dulden
 Verb

ανέχομαι Verb
(10)
DeutschGriechisch
Aus diesem einfachen Grund enthalte ich mich der Stimme, da ich, obwohl ich mit den Zielen des Dokuments übereinstimme, die Manipulation von Politik nicht dulden kann.Για τον απλούστατο αυτό λόγο απέχω της ψηφοφορίας, διότι, παρότι συμφωνώ με τους σκοπούς του εγγράφου, δεν ανέχομαι την πολιτική χειραγώγηση.

Übersetzung bestätigt

Nun weiß ich, daß die Lage in Kolumbien äußerst kompliziert ist, aber ich kann nicht dulden, und unser Haus auch nicht, daß nach wie vor entscheidende Schritte für einen wirksamen Menschenrechtschutz nicht unternommen worden sind, vor allen Dingen die Einrichtung eines Menschenrechtsbüros in Kolumbien.Ξέρω, τώρα, πως η κατάσταση στην Kολομβία είναι ιδιαίτερα περίπλοκη, αλλά δεν μπορώ να ανέχομαι, ούτε και το Σώμα μας μπορεί, να εξακολουθούν, όπως και παλιά, να μην γίνονται σημαντικά βήματα για μια πραγματική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και κυρίως η σύσταση ενός γραφείου ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Kολομβία.

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανέχομαιανεχόμαστε
ανέχεσαιανέχεστε, ανεχόσαστε
ανέχεταιανέχονται
Imper
fekt
ανεχόμουν(α)ανεχόμαστε, ανεχόμασταν
ανεχόσουν(α)ανεχόσαστε, ανεχόσασταν
ανεχόταν(ε)ανέχονταν, ανεχόντανε, ανεχόντουσαν
Aoristανέχθηκα, ανέχτηκαανεχθήκαμε, ανεχτήκαμε
ανέχθηκες, ανέχτηκεςανεχθήκατε, ανεχτήκατε
ανέχθηκε, ανέχτηκεανέχθηκαν/ανέχτηκαν, ανεχθήκαν(ε)/ανεχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ανεχθεί
έχω ανεχτεί
έχουμε ανεχθεί
έχουμε ανεχτεί
έχεις ανεχθεί
έχεις ανεχτεί
έχετε ανεχθεί
έχετε ανεχτεί
έχει ανεχθεί
έχει ανεχτεί
έχουν ανεχθεί
έχουν ανεχτεί
Plu
per
fekt
είχα ανεχθεί
είχα ανεχτεί
είχαμε ανεχθεί
είχαμε ανεχτεί
είχες ανεχθεί
είχες ανεχτεί
είχατε ανεχθεί
είχατε ανεχτεί
είχε ανεχθεί
είχε ανεχτεί
είχαν ανεχθεί
είχαν ανεχτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανέχομαιθα ανεχόμαστε
θα ανέχεσαιθα ανέχεστε, θα ανεχόσαστε
θα ανέχεταιθα ανέχονται
Fut
ur
θα ανεχθώ, θα ανεχτώθα ανεχθούμε, θα ανεχτούμε
θα ανεχθείς, θα ανεχτείςθα ανεχθείτε, θα ανεχτείτε
θα ανεχθεί, θα ανεχτείθα ανεχθούν(ε), θα ανεχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανεχθεί
θα έχω ανεχτεί
θα έχουμε ανεχθεί
θα έχουμε ανεχτεί
θα έχεις ανεχθεί
θα έχεις ανεχτεί
θα έχετε ανεχθεί
θα έχετε ανεχτεί
θα έχει ανεχθεί
θα έχει ανεχτεί
θα έχουν ανεχθεί
θα έχουν ανεχτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανέχομαινα ανεχόμαστε
να ανέχεσαινα ανέχεστε, να ανεχόσαστε
να ανέχεταινα ανέχονται
Aoristνα ανεχθώ, να ανεχτώνα ανεχθούμε, να ανεχτούμε
να ανεχθείς, να ανεχτείςνα ανεχθείτε, να ανεχτείτε
να ανεχθεί, να ανεχτείνα ανεχθούν(ε), να ανεχτούν(ε)
Perfνα έχω ανεχθεί
να έχω ανεχτεί
να έχουμε ανεχθεί
να έχουμε ανεχτεί
να έχεις ανεχθεί
να έχεις ανεχτεί
να έχετε ανεχθεί
να έχετε ανεχτεί
να έχει ανεχθεί
να έχει ανεχτεί
να έχουν ανεχθεί
να έχουν ανεχτεί
Imper
ativ
Presανέχεστε
Aoristανέξουανεχθείτε, ανεχτείτε
Part
izip
Pres
Perf
InfinAoristανεχθεί, ανεχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback