Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ακροβασία

ακροβασία französisch acrobatie spätgriechisch ἀκροβάτης


αισθητικός

αισθητικός Etymologie fehlt


ταχυδακτυλουργία

ταχυδακτυλουργία ταχυδακτυλουργός + -ία ταχύς + δάκτυλο + -ουργός ( altgriechisch -ουργός ἔργον)


στάχυ

(το) στέλεχος, το επάνω μέρος του βλαστού των δημητριακών που περιέχει τα σπέρματα


σακί

σακί mittelgriechisch σακίν ή mittelgriechisch σακκίν altgriechisch σακκίον (υποκοριστικό του σάκκος)


πλατίνα

πλατίνα (Wort verwendet ab 1823) spanisch platina altgriechisch πλατύς


πέψη

πέψη altgriechisch πέψις


ξερίζωμα

ξερίζωμα ξεριζώνω altgriechisch ἐκριζόω


λυρισμός

λυρισμός (entlehnt aus) französisch lyrisme (λύρα + -ισμός). Διαφορετική η Koine-Griechisch λυρισμός (παίξιμο της λύρας.


κοχλίας

κοχλίας (λόγιο) altgriechisch κοχλίας (δείτε και κοχλιός)


κατατόπια


κατάστρωμα

κατάστρωμα altgriechisch κατάστρωμα καταστρώννυμι


ισομέρεια

ΔΦΑ : /i.sɔ.ˈmε.ɾi.a/


διαβολεμένος

διαβολεμένος Etymologie fehlt


αποπομπή

αποπομπή altgriechisch ἀποπομπή


απόβλητο

απόβλητο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: απόβλητος αποβάλλω


φαφούτης

φαφούτης Onomatopoetikum (von κακή άρθρωση των ηλικιωμένων που έχουν χάσει πολλά δόντια)


οπισθόφυλλο

οπισθόφυλλο Etymologie fehlt


μιμητισμός

μιμητισμός μιμητής + -ισμός


λοχίας

λοχίας λόχος + -ίας


ασεβής

ασεβής altgriechisch ἀσεβής


αμαξάς

αμαξάς mittelgriechisch αμαξάς άμαξα


ψεύδος

ψεύδος ψεῦδος στο πολυτονικό altgriechisch ψεῦδος


ταρακούνημα

ταρακούνημα ταρακουνώ + -μα


προγύμναση

προγύμναση Etymologie fehlt


κινηματογράφηση

κινηματογράφηση κινηματογραφώ + ση


διαβάθμιση

διαβάθμιση διαβάθμισις διαβαθμίζω + -σις βαθμός ((Lehnübersetzung) (γαλλικά) graduation)


αχαμνά

Αντώνυμα: γερά, σφιχτά


ατυχής

ατυχής altgriechisch ἀτυχής


αίρω

αίρω altgriechisch αἴρω ("σηκώνω")


αεροδυναμική

αεροδυναμική Etymologie fehlt


υπαιτιότητα

υπαιτιότητα υπαίτιος


υαλουργία

υαλουργία υαλουργός + -ία


τρίχωμα

τρίχωμα τρίχα


νιπτήρας

νιπτήρας altgriechisch νιπτήρ νίπτω


νερουλάς

νερουλάς νερό + -ουλάς


μύηση

μύηση altgriechisch μύησις


δύνη

δύνη (entlehnt aus) französisch dyne dyname altgriechisch δύναμις


χειμωνιάζει

χειμωνιάζει χειμώνας +-ιάζει


σπόγγος

σπόγγος altgriechisch σπόγγος


πλαστογράφος

πλαστογράφος Koine-Griechisch πλαστογράφος altgriechisch πλαστός + γράφω


λόγιος

λόγιος altgriechisch λόγιος λόγος λέγω (Lehnbedeutung) französisch érudit


κούνελος

κούνελος κουνέλι + -ος


θύλακας

θύλακας Koine-Griechisch θύλαξ altgriechisch θύλακος


δισκάδικο

δισκάδικο δίσκ(ος) + -άδικο


γραπτός

γραπτός altgriechisch γραπτός (γραμμένος αλλά και ζωγραφισμένος) γράφω


ανακυκλώνω

ανακυκλώνω altgriechisch ἀνακυκλόω-ἀνακυκλῶ (ίσως και ἀνακυκλέω)


συμπληρώνω

συμπληρώνω altgriechisch συμπληρῶ [1]


σβήσιμο

σβήσιμο σβήνω + -ιμο


ντόρος

ντόρος Πρότυπο:ίσως αρχ. επίθ. τορός με διαπεραστική φωνή


Θρόνοι

Θρόνοι θρόνος


έξαφνα

έξαφνα mittelgriechisch έξαφνα altgriechisch ἐξαίφνης ἐξ + ἄφνω


απορρυπαντικό

απορρυπαντικό substantiviertes Neutrum des Adjektivs: απορρυπαντικός


ανόητος

ανόητος altgriechisch ἀνόητος


σπλήνα

σπλήνα mittelgriechisch σπλήνα (Femininum) altgriechisch σπλήν (Maskulinum) indoeuropäisch (Wurzel) *spelgh- (σπλήνα)


πόνημα

πόνημα altgriechisch πόνημα πονέομαι πόνος


πλαστογραφία

πλαστογραφία Koine-Griechisch πλαστογραφία πλαστός ( πλάθω) + γραφή


παίγνιον

παίγνιον altgriechisch παίγνιον


ναυαρχίδα

ναυαρχίδα Koine-Griechisch ναυαρχίς altgriechisch ναύαρχος ναῦς + ἄρχω (2. (Lehnübersetzung) englisch flagship)


κολλάρισμα

κολλάρισμα κολλάρω + -μα


ιστορικότητα

ιστορικότητα Etymologie fehlt


επιτήδευμα

επιτήδευμα von ρ. ἐπιτηδεύω (ασχολούμαι με κάτι)


ειρωνεύομαι

ειρωνεύομαι altgriechisch εἰρωνεύομαι


διαπραγματεύομαι

διαπραγματεύομαι Koine-Griechisch διαπραγματεύομαι (: κερδίζω από εμπορική συναλλαγή) και (Lehnbedeutung) französisch négocier


βάσις


αναστατώνω

αναστατώνω ἀναστατώνω και (μεσαιωνικό) ἀναστατῶ και ἀνασταίνω (σηκώνω όρθιο) οπότε και διαχωρίσθηκαν νοηματικά οι οικογένειες όσων λέξεων συγγένευαν εννοιολογικά με την ανάσταση(σηκώνω + στατώ) και σε όσες συγγένευαν με την αναστάτωση (ανακατεύω) και το ἀναστατόω altgriechisch ἀναστατέω-ἀναστατῶ (καταστρέφω, ξεσπιτώνω, αναγκάζω κάποιον να ξεσηκωθεί von σπίτι του) ἀνίστημι και ἀνίσταμαι ἄνω + ἵστημι


πύον


ξεγελώ

ξεγελώ mittelgriechisch ἐκγελῶ


μπαγλαμάς

μπαγλαμάς türkisch bağlama (το σάζι)


μεγαλοπρέπεια

μεγαλοπρέπεια altgriechisch μεγαλοπρέπεια μεγαλοπρεπής μεγάλος + πρέπω


εκπυρσοκρότηση

εκπυρσοκρότηση εκπυρσοκροτώ + -ση


διαμαντένιος

διαμαντένιος mittelgriechisch διαμαντένιος διαμάντι + -ένιος


δείπνος

δείπνος spätgriechisch δεῖπνος


αερόθερμο

αερόθερμο Ελληνογενής ξένος όρος aérotherme


χωριανός

χωριανός χωριό


χοροδιδάσκαλος

χοροδιδάσκαλος Etymologie fehlt


φακή

φακή altgriechisch φακῆ


υποσμηναγός

υποσμηναγός υπο- + σμηναγός


συνισταμένη

συνισταμένη ουσιαστικοποιημένη μετοχή ενεστώτα του συνίσταμαι


ρεφρέν

ρεφρέν französisch refrain


ράμφος

ράμφος altgriechisch ῥάμφος


πλέξη

πλέξη Etymologie fehlt


ορυκτέλαιο

ορυκτέλαιο ορυκτό + έλαιο (= λάδι)


μποτιλιάρισμα

μποτιλιάρισμα μποτιλιάρω + -μα ((Lehnübersetzung) französisch embouteillage)


μάραθον


κτηματαγορά

κτηματαγορά κτήμα + αγορά


κοσμώ

κοσμώ altgriechisch κοσμῶ


κινηματοθέατρο

κινηματοθέατρο Etymologie fehlt


καθισιό

καθισιό κάθομαι


επιβίβαση

επιβίβαση επιβιβάζω + -ση


εκ

εκ altgriechisch έκ


δεκάδα

δεκάδα altgriechisch δεκάς


απαγχονισμός

απαγχονισμός Etymologie fehlt


ανεπηρέαστος

ανεπηρέαστος Koine-Griechisch ἀνεπηρέαστος ((Lehnbedeutung) englisch unaffected)


τσιμεντοβιομηχανία

τσιμεντοβιομηχανία τσιμέντο + βιομηχανία


πέταμα

πέταμα πετώ + -μα Koine-Griechisch πετάω / πετῶ altgriechisch πετάομαι / πετάννυμι / πεταννύω / πήτνυμι proto-indogermanisch *peth₂- (πετώ)


περιστολή

περιστολή Koine-Griechisch περιστολή (ευπρέπεια)


μαίανδρος

μαίανδρος (λόγιο) Koine-Griechisch μαίανδρος altgriechisch Μαίανδρος


εξωστρέφεια

εξωστρέφεια εξωστρεφής + -εια (Lehnübersetzung) deutsch Εxtraversion


βγάλσιμο

βγάλσιμο βγάλλω altgriechisch ἐκβιβάζω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback