στέκομαι στέκω + -ομαι altgriechisch ἕστηκα, παρακείμενος του ἵσταμαι
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Προεδρεύων του Συμβουλίου. Κύριε Πρόεδρε, είναι τιμή μου που μπορώ και στέκομαι εδώ για πρώτη φορά. | amtierender Präsident des Rates. Herr Präsident! Es ist eine Ehre, zum ersten Mal hier vor Ihnen zu stehen. Übersetzung bestätigt |
Είμαι υπερήφανος που ανήκω σ' αυτήν την παράδοση και που στέκομαι αντίθετα στην επικρατούσα κυβερνητική πολιτική και στα αισθήματα που κυριαρχούν τώρα στη χώρα μου. | Ich bin stolz darauf, in dieser Tradition und damit gegen die vorherrschende Regierungspolitik und Stimmung in meinem Land zu stehen. Übersetzung bestätigt |
Steve, θα σταθώ μπροστά απ'το τραπέζι, όσο θα στέκομαι μπροστά απ'το τραπέζι, θέλω να βάλεις τα κύπελλα πάνω στους πλίνθους, κάπως έτσι. σε όποια σειρά θέλεις, και μετά ανακάτεψέ τα όλα ώστε κανείς να μην έχει ιδέα που βρίσκεται η αιχμή, εντάξει; | Jetzt, Steve, werde ich vor dem Tisch stehen. Ok. Wenn ich vor dem Tisch stehe, möchte ich, dass du die Becher so auf die Splinte stellst, in einer Reihenfolge, wie du willst mische sie durch, damit niemand weiß, wo die Spitze ist, gut? Übersetzung nicht bestätigt |
Κατά κάποιο τρόπο όμως, έχω συνηθίσει στην αίσθηση και κατά κάποιο τρόπο, μου αρέσει πολύ περισσότερο αυτή η αίσθηση, παρά να στέκομαι στο χείλος του γκρεμού και να αναρωτιέμαι τι να κάνω. | Aber in gewissem Sinne habe ich mich an das Gefühl gewöhnt. Und in gewissem Sinne mag ich dieses Gefühl sehr viel mehr, als ich es mag, tatsächlich am Rande des Kliffs zu stehen und mich zu fragen, was ich tun soll. Übersetzung nicht bestätigt |
Και η δουλειά μου ήταν να στέκομαι εκεί, προσπαθώντας να μείνω ακίνητος, ρυθμίζοντας την θέση της κάμερας και συντονίζοντας την με τον βοηθό μου και σχεδιάζοντας τα χρώματα και τα σχήματα που είναι πίσω από το σώμα μου στο μπροστινό μέρος του σώματός μου. | Danach war es meine Aufgabe möglichst starr an einem Punkt zu stehen, die Kamera richtig zu positionieren und mit meinem Assistenten zusammenzuarbeiten. um die Farben und Konturen hinter meinem Körper auf meinen Körper zu malen. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
στέκω |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
anstehen |
zu tun sein |
anliegen |
angegangen werden müssen |
stehen |
stillstehen |
Aktiv Medio-Passiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | στέκομαι, στέκω | στεκόμαστε, στέκουμε |
στέκεσαι, στέκεις | στέκεστε, στεκόσαστε, στέκετε | ||
στέκεται, στέκει | στέκονται, στέκουν(ε) | ||
Imper fekt | στεκόμουν(α), έστεκα | στεκόμαστε, στεκόμασταν , στέκαμε | |
στεκόσουν(α), έστεκες | στεκόσαστε, στεκόσασταν, στέκατε | ||
στεκόταν(ε), έστεκε | στέκονταν, στεκόντανε, στεκόντουσαν, έστεκαν, στέκαν(ε) | ||
Aorist | στάθηκα | σταθήκαμε | |
στάθηκες | σταθήκατε | ||
στάθηκε | στάθηκαν, σταθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||
Plu per fekt | |||
Fut ur Verlaufs- form | θα στέκομαι, θα στέκω | θα στεκόμαστε, θα στέκουμε | |
θα στέκεσαι, θα στέκεις | θα στέκεστε, θα στεκόσαστε, θα στέκετε | ||
θα στέκεται, θα στέκει | θα στέκονται, θα στέκουν(ε) | ||
Fut ur | θα σταθώ | θα σταθούμε | |
θα σταθείς | θα σταθείτε | ||
θα σταθεί | θα σταθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να στέκομαι, να στέκω | να στεκόμαστε, να στέκουμε |
να στέκεσαι, να στέκεις | να στέκεστε, να στεκόσαστε, να στέκετε | ||
να στέκεται, να στέκει | να στέκονται, να στέκουν(ε) | ||
Aorist | να σταθώ | να σταθούμε | |
να σταθείς | να σταθείτε | ||
να σταθεί | να σταθούν(ε) | ||
Perf | |||
Imper ativ | Pres | στέκεστε, στέκετε | |
Aorist | στάσου, στέκα | σταθείτε, στεκάτε | |
Part izip | Pres | ||
Perf | |||
Infin | Aorist | σταθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | stehe an | ||
du | stehst an | |||
er, sie, es | steht an | |||
Präteritum | ich | stand an | ||
Konjunktiv II | ich | stünde an | ||
Imperativ | Singular | steh an! stehe an! | ||
Plural | steht an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angestanden | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:anstehen |
στέκομαι [stékome] Ρ αόρ. στάθηκα, απαρέμφ. σταθεί, μπε. στεκούμενος* και (λαϊκότρ.) στεκάμενος* : 1. παύω να κινούμαι, να βαδίζω· σταματώ: Mη στέκεσαι στη μέση του δρόμου. Στέκονται και την κοιτάνε όλοι όταν περνάει. ΦΡ στέκεται ο νους μου, τα χάνω, δεν μπορώ να σκεφτώ. όπου βρεθώ κι όπου σταθώ, παντού και πάντοτε: Όπου βρεθώ κι όπου σταθώ αυτές τις μέρες σκέφτομαι πόση δουλειά έχω. μου στέκεται, για γυναίκα που δέχεται τις ερωτικές μου προτάσεις. στέκεται με τα χέρια σταυρωμένα*. κτ. μου στέκεται στο λαιμό, δεν μπορώ να το καταπιώ: Mου στάθηκε ένα κόκαλο στο λαιμό. κάποιος μου στέκεται στο λαιμό, δεν τον συμπαθώ. || (στην προστ.) περίμενε ή άκου: Στάσου να σου πω. α. κάνω στάση: Σταθήκαμε λίγο για να ξεκουραστούμε. Tο τρένο δε στέκεται σ΄ αυτό το σταθμό. β. μένω, παραμένω κάπου: Γυρίζοντας από το Λονδίνο θα σταθώ λίγες μέρες στο Παρίσι. γ. εξακολουθώ να ασχολούμαι με κτ: Nα σταθούμε ακόμα λίγο σ΄ αυτό το θέμα. δ. δεν κάνω τίποτε, μένω αδρανής: Tι στέκεσαι; απάντησέ μας / κάνε κτ. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.