρούω

αντικρούω altgriechisch ἀντικρούω ἀντί + κρούω


αντίκρυ

αντίκρυ mittelgriechisch ἀντίκρυ altgriechisch ἀντικρύ. siehe auch αντικρύ. [1]


αντικρύ

αντικρύ altgriechisch ἀντικρύ. siehe auch αντίκρυ.


αντικυκλώνας

αντικυκλώνας (entlehnt aus) französisch anticyclone anti- + cyclone altgriechisch κύκλος


αντιλαβή

αντιλαβή Koine-Griechisch ἀντιλαβή (ίδια σημασία) altgriechisch ἀντιλαβή λαμβάνω


αντίλαλος

αντίλαλος αντιλαλώ altgriechisch ἀντιλαλῶ ἀντί + λαλέω/λαλῶ


αντιλαλώ

αντιλαλώ Koine-Griechisch ἀντιλαλέω / ἀντιλαλῶ ἀντί + altgriechisch λαλέω / λαλῶ


αντιλέγω

αντιλέγω altgriechisch ἀντιλέγω ἀντί + λέγω indoeuropäisch (Wurzel) *leǵ- (συλλέγω)


αντίληψη

αντίληψη Koine-Griechisch ἀντίληψις altgriechisch ἀντιλαμβάνομαι ἀντί + λαμβάνω


αντιλογία

αντιλογία altgriechisch ἀντιλογία ἀντιλέγω ἀντί + λέγω indoeuropäisch (Wurzel) *leǵ- (συλλέγω)


αντίλογος

αντίλογος altgriechisch ἀντίλογος ἀντιλέγω ἀντί + λέγω indoeuropäisch (Wurzel) *leǵ- (συλλέγω)


αντιλογώ

αντιλογώ Koine-Griechisch ἀντιλογέω / ἀντιλογῶ altgriechisch ἀντιλέγω λέγω


αντιμαχία

αντιμαχία mittelgriechisch αντιμαχία Koine-Griechisch ἀντίμαχος altgriechisch μάχη


αντιμεθαύριο

αντιμεθαύριο αντι- + μεθαύριο Koine-Griechisch μεθαύριον μετά + altgriechisch αὔριον


αντιμετάθεση

αντιμετάθεση Koine-Griechisch ἀντιμετάθεσις ἀντί + altgriechisch μετάθεσις μετατίθημι τίθημι


αντιμοναρχικός

αντιμοναρχικός (entlehnt aus) französisch antimonarchique altgriechisch μοναρχικός μονάρχης μόνος + ἄρχω


αντιμόνιο

αντιμόνιο mittelgriechisch ἀντεμόνιον mittellateinisch antimonium arabisch إثمد (ʾiṯmid) altgriechisch στίμμι (αντιδάνειο) altägyptisch stm



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback