erleiden
 Verb

υποφέρω Verb
(5)
υφίσταμαι Verb
(1)
παθαίνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich wollte sagen, diese verfluchte Gicht lässt mich die Qualen der Verdammten erleiden. Die Pest soll sie holen!Έλεγα οτι αυτή η καταραμένη η ποδάγρα με κάνει να υποφέρω, τα μαρτύρια των κολασμένων!

Übersetzung nicht bestätigt

So will ich den Tod erleiden, im und für den Glauben... an die Heilige Katholische Kirche....και τώρα θα υποφέρω το θάνατο για χάρη της πίστης της Αγίας Καθολικής Εκκλησίας.

Übersetzung nicht bestätigt

Lieber würde ich das Ende Romulus' noch tausend Mal erleiden. Lieber würde ich unter Qualen sterben, als Hilfe von Ihnen anzunehmen.Προτιμώ να υποφέρω το τέλος του Ρόμιουλους, 1.000 φορές, θα προτιμούσα να πεθάνω αγωνιωδώς, από το να δεχτώ βοήθεια από εσάς.

Übersetzung nicht bestätigt

Du weißt nicht, was ich zu erleiden habe. Was du zu erleiden hast?Δεν έχεις ιδέα πόσο υποφέρω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich musste immer wieder Nathaniels Tod erleiden. Sie zwingt mich, zuzusehen, damit ich sehe, was sie sah, fühle, was sie fühlte.Και για να υποφέρω όπως ο Ναθάνιελ, ξανά και ξανά... με αναγκάζει να βλέπω αυτό που είδε κι αυτή... και να νοιώσω όπως ένοιωσε κι αυτή.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingular
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
υποφέρωυποφέρουμε, υποφέρομε
υποφέρειςυποφέρετε
υποφέρειυποφέρουν(ε)υποφέρεται
Imper
fekt
υπέφερα, υπόφεραυποφέραμε
υπέφερες, υπόφερεςυποφέρατε
υπέφερε, υπόφερευπέφεραν, υπόφεραν, υποφέραν(ε)υποφερόταν(ε)
Aoristυπέφερα, υπόφεραυποφέραμε
υπέφερες, υπόφερεςυποφέρατε
υπέφερε, υπόφερευπέφεραν, υπόφεραν, υποφέραν(ε)υποφέρθηκε
Per
fekt
έχω υποφέρειέχουμε υποφέρει
έχεις υποφέρειέχετε υποφέρει
έχει υποφέρειέχουν υποφέρειέχει υποφερθεί
Plu
per
fekt
είχα υποφέρειείχαμε υποφέρει
είχες υποφέρειείχατε υποφέρει
είχε υποφέρειείχαν υποφέρειείχε υποφερθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα υποφέρωθα υποφέρουμε, θα υποφέρομε
θα υποφέρειςθα υποφέρετε
θα υποφέρειθα υποφέρουν(ε)θα υποφέρεται
Fut
ur
θα υποφέρωθα υποφέρουμε, θα υποφέρομε
θα υποφέρειςθα υποφέρετε
θα υποφέρειθα υποφέρουν(ε)θα υποφερθεί
Fut
ur II
θα έχω υποφέρειθα έχουμε υποφέρει
θα έχεις υποφέρειθα έχετε υποφέρει
θα έχει υποφέρειθα έχουν υποφέρειθα έχει υποφερθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να υποφέρωνα υποφέρουμε, να υποφέρομε
να υποφέρειςνα υποφέρετε
να υποφέρεινα υποφέρουν(ε)να υποφέρεται
Aoristνα υποφέρωνα υποφέρουμε, να υποφέρομε
να υποφέρειςνα υποφέρετε
να υποφέρεινα υποφέρουν(ε)να υποφερθεί
Perfνα έχω υποφέρεινα έχουμε υποφέρει
να έχεις υποφέρεινα έχετε υποφέρει
να έχει υποφέρεινα έχουν υποφέρεινα έχει υποφερθεί
Imper
ativ
Presυποφέρευποφέρετε
Aoristυποφέρευποφέρετε, υποφέρτε
Part
izip
Presυποφέροντας
Perfέχοντας υποφέρει
InfinAoristυποφέρειυποφερθεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
υφίσταμαιυφιστάμεθα
υφίστασαιυφίστασθε
υφίσταταιυφίστανται
Imper
fekt
υφιστάμηνυφιστάμεθα
υφίστασουφίστασθε
υφίστατουφίσταντο
Aoristυπέστην
υπέστης
υπέστηυπέστησαν
Perf
ekt
έχω υποστείέχουμε υποστεί
έχεις υποστείέχετε υποστεί
έχει υποστείέχουν υποστεί
Plu
perf
ekt
είχα υποστείείχαμε υποστεί
είχες υποστείείχατε υποστεί
είχε υποστείείχαν υποστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα υφίσταμαιθα υφιστάμεθα
θα υφίστασαιθα υφίστασθε
θα υφίσταταιθα υφίστανται
Fut
ur
θα υποστώθα υποστούμε
θα υποστείςθα υποστείτε
θα υποστείθα υποστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω υποστείθα έχουμε υποστεί
θα έχεις υποστείθα έχετε υποστεί
θα έχει υποστείθα έχουν υποστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να υφίσταμαινα υφιστάμεθα
να υφίστασαινα υφίστασθε
να υφίσταταινα υφίστανται
Aoristνα υποστώνα υποστούμε
να υποστείςνα υποστείτε
να υποστείνα υποστούν(ε)
Perfνα έχω υποστείνα έχουμε υποστεί
να έχεις υποστείνα έχετε υποστεί
να έχει υποστείνα έχουν υποστεί
Imper
ativ
Presυφιστάσθε
Aoristυποστήσουυποστείτε
Part
izip
Presυφιστάμενος
Perf
InfinAoristυποστεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παθαίνωπαθαίνουμε, παθαίνομε
παθαίνειςπαθαίνετε
παθαίνειπαθαίνουν(ε)
Imper
fekt
πάθαιναπαθαίναμε
πάθαινεςπαθαίνατε
πάθαινεπάθαιναν, παθαίναν(ε)
Aoristέπαθαπάθαμε
έπαθεςπάθατε
έπαθεέπαθαν, πάθαναν(ε)
Per
fekt
έχω πάθειέχουμε πάθει
έχεις πάθειέχετε πάθει
έχει πάθειέχουν πάθει
Plu
per
fekt
είχα πάθειείχαμε πάθει
είχες πάθειείχατε πάθει
είχε πάθειείχαν πάθει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παθαίνωθα παθαίνουμε, θα παθαίνομε
θα παθαίνειςθα παθαίνετε
θα παθαίνειθα παθαίνουν(ε)
Fut
ur
θα πάθωθα πάθουμε, θα πάθομε
θα πάθειςθα πάθετε
θα πάθειθα πάθουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πάθειθα έχουμε πάθει
θα έχεις πάθειθα έχετε πάθει
θα έχει πάθειθα έχουν πάθει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παθαίνωνα παθαίνουμε, να παθαίνομε
να παθαίνειςνα παθαίνετε
να παθαίνεινα παθαίνουν(ε)
Aoristνα πάθωνα πάθουμε, να πάθομε
να πάθειςνα πάθετε
να πάθεινα πάθουν(ε)
Perfνα έχω πάθεινα έχουμε πάθει
να έχεις πάθεινα έχετε πάθει
να έχει πάθεινα έχουν πάθει
Imper
ativ
Presπάθαινεπαθαίνετε
Aoristπάθεπάθετε
Part
izip
Presπαθαίνοντας
Perfέχοντας πάθει
InfinAoristπάθει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback