Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ανασκευάζω

ανασκευάζω altgriechisch ἀνασκευάζω ἀνά + σκευάζω σκευή


ανασκιρτώ

ανασκιρτώ mittelgriechisch ἀνασκιρτῶ ἀνά και altgriechisch σκιρτάω-σκιρτῶ


ανασκόπηση

ανασκόπηση Koine-Griechisch άνασκόπησις altgriechisch άνασκοπέω, -ῶ


ανασκοπώ

ανασκοπώ altgriechisch ἀνασκοπέω / ἀνασκοπῶ σκοπέω / σκοπῶ


ανασκουμπώνω

ανασκουμπώνω altgriechisch ἀνακομβόω (ξεκουμπώνω, ξεγυμνώνω)


ανασόνι

ανασόνι türkisch anason altgriechisch ἄννησον (αντιδάνειο) [1]


άνασσα

άνασσα altgriechisch ἄνασσα


ανάσσω

ανάσσω altgriechisch ἀνάσσω


ανασταίνω

ανασταίνω altgriechisch ἀνίστημι


αναστατώνω

αναστατώνω ἀναστατώνω και (μεσαιωνικό) ἀναστατῶ και ἀνασταίνω (σηκώνω όρθιο) οπότε και διαχωρίσθηκαν νοηματικά οι οικογένειες όσων λέξεων συγγένευαν εννοιολογικά με την ανάσταση(σηκώνω + στατώ) και σε όσες συγγένευαν με την αναστάτωση (ανακατεύω) και το ἀναστατόω altgriechisch ἀναστατέω-ἀναστατῶ (καταστρέφω, ξεσπιτώνω, αναγκάζω κάποιον να ξεσηκωθεί von σπίτι του) ἀνίστημι και ἀνίσταμαι ἄνω + ἵστημι


αναστάτωση

αναστάτωση Koine-Griechisch ἀναστατόω ή altgriechisch ἀναστάτωσις


αναστέλλω

αναστέλλω altgriechisch ἀναστέλλω


αναστέναγμα

αναστέναγμα mittelgriechisch ἀναστέναγμα και παράλληλοι τύποι ἀναστέναμα, ἀναστεναγμός, ἀναστεναμός altgriechisch ἀναστενάζω


αναστεναγμός

αναστεναγμός altgriechisch ἀναστεναγμός


αναστενάζω

αναστενάζω altgriechisch ἀναστενάζω


αναστήλωση

αναστήλωση Koine-Griechisch ἀναστήλωσις ἀνά + altgriechisch στήλη


ανάστημα

ανάστημα altgriechisch ἀνάστημα


αναστολή

αναστολή altgriechisch ἀναστολή ἀναστέλλω


αναστόμωση

αναστόμωση französisch anastomose Koine-Griechisch ἀναστόμωσις altgriechisch ἀναστομόω / ἀναστομῶ στομόω / στομῶ στόμα (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *stomn


αναστρέφω

αναστρέφω altgriechisch ἀναστρέφω


αναστροφή

αναστροφή altgriechisch ἀναστροφή


ανασυγκρότηση

ανασυγκρότηση Katharevousa ἀνασυγκρότησις ανασυγκροτώ ανά + συγκροτώ altgriechisch συγκροτέω / συγκροτῶ κροτέω / κροτῶ κρότος ((Lehnübersetzung) französisch reconstruction)


ανασυγκροτώ

ανασυγκροτώ λόγια λέξη von altgriechisch ἀνά και συγκροτέω-συγκροτῶ


ανασύνθεση

ανασύνθεση ἀνασύνθεσις στην (Katharevousa) ἀνασυνθέτω λόγια λέξη von altgriechisch πρόθεση ἀνά και το altgriechisch συντίθημι για να αποδοθεί το γαλλικό recomposer


ανασύνταξη

ανασύνταξη altgriechisch ἀνασύνταξις


ανασυντάσσω

ανασυντάσσω altgriechisch ἀνασυντάσσω


ανασύρω

ανασύρω Katharevousa ἀνασύρω (ἀνά και σύρω mittelgriechisch ἀνασύρνω και ἀνασέρνω altgriechisch ἀνασύρομαι


ανάταξη

ανάταξη altgriechisch ἀνάταξις


αναταράζω

αναταράζω altgriechisch ἀναναταράσσω


αναταράσσω

αναταράσσω altgriechisch ἀναταράσσω


ανατείνω

ανατείνω altgriechisch ἀνατείνω ἀνά + τείνω


ανατέλλω

ανατέλλω altgriechisch ἀνατέλλω


ανατέμνω

ανατέμνω altgriechisch ἀνατέμνω ἀνά + τέμνω (3. (Lehnbedeutung) französisch disséquer)


ανατίμηση

ανατίμηση ανατιμώ + -ση altgriechisch ἀνατιμάω / ἀνατιμῶ τιμάω / τιμῶ


ανατιμώ

ανατιμώ altgriechisch ἀνατιμάω / ἀνατιμῶ τιμάω / τιμῶ


ανατινάζω

ανατινάζω altgriechisch ἀνατινάσσω. Μορφολογικά: ἀνά (ανα-) + τινάσσω (τινάζω)


ανατολή

ανατολή altgriechisch ἀνατολή ἀνατέλλω


ανατολικός

ανατολικός Koine-Griechisch ἀνατολικός altgriechisch ἀνατολή ἀνατέλλω ἀνά + τέλλω (2. (Lehnbedeutung) französisch oriental)


ανατομή

ανατομή altgriechisch ἀνατομή


ανατομία

ανατομία Koine-Griechisch ἀνατομία ἀνά + altgriechisch τομή τέμνω


ανατοξίνη

ανατοξίνη ανα- + τοξίνη (entlehnt aus) französisch toxine toxique lateinisch toxicum altgriechisch τοξικόν, Maskulinum von τοξικός τόξον


ανατρέπω

ανατρέπω altgriechisch ἀνατρέπω


ανατροπέας

ανατροπέας altgriechisch ἀνατροπεύς ἀνατρέπω τρέπω


ανατύπωση

ανατύπωση Koine-Griechisch ἀνατύπωσις ἀνατυπόω / ἀνατυπῶ τυπόω / τυπῶ altgriechisch τύπος τύπτω ((Lehnbedeutung) englisch reprinting)


αναφιλητό

αναφιλητό ίσως von altgriechisch ἀναφλύω (κοχλάζω)


αναφλέγω

αναφλέγω altgriechisch ἀναφλέγω


αναφορά

αναφορά altgriechisch ἀναφορά ἀναφέρω


αναφυλαξία

αναφυλαξία (entlehnt aus) französisch anaphylaxie altgriechisch ἀνά + φύλαξις


αναφωνώ

αναφωνώ altgriechisch ἀναφωνέω-ἀναφωνῶ


αναχαιτίζω

αναχαιτίζω altgriechisch ἀναχαιτίζω ἀνά + χαίτη


αναχαίτιση

αναχαίτιση Koine-Griechisch ἀναχαίτισις altgriechisch ἀναχαιτίζω ἀνά + χαίτη indoeuropäisch (Wurzel) *gait- (μαλλιά)


ανάχωμα

ανάχωμα Koine-Griechisch ἀνάχωμα ἀνά + χώννυμι / χωννύω altgriechisch χόω


αναχώρηση

αναχώρηση altgriechisch ἀναχώρησις


αναχωρητήριο

αναχωρητήριο mittelgriechisch ἀναχωρητήριον Koine-Griechisch ἀναχωρητής altgriechisch ἀναχωρέω / ἀναχωρῶ χωρέω / χωρῶ


αναχωρητισμός

αναχωρητισμός von ελληνογενή französisch anachorétisme altgriechisch ἀναχώρησις + (Lehnbedeutung) französisch départ


αναχωρώ

αναχωρώ altgriechisch ἀναχωρῶ


αναψυχή

αναψυχή altgriechisch ἀναψυχή ἀναψύχω


αναψύχω

αναψύχω altgriechisch ἀνά + ψύχω


αναψυχώνω

αναψυχώνω ἀναψυχώνω in Katharevousa mittelgriechisch ἀναψυχώνω και ἀναψυχῶ altgriechisch ἀναψύχω (δροσίζω αλλά και ανανεώνω, αναπτερώνω το ηθικό)


άνδηρο

άνδηρο altgriechisch ἄνδηρον


ανδραγαθία

ανδραγαθία altgriechisch ἀνδραγαθία


ανδράδελφος

ανδράδελφος mittelgriechisch ἀνδράδελφος / αντράδελφος Koine-Griechisch ἀνδράδελφος altgriechisch ἀνήρ + ἀδελφός


ανδράποδο

ανδράποδο altgriechisch ἀνδράποδον


άνδρας

άνδρας λόγια επίδραση στο άντρας με προφορά [nð][1] altgriechisch ἀνήρ, αιτιατική, ἄνδρα


ανδρεία

ανδρεία altgriechisch ἀνδρεία ἀνήρ


ανδρείκελο

ανδρείκελο altgriechisch ἀνδρείκελον ἀνδρείκελος ἀνήρ + εἴκελος (όμοιος)


ανδρείος

ανδρείος altgriechisch ἀνδρεῖος ἀνδρ-, από τη Genitiv του ἀνήρ


ανδριαντοποιία

ανδριαντοποιία altgriechisch ἀνδριαντοποιία


ανδριαντοποιός

ανδριαντοποιός altgriechisch ἀνδριαντοποιός ἀνδριάς + ποιέω


ανδριάς

ανδριάς altgriechisch ἀνδριάς


ανδρόγυνο

ανδρόγυνο Katharevousa ἀνδρόγυνον mittelgriechisch ἀνδρόγυνον / ἀντρόγυνο(ν) Koine-Griechisch ἀνδρόγυνον altgriechisch ἀνδρόγυνον (ερμαφρόδιτος, γυναικωτός ἀνήρ + γυνή


Ανδρομάχη

Ανδρομάχη altgriechisch Ἀνδρομάχη


Ανδρομέδα

Ανδρομέδα altgriechisch Ἀνδρομέδα


ανδρωνίτης

ανδρωνίτης altgriechisch ἀνδρωνῖτις ἀνδρών ἀνήρ


ανδρώνομαι

ανδρώνομαι Passiv von ανδρώνω και αντρώνω altgriechisch ἀνδρόω


ανδρώνω

ανδρώνω altgriechisch ἀνδρόω


ανεβαίνω

ανεβαίνω altgriechisch ἀναβαίνω


ανέγγιχτος

ανέγγιχτος άνέγγιχτος στην (Katharevousa) mittelgriechisch λέξη άνάγγιχτος από α στερητικό και ἐγγίζω, παράλληλη με το ἄγγιχτος ως αντώνυμο του άγγιχτός ( altgriechisch ἐγγύς)


ανέγκλητος

ανέγκλητος altgriechisch ἀνέγκλητος ἀν- + ἐγκαλέω / ἐγκαλῶ καλέω / καλῶ


ανέκαθεν

ανέκαθεν altgriechisch ἀνέκαθεν


ανεκτικότητα

ανεκτικότητα ανεκτικός + -ότητα Koine-Griechisch ἀνεκτικός altgriechisch ἀνέχομαι ἀνέχω ἔχω


ανελέητος

ανελέητος altgriechisch ἀνελέητος α- + ἐλεῶ + -ητος


ανελεύθερα

ανελεύθερα ανελεύθερος + -α altgriechisch ἀνελεύθερος ἐλεύθερος


ανελευθερία

ανελευθερία altgriechisch ἀνελευθερία ἀν- + ἐλευθερία


ανελεύθερος

ανελεύθερος altgriechisch ἀνελεύθερος ἀν- + ἐλεύθερος


ανέλιξη

ανέλιξη spätgriechisch ἀνέλιξις altgriechisch ἀνελίσσω (=ξετυλίγω)


ανέλκυση

ανέλκυση Koine-Griechisch ἀνέλκυσις altgriechisch ἀνελκύω


ανελκύω

ανελκύω altgriechisch ἀνελκύω


ανέλπιστος

ανέλπιστος altgriechisch ἀνέλπιστος


ανεμογράφος

ανεμογράφος (entlehnt aus) französisch anémographe altgriechisch ἄνεμος + γράφω


άνεμος

άνεμος altgriechisch ἄνεμος


ανεμόσκαλα

ανεμόσκαλα mittelgriechisch ἀνεμόσκαλα altgriechisch ἄνεμος + Koine-Griechisch σκάλα ( lateinisch scala scando indoeuropäisch (Wurzel) *skend-)


ανεμούριο

ανεμούριο Koine-Griechisch ἀνεμούριον (ο ανεμόμυλος και ο ανεμοδείκτης altgriechisch οὖρος


ανεμπαίζω

ανεμπαίζω mittelgriechisch ἀνεμπαίζω ανα- + altgriechisch ἐμπαίζω


ανεμώνα

ανεμώνα ανεμώνη altgriechisch ἀνεμώνη


ανεμώνη

ανεμώνη altgriechisch ἀνεμώνη


ανεξάλειπτος

ανεξάλειπτος altgriechisch ἀνεξάλειπτος ἐξαλείφω ἀλείφω


ανεξιθρησκία

ανεξιθρησκία ανεξίθρησκος + -ία altgriechisch ἀνεξι- + θρησκεία + -ος


ανεπιείκεια

ανεπιείκεια altgriechisch ἀνεπιείκεια


ανεπίληπτος

ανεπίληπτος altgriechisch ἀνεπίληπτος ἐπίληπτος ἐπίλαμβάνω λαμβάνω indoeuropäisch (Wurzel) *sleh₂gʷ-



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback