Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ανεπιμέλητος

ανεπιμέλητος Koine-Griechisch ἀνεπιμέλητος altgriechisch ἐπιμελέομαι / ἐπιμελοῦμαι ἐπιμελής


ανεπιστημοσύνη

ανεπιστημοσύνη altgriechisch ἀνεπιστημοσύνη


ανεπιτήδειος

ανεπιτήδειος altgriechisch ἀνεπιτήδειος


ανερευνώ

ανερευνώ altgriechisch ἀνερευνάω / ἀνερευνῶ


ανέρχομαι

ανέρχομαι altgriechisch ἀνέρχομαι ἔρχομαι


άνεση

άνεση altgriechisch ἄνεσις


άνετος

άνετος altgriechisch ἄνετος ἀνίημι ἵημι indoeuropäisch (Wurzel) *ye-


ανεύθυνος

ανεύθυνος altgriechisch ἀνεύθυνος


ανευλάβεια

ανευλάβεια altgriechisch ἀνευλάβεια ἀνευλαβής εὐλαβής εὖ + λαμβάνω indoeuropäisch (Wurzel) *sleh₂gʷ-


ανευλόγητος

ανευλόγητος mittelgriechisch ἀνευλόγητος altgriechisch εὐλογέω εὖ + λέγω


ανεύρεση

ανεύρεση altgriechisch ἀνεύρεσις


ανεύρυσμα

ανεύρυσμα Koine-Griechisch ἀνεύρυσμα altgriechisch ἀνευρύνω εὐρύνω εὐρύς


ανέχομαι

ανέχομαι altgriechisch ἀνέχομαι, Passiv von ἀνέχω ἀνά + ἔχω


ανεψιά

ανεψιά altgriechisch ἀνεψιά


ανεψιός

ανεψιός altgriechisch ἀνεψιός


άνηθο

άνηθο altgriechisch ἄνηθον


άνηθος

άνηθος altgriechisch ἄνηθον (Neutrum)


ανήλιος

ανήλιος altgriechisch ἀνήλιος ἀν- + ἥλιος


ανήμερα

ανήμερα mittelgriechisch ανήμερα altgriechisch ἐν ἡμέρᾳ (εντός της ημέρας)


ανήμερος

ανήμερος altgriechisch ἀνήμερος ἀ- + ἥμερος


ανημποριά

ανημποριά ανήμπορος + -ιά mittelgriechisch ἀνήμπορος ἀν- + ἠμπορῶ ἐμπορῶ altgriechisch εὐπορῶ


ανήμπορος

ανήμπορος mittelgriechisch ανήμπορος ημπορώ εμπορώ altgriechisch εὐπορῶ


ανήρ

ανήρ altgriechisch ἀνήρ


ανήσυχος

ανήσυχος Koine-Griechisch ἀνήσυχος ἀν- + altgriechisch ἥσυχος


ανήφορος

ανήφορος mittelgriechisch ανήφορος Koine-Griechisch ἀνώφορος altgriechisch ἀνωφερής


ανθέλληνας

ανθέλληνας ανθ- ( αντί) + Έλληνας ( altgriechisch Ἕλλην)


ανθέμιο

ανθέμιο altgriechisch ἀνθέμιον


άνθημα

άνθημα altgriechisch ἄνθημα


άνθηση

άνθηση Koine-Griechisch ἄνθησις altgriechisch ἀνθέω / ἀνθῶ ἄνθος indoeuropäisch (Wurzel) *h₂endʰos


άνθισμα

άνθισμα Koine-Griechisch ἄνθισμα altgriechisch ἀνθίζω ἄνθος


ανθίσταμαι

ανθίσταμαι (λόγιο) altgriechisch ἀνθίσταμαι. Συγχρονικά αναλύεται σε (αντ-) ανθ- + ίσταμαι που ήταν δασυνόμενη λέξη (ἵσταμαι)


ανθοκόμος

ανθοκόμος Koine-Griechisch ἀνθοκόμος altgriechisch ἄνθος + -κόμος κομέω / κομῶ. Συγχρονικά αναλύεται σε ανθο- + -κόμος


ανθοκομώ

ανθοκομώ Koine-Griechisch ἀνθοκομέω / ἀνθοκομῶ ἀνθοκόμος altgriechisch ἄνθος + -κομος


ανθολογία

ανθολογία Koine-Griechisch ἀνθολογία altgriechisch ἄνθος + λέγω Η αρχική σημασία ήταν μάζεμα λουλουδιών


ανθολόγιο

ανθολόγιο Koine-Griechisch ἀνθολόγιον altgriechisch ἄνθος + -ο- + -λόγιο


ανθολογώ

ανθολογώ altgriechisch ἀνθολογέω / ἀνθολογῶ


άνθος

άνθος altgriechisch ἄνθος indoeuropäisch (Wurzel) *h₂endʰos


ανθός

ανθός mittelgriechisch ἀνθός, ἀθθός, ἀθός (πρβλ. ἀθθυμίζω ἐνθυμίζομαι) altgriechisch ἄνθος[1]


ανθοφορία

ανθοφορία Koine-Griechisch ἀνθοφορία altgriechisch ἀνθοφόρος ἄνθος + φέρω


άνθρακας

άνθρακας altgriechisch ἄνθραξ


ανθράκευση

ανθράκευση ανθρακεύω + -ση Koine-Griechisch ἀνθρακεύω altgriechisch ἄνθραξ, Lehnübersetzung από τη französisch charbonnage


ανθρακιά

ανθρακιά altgriechisch ἀνθρακιά ἄνθραξ


ανθρακίτης

ανθρακίτης englisch anthracite lateinisch anthracitis Koine-Griechisch ἀνθρακῖτις (αντιδάνειο) altgriechisch ἄνθραξ


ανθρακώνω

ανθρακώνω mittelgriechisch ἀνθρακόω altgriechisch ἀνθρακόομαι ἄνθραξ


ανθρακωρυχείο

ανθρακωρυχείο άνθρακας + ορυχείο ( altgriechisch ὀρύττω· (το ω (ανθρακωρυχείο) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)


ανθρακωρύχος

ανθρακωρύχος άνθρακας + -ωρύχος ( altgriechisch ὀρύττω· το ω (ανθρακωρύχος) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)


ανθράκωση

ανθράκωση Koine-Griechisch ἀνθράκωσις altgriechisch ἀνθρακόομαι ἄνθραξ


άνθραξ

άνθραξ altgriechisch και (Katharevousa) ἄνθραξ


ανθρωπάριο

ανθρωπάριο άνθρωπος + υποκοριστικό επίθημα -άριο altgriechisch ἀνθρωπάριον, ἄνθρωπος + υποκοριστικό επίθημα -άριον


ανθρώπινος

ανθρώπινος altgriechisch ἀνθρώπινος ἄνθρωπος


ανθρωπιστής

ανθρωπιστής ἀνθρωπιστής altgriechisch ἀνθρωπίζω


ανθρωπογεωγραφία

ανθρωπογεωγραφία (entlehnt aus) französisch anthropogéographie ανθρωπο- + γεωγραφία / altgriechisch ἄνθρωπος + Koine-Griechisch γεωγραφία


ανθρωπογνωσία

ανθρωπογνωσία (entlehnt aus) französisch anthropognosie ανθρωπο- + -γνωσία / altgriechisch ἄνθρωπος + γιγνώσκω


ανθρωποθυσία

ανθρωποθυσία Koine-Griechisch ἀνθρωποθυσία altgriechisch ἄνθρωπος + θυσία / ανθρωπο- + θυσία


ανθρωποκτονία

ανθρωποκτονία Koine-Griechisch ἀνθρωποκτονία altgriechisch ἄνθρωπος + κτείνω / ανθρωπο- + -κτονία


ανθρωπολογία

ανθρωπολογία (entlehnt aus) französisch anthropologie altgriechisch ἄνθρωπος + λέγω


ανθρωπολόγος

ανθρωπολόγος (entlehnt aus) (λόγιο δάνειο) französisch anthropologue antrhopologie altgriechisch ἄνθρωπος + λόγος. Αναλύεται σε ανθρωπο- + -λόγος


ανθρωπομετρία

ανθρωπομετρία (entlehnt aus) französisch anthropométrie altgriechisch ἄνθρωπος + μέτρον


ανθρωπομορφισμός

ανθρωπομορφισμός (entlehnt aus) französisch anthropomorphisme altgriechisch ἄνθρωπος + μορφή


ανθρωπόμορφος

ανθρωπόμορφος altgriechisch ἀνθρωπόμορφος ἄνθρωπος + μορφή


άνθρωπος

άνθρωπος altgriechisch ἄνθρωπος


ανθρωποσφαγή

ανθρωποσφαγή Koine-Griechisch ἀνθρωποσφαγία altgriechisch ἀνθρωποσφαγέω ἄνθρωπος + σφάττω


ανθρωποφαγία

ανθρωποφαγία altgriechisch ἀνθρωποφαγία


ανθρωποφάγος

ανθρωποφάγος altgriechisch ἀνθρωποφάγος ἄνθρωπος + φαγεῖν


ανθρωποφοβία

ανθρωποφοβία (entlehnt aus) französisch anthropophobie altgriechisch ἄνθρωπος + φόβος


ανθύλλιο

ανθύλλιο Koine-Griechisch ἀνθύλλιον altgriechisch ἄνθος


ανθυποφορά

ανθυποφορά Koine-Griechisch ἀνθυποφορά altgriechisch ὑποφορά ὑποφέρω φέρω indoeuropäisch (Wurzel) *bʰer-


ανία

ανία altgriechisch ἀνία


ανίατος

ανίατος altgriechisch ἀνίατος ἀ- στερητικό + ἰάομαι, -ῶμαι (θεραπεύω) + -τος


ανίδρυση

ανίδρυση Katharevousa ανίδρυσις ανιδρύω + -σις Koine-Griechisch ἀνιδρύω altgriechisch ἱδρύω


ανιδρύω

ανιδρύω Koine-Griechisch ἀνιδρύω altgriechisch ἱδρύω


ανίερος

ανίερος altgriechisch ἀνίερος ἀν- + ἱερός


ανίκητος

ανίκητος altgriechisch ἀνίκητος νικάω / νικῶ


ανιόν

ανιόν englisch anion altgriechisch ἀνιόν, ουδέτερο μετοχής του ἄνειμι εἶμι (αντιδάνειο)


ανιόντες

ανιόντες Mehrzahl von ανιών altgriechisch ἀνιών, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄνειμι εἶμι ((Lehnbedeutung) französisch ascendant)


ανισορροπία

ανισορροπία Koine-Griechisch ἀνισορροπία ἰσορροπία altgriechisch ἰσόρροπος ῥοπή (2. (Lehnbedeutung) französisch déséquilibre)


ανισότητα

ανισότητα altgriechisch ἀνισότης


ανισοτροπία

ανισοτροπία altgriechisch ἄνισος + altgriechisch τρόπος + -ία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


ανιστορώ

ανιστορώ Koine-Griechisch ἀνιστορέω / ἀνιστορῶ altgriechisch ἱστορέω / ἱστορῶ ἵστωρ


ανίσχυρος

ανίσχυρος Koine-Griechisch ἀνίσχυρος altgriechisch ἰσχυρός ἰσχύς


ανίχνευση

ανίχνευση Koine-Griechisch ἀνίχνευσις altgriechisch ἀνιχνεύω ἀνά + ἰχνεύω ἴχνος


ανιχνευτής

ανιχνευτής ανιχνεύω + -τής altgriechisch ἀνιχνεύω


ανιχνεύω

ανιχνεύω altgriechisch ἀνιχνεύω ἰχνεύω ἴχνος


ανιψιά

ανιψιά mittelgriechisch altgriechisch ἀνεψιά, Femininum von ἀνεψιός


ανιψιός

ανιψιός altgriechisch ἀνεψιός


ανιών

ανιών altgriechisch ἀνιών, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄνειμι εἶμι ((Lehnbedeutung) französisch ascendant)(2. englisch anion altgriechisch ἀνιόν (αντιδάνειο))


Ανκόνα

Ανκόνα italienisch Ancona altgriechisch Ἀγκών (αντιδάνειο) ἀγκών indoeuropäisch (Wurzel) *h₂enǵʰ-


Αννίβας

Αννίβας altgriechisch Ἀννίβας lateinisch Hannibal


ανοδικός

ανοδικός άνοδος + -ικός altgriechisch ἄνοδος ὁδός (2. englisch anodic anode altgriechisch ἄνοδος ὁδός)


άνοδος

άνοδος (λόγιο) altgriechisch ἄνοδος[1] ἀνά (άν-) + ὁδός


ανόητος

ανόητος altgriechisch ἀνόητος


άνοια

άνοια altgriechisch ἄνοια ἄνους ἀ- στερητικό + νοῦς (έλλειψη νου)


ανοίγω

ανοίγω altgriechisch ἀνοίγω


ανοικοδόμηση

ανοικοδόμηση altgriechisch ἀνοικοδόμησις


ανοικοδομώ

ανοικοδομώ altgriechisch ἀνοικοδομέω / ἀνοικοδομῶ


ανοιχτήρι

ανοιχτήρι mittelgriechisch ἀνοικτήριον altgriechisch ἀνοίγω / ἀνοίγνυμι


ανομβρία

ανομβρία altgriechisch ἀνομβρία ἀν- στερητικό + ὄμβρος


ανομία

ανομία altgriechisch ἀνομία


ανόμοιος

ανόμοιος altgriechisch ἀνόμοιος ὅμοιος


ανομοιότητα

ανομοιότητα altgriechisch ἀνομοιότης ὁμοιότης ὅμοιος



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback