αντέχω Verb  [antecho, antexw]

  Verb
(232)
  Verb
(12)
  Verb
(9)
verkraften (ugs.)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu αντέχω

αντέχω altgriechisch ἀντέχω


GriechischDeutsch
Παρεμπιπτόντως, δεν αντέχω να ακούω εσάς και τον κ. Barroso να φλυαρείτε για την Αφρική και για το τι πρέπει να κάνουμε για να βοηθήσουμε τους ανθρώπους εκεί.Wo wir gerade dabei sind, ich kann das Gefasel von Ihnen und Herrn Barroso über Afrika und was wir tun müssen, um den Menschen dort zu helfen, einfach nicht ertragen.

Übersetzung bestätigt

Δεν το αντέχω πια!Ich kann's nicht mehr ertragen!

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν το αντέχω!Ich kann es nicht ertragen!

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν αντέχω την ζέστη.Ich kann die Hitze nicht ertragen.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu αντέχω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αντέχωαντέχουμε, αντέχομε
αντέχειςαντέχετε
αντέχειαντέχουν(ε)
Imper
fekt
άντεχααντέχαμε
άντεχεςαντέχατε
άντεχεάντεχαν, αντέχαν(ε)
Aoristάντεξααντέξαμε
άντεξεςαντέξατε
άντεξεάντεξαν, αντέξαν(ε)
Per
fekt
έχω αντέξειέχουμε αντέξει
έχεις αντέξειέχετε αντέξει
έχει αντέξειέχουν αντέξει
Plu
per
fekt
είχα αντέξειείχαμε αντέξει
είχες αντέξειείχατε αντέξει
είχε αντέξειείχαν αντέξει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αντέχωθα αντέχουμε, θα αντέχομε
θα αντέχειςθα αντέχετε
θα αντέχειθα αντέχουν(ε)
Fut
ur
θα αντέξωθα αντέξουμε, θα αντέξομε
θα αντέξειςθα αντέξετε
θα αντέξειθα αντέξουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αντέξειθα έχουμε αντέξει
θα έχεις αντέξειθα έχετε αντέξει
θα έχει αντέξειθα έχουν αντέξει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αντέχωνα αντέχουμε, να αντέχομε
να αντέχειςνα αντέχετε
να αντέχεινα αντέχουν(ε)
Aoristνα αντέξωνα αντέξουμε, να αντέξομε
να αντέξειςνα αντέξετε
να αντέξεινα αντέξουν(ε)
Perfνα έχω αντέξεινα έχουμε αντέξει
να έχεις αντέξεινα έχετε αντέξει
να έχει αντέξεινα έχουν αντέξει
Imper
ativ
Presάντεχεαντέχετε
Aoristάντεξεαντέξτε, αντέξετε
Part
izip
Presαντέχοντας
Perfέχοντας αντέξει
InfinAoristαντέξει















Griechische Definition zu αντέχω

αντέχω [andéxo] -ομαι στη σημ. 2α (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : 1.διατηρώ τις βασικές μου ιδιότητες ή δυνατότητες: Tο ατσάλι αντέχει σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Δεν αντέχουν τα τρόφιμα έξω από την κατάψυξη. α. είμαι κατάλληλος ή ικανός για κτ.: Aντέχει το πλοίο στη φουρτούνα / το αυτοκίνητο στον καρόδρομο. H γέφυρα δεν άντεξε σε τόσο βάρος και γκρεμίστηκε. Tο αυτοκίνητο αντέχει ακόμα, είναι κατάλληλο για χρήση. Aντέχει το πάτωμα / το σύρμα, δε σπάει. Aντέχει το ύφασμα, δε φθείρεται. ΦΡ (δεν) το αντέχει η τσέπη* μου. β. (ιδ. για πρόσ.) διατηρώ τις δυνάμεις μου, ιδίως τις σωματικές· βαστιέμαι, κρατιέμαι: Είναι ογδόντα χρονών, αντέχει όμως ακόμα. γ. διατηρώ την αξία μου: Επιχειρήματα που αντέχουν και στην πιο αυστηρή κριτική. Έργο τέχνης / μυθιστόρημα που δεν αντέχει στο χρόνο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback