vertragen
 Verb

αντέχω Verb
(9)
ανέχομαι Verb
(2)
σηκώνω Verb
(1)
βαστώ Verb
(0)
υποφέρω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Frau Präsidentin, sehr geehrte Frau Kommissarin, meine Damen und Herren! Vertrag kommt von vertragen, und Verträge sollten halten, was sie versprechen.Κυρία Πρόεδρε, αξιότιμη κυρία Επίτροπε, κυρίες και κύριοι, η λέξη Συνθήκη (Vertrag) προέρχεται από το ρήμα ανέχομαι (vertragen) και οι Συνθήκες θα πρέπει να τηρούν αυτό που υπόσχονται.

Übersetzung bestätigt

Deutsche Synonyme
vertragen
abkönnen
verknusen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αντέχωαντέχουμε, αντέχομε
αντέχειςαντέχετε
αντέχειαντέχουν(ε)
Imper
fekt
άντεχααντέχαμε
άντεχεςαντέχατε
άντεχεάντεχαν, αντέχαν(ε)
Aoristάντεξααντέξαμε
άντεξεςαντέξατε
άντεξεάντεξαν, αντέξαν(ε)
Per
fekt
έχω αντέξειέχουμε αντέξει
έχεις αντέξειέχετε αντέξει
έχει αντέξειέχουν αντέξει
Plu
per
fekt
είχα αντέξειείχαμε αντέξει
είχες αντέξειείχατε αντέξει
είχε αντέξειείχαν αντέξει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αντέχωθα αντέχουμε, θα αντέχομε
θα αντέχειςθα αντέχετε
θα αντέχειθα αντέχουν(ε)
Fut
ur
θα αντέξωθα αντέξουμε, θα αντέξομε
θα αντέξειςθα αντέξετε
θα αντέξειθα αντέξουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αντέξειθα έχουμε αντέξει
θα έχεις αντέξειθα έχετε αντέξει
θα έχει αντέξειθα έχουν αντέξει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αντέχωνα αντέχουμε, να αντέχομε
να αντέχειςνα αντέχετε
να αντέχεινα αντέχουν(ε)
Aoristνα αντέξωνα αντέξουμε, να αντέξομε
να αντέξειςνα αντέξετε
να αντέξεινα αντέξουν(ε)
Perfνα έχω αντέξεινα έχουμε αντέξει
να έχεις αντέξεινα έχετε αντέξει
να έχει αντέξεινα έχουν αντέξει
Imper
ativ
Presάντεχεαντέχετε
Aoristάντεξεαντέξτε, αντέξετε
Part
izip
Presαντέχοντας
Perfέχοντας αντέξει
InfinAoristαντέξει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανέχομαιανεχόμαστε
ανέχεσαιανέχεστε, ανεχόσαστε
ανέχεταιανέχονται
Imper
fekt
ανεχόμουν(α)ανεχόμαστε, ανεχόμασταν
ανεχόσουν(α)ανεχόσαστε, ανεχόσασταν
ανεχόταν(ε)ανέχονταν, ανεχόντανε, ανεχόντουσαν
Aoristανέχθηκα, ανέχτηκαανεχθήκαμε, ανεχτήκαμε
ανέχθηκες, ανέχτηκεςανεχθήκατε, ανεχτήκατε
ανέχθηκε, ανέχτηκεανέχθηκαν/ανέχτηκαν, ανεχθήκαν(ε)/ανεχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ανεχθεί
έχω ανεχτεί
έχουμε ανεχθεί
έχουμε ανεχτεί
έχεις ανεχθεί
έχεις ανεχτεί
έχετε ανεχθεί
έχετε ανεχτεί
έχει ανεχθεί
έχει ανεχτεί
έχουν ανεχθεί
έχουν ανεχτεί
Plu
per
fekt
είχα ανεχθεί
είχα ανεχτεί
είχαμε ανεχθεί
είχαμε ανεχτεί
είχες ανεχθεί
είχες ανεχτεί
είχατε ανεχθεί
είχατε ανεχτεί
είχε ανεχθεί
είχε ανεχτεί
είχαν ανεχθεί
είχαν ανεχτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανέχομαιθα ανεχόμαστε
θα ανέχεσαιθα ανέχεστε, θα ανεχόσαστε
θα ανέχεταιθα ανέχονται
Fut
ur
θα ανεχθώ, θα ανεχτώθα ανεχθούμε, θα ανεχτούμε
θα ανεχθείς, θα ανεχτείςθα ανεχθείτε, θα ανεχτείτε
θα ανεχθεί, θα ανεχτείθα ανεχθούν(ε), θα ανεχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανεχθεί
θα έχω ανεχτεί
θα έχουμε ανεχθεί
θα έχουμε ανεχτεί
θα έχεις ανεχθεί
θα έχεις ανεχτεί
θα έχετε ανεχθεί
θα έχετε ανεχτεί
θα έχει ανεχθεί
θα έχει ανεχτεί
θα έχουν ανεχθεί
θα έχουν ανεχτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανέχομαινα ανεχόμαστε
να ανέχεσαινα ανέχεστε, να ανεχόσαστε
να ανέχεταινα ανέχονται
Aoristνα ανεχθώ, να ανεχτώνα ανεχθούμε, να ανεχτούμε
να ανεχθείς, να ανεχτείςνα ανεχθείτε, να ανεχτείτε
να ανεχθεί, να ανεχτείνα ανεχθούν(ε), να ανεχτούν(ε)
Perfνα έχω ανεχθεί
να έχω ανεχτεί
να έχουμε ανεχθεί
να έχουμε ανεχτεί
να έχεις ανεχθεί
να έχεις ανεχτεί
να έχετε ανεχθεί
να έχετε ανεχτεί
να έχει ανεχθεί
να έχει ανεχτεί
να έχουν ανεχθεί
να έχουν ανεχτεί
Imper
ativ
Presανέχεστε
Aoristανέξουανεχθείτε, ανεχτείτε
Part
izip
Pres
Perf
InfinAoristανεχθεί, ανεχτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σηκώνωσηκώνουμε, σηκώνομεσηκώνομαισηκωνόμαστε
σηκώνειςσηκώνετεσηκώνεσαισηκώνεστε, σηκωνόσαστε
σηκώνεισηκώνουν(ε)σηκώνεταισηκώνονται
Imper
fekt
σήκωνασηκώναμεσηκωνόμουν(α)σηκωνόμαστε, σηκωνόμασταν
σήκωνεςσηκώνατεσηκωνόσουν(α)σηκωνόσαστε, σηκωνόσασταν
σήκωνεσήκωνανσηκωνόταν(ε)σηκώνονταν, σηκωνόντανε, σηκωνόντουσαν
Aoristσήκωσασηκώσαμεσηκώθηκασηκωθήκαμε
σήκωσεςσηκώσατεσηκώθηκεςσηκωθήκατε
σήκωσεσήκωσαν, σηκώσαν(ε)σηκώθηκεσηκώθηκαν, σηκωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σηκώσει
έχω σηκωμένο
έχουμε σηκώσει
έχουμε σηκωμένο
έχω σηκωθεί
είμαι σηκωμένος, -η
έχουμε σηκωθεί
είμαστε σηκωμένοι, -ες
έχεις σηκώσει
έχεις σηκωμένο
έχετε σηκώσει
έχετε σηκωμένο
έχεις σηκωθεί
είσαι σηκωμένος, -η
έχετε σηκωθεί
είστε σηκωμένοι, -ες
έχει σηκώσει
έχει σηκωμένο
έχουν σηκώσει
έχουν σηκωμένο
έχει σηκωθεί
είναι σηκωμένος, -η, -ο
έχουν σηκωθεί
είναι σηκωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σηκώσει
είχα σηκωμένο
είχαμε σηκώσει
είχαμε σηκωμένο
είχα σηκωθεί
ήμουν σηκωμένος, -η
είχαμε σηκωθεί
ήμαστε σηκωμένοι, -ες
είχες σηκώσει
είχες σηκωμένο
είχατε σηκώσει
είχατε σηκωμένο
είχες σηκωθεί
ήσουν σηκωμένος, -η
είχατε σηκωθεί
ήσαστε σηκωμένοι, -ες
είχε σηκώσει
είχε σηκωμένο
είχαν σηκώσει
είχαν σηκωμένο
είχε σηκωθεί
ήταν σηκωμένος, -η, -ο
είχαν σηκωθεί
ήταν σηκωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σηκώνωθα σηκώνουμε, θα σηκώνομεθα σηκώνομαιθα σηκωνόμαστε
θα σηκώνειςθα σηκώνετεθα σηκώνεσαιθα σηκώνεστε, θα σηκωνόσαστε
θα σηκώνειθα σηκώνουν(ε)θα σηκώνεταιθα σηκώνονται
Fut
ur
θα σηκώσωθα σηκώσουμε, θα σηκώσομεθα σηκωθώθα σηκωθούμε
θα σηκώσειςθα σηκώσετεθα σηκωθείςθα σηκωθείτε
θα σηκώσειθα σηκώσουνθα σηκωθείθα σηκωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σηκώσει
θα έχω σηκωμένο
θα έχουμε σηκώσει
θα έχουμε σηκωμένο
θα έχω σηκωθεί
θα είμαι σηκωμένος, -η
θα έχουμε σηκωθεί
θα είμαστε σηκωμένοι, -ες
θα έχεις σηκώσει
θα έχεις σηκωμένο
θα έχετε σηκώσει
θα έχετε σηκωμένο
θα έχεις σηκωθεί
θα είσαι σηκωμένος, -η
θα έχετε σηκωθεί
θα είστε σηκωμένοι, -ες
θα έχει σηκώσει
θα έχει σηκωμένο
θα έχουν σηκώσει
θα έχουν σηκωμένο
θα έχει σηκωθεί
θα είναι σηκωμένος, -η, -ο
θα έχουν σηκωθεί
θα είναι σηκωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σηκώνωνα σηκώνουμε, να σηκώνομενα σηκώνομαινα σηκωνόμαστε
να σηκώνειςνα σηκώνετενα σηκώνεσαινα σηκώνεστε, να σηκωνόσαστε
να σηκώνεινα σηκώνουν(ε)να σηκώνεταινα σηκώνονται
Aoristνα σηκώσωνα σηκώσουμε, να σηκώσομενα σηκωθώνα σηκωθούμε
να σηκώσειςνα σηκώσετενα σηκωθείςνα σηκωθείτε
να σηκώσεινα σηκώσουν(ε)να σηκωθείνα σηκωθούν(ε)
Perfνα έχω σηκώσει
να έχω σηκωμένο
να έχουμε σηκώσει
να έχουμε σηκωμένο
να έχω σηκωθεί
να είμαι σηκωμένος, -η
να έχουμε σηκωθεί
να είμαστε σηκωμένοι, -ες
να έχεις σηκώσει
να έχεις σηκωμένο
να έχετε σηκώσει
να έχετε σηκωμένο
να έχεις σηκωθεί
να είσαι σηκωμένος, -η
να έχετε σηκωθεί
να είστε σηκωμένοι, -ες
να έχει σηκώσει
να έχει σηκωμένο
να έχουν σηκώσει
να έχουν σηκωμένο
να έχει σηκωθεί
να είναι σηκωμένος, -η, -ο
να έχουν σηκωθεί
να είναι σηκωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσήκωνεσηκώνετεσηκώνεστε
Aoristkathomai#katse">σήκωσεσηκώστε, σηκώσετεσήκω, σηκώσουσηκωθείτε
Part
izip
Presσηκώνοντας
Perfέχοντας σηκώσει, έχοντας σηκωμένοσηκωμένος, -η, -οσηκωμένοι, -ες, -α
InfinAoristσηκώσεισηκωθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingular
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
υποφέρωυποφέρουμε, υποφέρομε
υποφέρειςυποφέρετε
υποφέρειυποφέρουν(ε)υποφέρεται
Imper
fekt
υπέφερα, υπόφεραυποφέραμε
υπέφερες, υπόφερεςυποφέρατε
υπέφερε, υπόφερευπέφεραν, υπόφεραν, υποφέραν(ε)υποφερόταν(ε)
Aoristυπέφερα, υπόφεραυποφέραμε
υπέφερες, υπόφερεςυποφέρατε
υπέφερε, υπόφερευπέφεραν, υπόφεραν, υποφέραν(ε)υποφέρθηκε
Per
fekt
έχω υποφέρειέχουμε υποφέρει
έχεις υποφέρειέχετε υποφέρει
έχει υποφέρειέχουν υποφέρειέχει υποφερθεί
Plu
per
fekt
είχα υποφέρειείχαμε υποφέρει
είχες υποφέρειείχατε υποφέρει
είχε υποφέρειείχαν υποφέρειείχε υποφερθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα υποφέρωθα υποφέρουμε, θα υποφέρομε
θα υποφέρειςθα υποφέρετε
θα υποφέρειθα υποφέρουν(ε)θα υποφέρεται
Fut
ur
θα υποφέρωθα υποφέρουμε, θα υποφέρομε
θα υποφέρειςθα υποφέρετε
θα υποφέρειθα υποφέρουν(ε)θα υποφερθεί
Fut
ur II
θα έχω υποφέρειθα έχουμε υποφέρει
θα έχεις υποφέρειθα έχετε υποφέρει
θα έχει υποφέρειθα έχουν υποφέρειθα έχει υποφερθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να υποφέρωνα υποφέρουμε, να υποφέρομε
να υποφέρειςνα υποφέρετε
να υποφέρεινα υποφέρουν(ε)να υποφέρεται
Aoristνα υποφέρωνα υποφέρουμε, να υποφέρομε
να υποφέρειςνα υποφέρετε
να υποφέρεινα υποφέρουν(ε)να υποφερθεί
Perfνα έχω υποφέρεινα έχουμε υποφέρει
να έχεις υποφέρεινα έχετε υποφέρει
να έχει υποφέρεινα έχουν υποφέρεινα έχει υποφερθεί
Imper
ativ
Presυποφέρευποφέρετε
Aoristυποφέρευποφέρετε, υποφέρτε
Part
izip
Presυποφέροντας
Perfέχοντας υποφέρει
InfinAoristυποφέρειυποφερθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback