ertragen
 Verb

αντέχω Verb
(232)
ανέχομαι Verb
(25)
υποφέρω Verb
(10)
υπομένω Verb
(6)
υφίσταμαι Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wo wir gerade dabei sind, ich kann das Gefasel von Ihnen und Herrn Barroso über Afrika und was wir tun müssen, um den Menschen dort zu helfen, einfach nicht ertragen.Παρεμπιπτόντως, δεν αντέχω να ακούω εσάς και τον κ. Barroso να φλυαρείτε για την Αφρική και για το τι πρέπει να κάνουμε για να βοηθήσουμε τους ανθρώπους εκεί.

Übersetzung bestätigt

Ich kann's nicht mehr ertragen!Δεν το αντέχω πια!

Übersetzung nicht bestätigt

Ich kann es nicht ertragen!Δεν το αντέχω!

Übersetzung nicht bestätigt

Ich kann die Hitze nicht ertragen.Δεν αντέχω την ζέστη.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αντέχωαντέχουμε, αντέχομε
αντέχειςαντέχετε
αντέχειαντέχουν(ε)
Imper
fekt
άντεχααντέχαμε
άντεχεςαντέχατε
άντεχεάντεχαν, αντέχαν(ε)
Aoristάντεξααντέξαμε
άντεξεςαντέξατε
άντεξεάντεξαν, αντέξαν(ε)
Per
fekt
έχω αντέξειέχουμε αντέξει
έχεις αντέξειέχετε αντέξει
έχει αντέξειέχουν αντέξει
Plu
per
fekt
είχα αντέξειείχαμε αντέξει
είχες αντέξειείχατε αντέξει
είχε αντέξειείχαν αντέξει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αντέχωθα αντέχουμε, θα αντέχομε
θα αντέχειςθα αντέχετε
θα αντέχειθα αντέχουν(ε)
Fut
ur
θα αντέξωθα αντέξουμε, θα αντέξομε
θα αντέξειςθα αντέξετε
θα αντέξειθα αντέξουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αντέξειθα έχουμε αντέξει
θα έχεις αντέξειθα έχετε αντέξει
θα έχει αντέξειθα έχουν αντέξει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αντέχωνα αντέχουμε, να αντέχομε
να αντέχειςνα αντέχετε
να αντέχεινα αντέχουν(ε)
Aoristνα αντέξωνα αντέξουμε, να αντέξομε
να αντέξειςνα αντέξετε
να αντέξεινα αντέξουν(ε)
Perfνα έχω αντέξεινα έχουμε αντέξει
να έχεις αντέξεινα έχετε αντέξει
να έχει αντέξεινα έχουν αντέξει
Imper
ativ
Presάντεχεαντέχετε
Aoristάντεξεαντέξτε, αντέξετε
Part
izip
Presαντέχοντας
Perfέχοντας αντέξει
InfinAoristαντέξει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανέχομαιανεχόμαστε
ανέχεσαιανέχεστε, ανεχόσαστε
ανέχεταιανέχονται
Imper
fekt
ανεχόμουν(α)ανεχόμαστε, ανεχόμασταν
ανεχόσουν(α)ανεχόσαστε, ανεχόσασταν
ανεχόταν(ε)ανέχονταν, ανεχόντανε, ανεχόντουσαν
Aoristανέχθηκα, ανέχτηκαανεχθήκαμε, ανεχτήκαμε
ανέχθηκες, ανέχτηκεςανεχθήκατε, ανεχτήκατε
ανέχθηκε, ανέχτηκεανέχθηκαν/ανέχτηκαν, ανεχθήκαν(ε)/ανεχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ανεχθεί
έχω ανεχτεί
έχουμε ανεχθεί
έχουμε ανεχτεί
έχεις ανεχθεί
έχεις ανεχτεί
έχετε ανεχθεί
έχετε ανεχτεί
έχει ανεχθεί
έχει ανεχτεί
έχουν ανεχθεί
έχουν ανεχτεί
Plu
per
fekt
είχα ανεχθεί
είχα ανεχτεί
είχαμε ανεχθεί
είχαμε ανεχτεί
είχες ανεχθεί
είχες ανεχτεί
είχατε ανεχθεί
είχατε ανεχτεί
είχε ανεχθεί
είχε ανεχτεί
είχαν ανεχθεί
είχαν ανεχτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανέχομαιθα ανεχόμαστε
θα ανέχεσαιθα ανέχεστε, θα ανεχόσαστε
θα ανέχεταιθα ανέχονται
Fut
ur
θα ανεχθώ, θα ανεχτώθα ανεχθούμε, θα ανεχτούμε
θα ανεχθείς, θα ανεχτείςθα ανεχθείτε, θα ανεχτείτε
θα ανεχθεί, θα ανεχτείθα ανεχθούν(ε), θα ανεχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανεχθεί
θα έχω ανεχτεί
θα έχουμε ανεχθεί
θα έχουμε ανεχτεί
θα έχεις ανεχθεί
θα έχεις ανεχτεί
θα έχετε ανεχθεί
θα έχετε ανεχτεί
θα έχει ανεχθεί
θα έχει ανεχτεί
θα έχουν ανεχθεί
θα έχουν ανεχτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανέχομαινα ανεχόμαστε
να ανέχεσαινα ανέχεστε, να ανεχόσαστε
να ανέχεταινα ανέχονται
Aoristνα ανεχθώ, να ανεχτώνα ανεχθούμε, να ανεχτούμε
να ανεχθείς, να ανεχτείςνα ανεχθείτε, να ανεχτείτε
να ανεχθεί, να ανεχτείνα ανεχθούν(ε), να ανεχτούν(ε)
Perfνα έχω ανεχθεί
να έχω ανεχτεί
να έχουμε ανεχθεί
να έχουμε ανεχτεί
να έχεις ανεχθεί
να έχεις ανεχτεί
να έχετε ανεχθεί
να έχετε ανεχτεί
να έχει ανεχθεί
να έχει ανεχτεί
να έχουν ανεχθεί
να έχουν ανεχτεί
Imper
ativ
Presανέχεστε
Aoristανέξουανεχθείτε, ανεχτείτε
Part
izip
Pres
Perf
InfinAoristανεχθεί, ανεχτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingular
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
υποφέρωυποφέρουμε, υποφέρομε
υποφέρειςυποφέρετε
υποφέρειυποφέρουν(ε)υποφέρεται
Imper
fekt
υπέφερα, υπόφεραυποφέραμε
υπέφερες, υπόφερεςυποφέρατε
υπέφερε, υπόφερευπέφεραν, υπόφεραν, υποφέραν(ε)υποφερόταν(ε)
Aoristυπέφερα, υπόφεραυποφέραμε
υπέφερες, υπόφερεςυποφέρατε
υπέφερε, υπόφερευπέφεραν, υπόφεραν, υποφέραν(ε)υποφέρθηκε
Per
fekt
έχω υποφέρειέχουμε υποφέρει
έχεις υποφέρειέχετε υποφέρει
έχει υποφέρειέχουν υποφέρειέχει υποφερθεί
Plu
per
fekt
είχα υποφέρειείχαμε υποφέρει
είχες υποφέρειείχατε υποφέρει
είχε υποφέρειείχαν υποφέρειείχε υποφερθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα υποφέρωθα υποφέρουμε, θα υποφέρομε
θα υποφέρειςθα υποφέρετε
θα υποφέρειθα υποφέρουν(ε)θα υποφέρεται
Fut
ur
θα υποφέρωθα υποφέρουμε, θα υποφέρομε
θα υποφέρειςθα υποφέρετε
θα υποφέρειθα υποφέρουν(ε)θα υποφερθεί
Fut
ur II
θα έχω υποφέρειθα έχουμε υποφέρει
θα έχεις υποφέρειθα έχετε υποφέρει
θα έχει υποφέρειθα έχουν υποφέρειθα έχει υποφερθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να υποφέρωνα υποφέρουμε, να υποφέρομε
να υποφέρειςνα υποφέρετε
να υποφέρεινα υποφέρουν(ε)να υποφέρεται
Aoristνα υποφέρωνα υποφέρουμε, να υποφέρομε
να υποφέρειςνα υποφέρετε
να υποφέρεινα υποφέρουν(ε)να υποφερθεί
Perfνα έχω υποφέρεινα έχουμε υποφέρει
να έχεις υποφέρεινα έχετε υποφέρει
να έχει υποφέρεινα έχουν υποφέρεινα έχει υποφερθεί
Imper
ativ
Presυποφέρευποφέρετε
Aoristυποφέρευποφέρετε, υποφέρτε
Part
izip
Presυποφέροντας
Perfέχοντας υποφέρει
InfinAoristυποφέρειυποφερθεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
υπομένωυπομένουμε, υπομένομε
υπομένειςυπομένετε
υπομένειυπομένουν(ε)
Imper
fekt
υπέμεναυπομέναμε
υπέμενεςυπομένατε
υπέμενευπέμεναν, υπομέναν(ε)
Aoristυπέμειναυπομείναμε
υπέμεινεςυπομείνατε
υπέμεινευπέμειναν, υπομείναν(ε)
Per
fekt
έχω υπομείνειέχουμε υπομείνει
έχεις υπομείνειέχετε υπομείνει
έχει υπομείνειέχουν υπομείνει
Plu
per
fekt
είχα υπομείνειείχαμε υπομείνει
είχες υπομείνειείχατε υπομείνει
είχε υπομείνειείχαν υπομείνει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα υπομένωθα υπομένουμε, θα υπομένομε
θα υπομένειςθα υπομένετε
θα υπομένειθα υπομένουν(ε)
Fut
ur
θα υπομείνωθα υπομείνουμε, θα υπομείνομε
θα υπομείνειςθα υπομείνετε
θα υπομείνειθα υπομείνουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω υπομείνειθα έχουμε υπομείνει
θα έχεις υπομείνειθα έχετε υπομείνει
θα έχει υπομείνειθα έχουν υπομείνει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να υπομένωνα υπομένουμε, να υπομένομε
να υπομένειςνα υπομένετε
να υπομένεινα υπομένουν(ε)
Aoristνα υπομείνωνα υπομείνουμε, να υπομείνομε
να υπομείνειςνα υπομείνετε
να υπομείνεινα υπομείνουν(ε)
Perfνα έχω υπομείνεινα έχουμε υπομείνει
να έχεις υπομείνεινα έχετε υπομείνει
να έχει υπομείνεινα έχουν υπομείνει
Imper
ativ
Presυπέμενευπομένετε
Aoristυπέμεινευπομείνετε
Part
izip
Presυπομένοντας
Perfέχοντας υπομείνει
InfinAoristυπομείνει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
υφίσταμαιυφιστάμεθα
υφίστασαιυφίστασθε
υφίσταταιυφίστανται
Imper
fekt
υφιστάμηνυφιστάμεθα
υφίστασουφίστασθε
υφίστατουφίσταντο
Aoristυπέστην
υπέστης
υπέστηυπέστησαν
Perf
ekt
έχω υποστείέχουμε υποστεί
έχεις υποστείέχετε υποστεί
έχει υποστείέχουν υποστεί
Plu
perf
ekt
είχα υποστείείχαμε υποστεί
είχες υποστείείχατε υποστεί
είχε υποστείείχαν υποστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα υφίσταμαιθα υφιστάμεθα
θα υφίστασαιθα υφίστασθε
θα υφίσταταιθα υφίστανται
Fut
ur
θα υποστώθα υποστούμε
θα υποστείςθα υποστείτε
θα υποστείθα υποστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω υποστείθα έχουμε υποστεί
θα έχεις υποστείθα έχετε υποστεί
θα έχει υποστείθα έχουν υποστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να υφίσταμαινα υφιστάμεθα
να υφίστασαινα υφίστασθε
να υφίσταταινα υφίστανται
Aoristνα υποστώνα υποστούμε
να υποστείςνα υποστείτε
να υποστείνα υποστούν(ε)
Perfνα έχω υποστείνα έχουμε υποστεί
να έχεις υποστείνα έχετε υποστεί
να έχει υποστείνα έχουν υποστεί
Imper
ativ
Presυφιστάσθε
Aoristυποστήσουυποστείτε
Part
izip
Presυφιστάμενος
Perf
InfinAoristυποστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback