Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



βαριεστημάρα

βαριεστημάρα βαριεστώ + -μάρα


βαριεστίζω

βαριεστίζω βαζγεστίζω türkisch vazgeçtim, αόριστος του ρήματος vazgeçmek (εγκαταλείπω, γυρίζω πίσω) persisch باز (baz, πίσω, στα σύνθετα ρήματα) + türkisch geçmek (γυρίζω)


βαριεστώ

βαριεστώ βαριεστίζω


βαριετέ

βαριετέ französisch variété


βάριο

βάριο (entlehnt aus) neulateinisch barium altgriechisch βαρύς


βαριόμοιρος

βαριόμοιρος βαριο- ( βαρύς) + μοίρα


βαριοπούλα

βαριοπούλα Etymologie fehlt


βάρκα

βάρκα mittelgriechisch βάρκα spätlateinisch barca lateinisch baris altgriechisch βᾶρις (αντιδάνειο) altägyptisch bꜣjr (bair)[1]


βαρκάδα

βαρκάδα βάρκα + -άδα


βαρκάκι

βαρκάκι βάρκα + κατάληξη υποκοριστικού -άκι


βαρκαρόλα

βαρκαρόλα venezianisch barcarola (τραγούδι των Βενετσιάνων γονδολιέρηδων) barca (βάρκα) λατινικά barca lateinisch baris altgriechisch βᾶρις (αντιδάνειο) αρχαία αιγυπτιακά byra και bary


βαρόμετρο

βαρόμετρο französisch baromètre (ελληνογενής ξενικός όρος) Wort verwendet ab 1799


βαρονέτος

βαρονέτος italienisch baronetto spätlateinisch baro (αιτιατική: baronem)


βαρονία

βαρονία italienisch baronia spätlateinisch baro (αιτιατική: baronem)


βαρόνος

βαρόνος englisch ή französisch baron παλαιά französisch baron mittellateinisch barō φραγκική *barō (άνδρας, πολεμιστής) *barô indoeuropäisch (Wurzel) *bʰer- (φέρω, μεταφέρω)


βάρος

βάρος altgriechisch βάρος


βαρούλκο

βαρούλκο altgriechisch βαρουλκός (μηχανή) βάρος + ἕλκω


βάρσαμο

βάρσαμο spätgriechisch Katharevousa βάλσαμον


βαρύαυλος

βαρύαυλος βαρύ- + αυλός


βαρυγκόμια

βαρυγκόμια βαρυγκομώ + -ια


βαρυγκομώ

βαρυγκομώ mittelgriechisch βαρυγνωμώ βαρύγνωμος


βαρυθυμία

βαρυθυμία altgriechisch βαρυθυμία βαρύθυμος βαρύς + θυμός


βαρυθυμώ

βαρυθυμώ Koine-Griechisch βαρυθυμέω altgriechisch βαρύς + θυμός


βαρυκαρδίζω

βαρυκαρδίζω βαρυ- + καρδιά + -ίζω


βαρύμαγκας

βαρύμαγκας βαρύς + μάγκας


βαρύνω

βαρύνω altgriechisch βαρύνω βαρύς proto-indogermanisch *gʷréh₂us *gʷreh₂ (βαρύς) +‎ *-us


βαρυπενθώ

βαρυπενθώ mittelgriechisch βαρυπενθώ altgriechisch βαρυπενθής βαρύς + πένθος


βαρύς

βαρύς altgriechisch βαρύς proto-indogermanisch *gʷréh₂us *gʷreh₂ (βαρύς) +‎ *-us


βαρυστομαχιά

βαρυστομαχιά βαρύς + στομάχι + -ιά


βαρυστομαχιάζω

βαρυστομαχιάζω βαρυστομαχιά


βαρύτητα

βαρύτητα (λόγιο) altgriechisch βαρύτης von αιτιατική [[τήν|τὴν}} βαρύτητα.


βαρύτιμος

βαρύτιμος Koine-Griechisch βαρύτιμος (παρόμοια σημασία) altgriechisch βαρύτιμος


βαρυχειμωνιά

βαρυχειμωνιά βαρύς + χειμώνας


βαρώ


βασάλτης

βασάλτης französisch basalte spätlateinisch basaltes lateinisch basanites altgriechisch βασανίτης βάσανος (αντιδάνειο) altägyptisch baḫan (είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος) Η altgriechisch λέξη πέρασε στα λατινικά ως basanites στο έργο του Πλίνιου και έγινε basaltes από λάθος των αντιγραφέων του Μεσαίωνα.


βασανίζω

βασανίζω altgriechisch βασανίζω


βασανισμός

βασανισμός altgriechisch βασανισμός βασανίζω


βασανιστήριο

βασανιστήριο βασανίζω


βασανιστής

βασανιστής altgriechisch βασανιστής βασανίζω


βάσανο

βάσανο mittelgriechisch βάσανον Koine-Griechisch βάσανος αρχαία αιγυπτιακά baḫan (είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)


βάσανον

βάσανον mittelgriechisch βάσανον altgriechisch βάσανος αρχαία αιγυπτιακά baḫan (είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)


βάσανος

βάσανος (λόγιο) altgriechisch βάσανος (πέτρα στην οποία έλεγχαν τα μέταλλα)[1] altägyptisch baḫan (είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)


βάσει

βάσει Katharevousa βάσει altgriechisch βάσει, δοτική του βάσις βαίνω ((Lehnbedeutung) französisch sur la base de)


βάση

βάση altgriechisch βάσις βαίνω indoeuropäisch (Wurzel) *gʷem-


βασιβουζούκος

βασιβουζούκος türkisch başıbozuk οθωμανικά τουρκικά باشی بوزوق (κακό κεφάλι)


βασίζω

βασίζω βάση + -ίζω


βασίλεμα

βασίλεμα mittelgriechisch βασίλεμα βασίλευμα altgriechisch βασιλεύω βασιλεύς


βασιλεύς

βασιλεύς altgriechisch βασιλεύς proto-griechisch *gʷatiléus vorhellenistisch (απαντάται και στις πινακίδες της Γραμμικής Β' ως ???????????????? (qa-si-re-u), με χειλοϋπερωϊκό φθόγγο αντί του αρχικού χειλικού β)


βασιλεύω

βασιλεύω είμαι βασιλιάς altgriechisch βασιλεύω δύω mittelgriechisch.[1] siehe auch βασιλεύς, βασιλιάς


βασιλιάς

βασιλιάς altgriechisch βασιλεύς proto-griechisch *gʷatiléus vorhellenistisch


βασιλίδα

βασιλίδα βασιλίς


βασιλικά

μας περιποιήθηκαν βασιλικά


βασιλίκι

βασιλίκι mittelgriechisch βασιλίκι βασιλικός


βασιλικός

βασιλικός altgriechisch βασιλικός


βασιλίσκος

βασιλίσκος altgriechisch , υποκοριστικό του βασιλεύς


βασίλισσα

βασίλισσα βασιλιάς + κατάληξη θηλυκού -ισσα


βασιλομήτωρ

βασιλομήτωρ βασιλο- + -μήτωρ


βασιλόπιτα

βασιλόπιτα βασιλό- ( του Αγίου Βασιλείου)+ πίτα


βασιλοπούλα

βασιλοπούλα βασιλόπουλο


βασιλόπουλο

βασιλόπουλο βασιλιάς + -πουλο


βασιμότητα

βασιμότητα βάσιμος + -ότητα


βάσις


βασκαίνω

βασκαίνω altgriechisch βασκαίνω βάσκανος


βασκανία

βασκανία altgriechisch


βάσκανος

βάσκανος altgriechisch βάσκανος


βάσταγμα

βάσταγμα altgriechisch βάσταγμα βαστάζω


βαστάζος

βαστάζος altgriechisch βαστάζων, μετοχή του βαστάζω


βαστάζω

βαστάζω altgriechisch βαστάζω


βαστώ

βαστώ mittelgriechisch βαστῶ → και δείτε τη λέξη: βαστάω


βατ

βατ (ορθογραφικό δάνειο) englisch watt,von όνομα του Σκοτσέζου μηχανικού James Watt (Τζέιμς Βαττ)


βάτα

βάτα venezianisch ovata (ιταλικά ovatta)


βάτεμα

βάτεμα βατεύω


βατεύω

βατεύω spätgriechisch βατεύω


βατήρας

βατήρας altgriechisch βατήρ


βατίστα

βατίστα italienisch batista französisch batiste Baptiste Koine-Griechisch βαπτιστής (αντιδάνειο) altgriechisch βαπτίζω


βατομουριά

βατομουριά βατόμουρο


βατόμουρο

βατόμουρο βάτος + μούρο


βατραχάνθρωπος

βατραχάνθρωπος βάτραχος +άνθρωπος (Lehnübersetzung) englisch frogman


βατράχι

βατράχι altgriechisch βατράχιον, υποκοριστικό του βάτραχος


βατραχοπέδιλο

βατραχοπέδιλο βατραχάνθρωπος + -ο- + πέδιλο


βάτραχος

βάτραχος altgriechisch βάτραχος


βατσέλι

βατσέλι italienisch vascello lateinisch vascellum vasculum, υποκοριστικό του vas / vasum


βατσίνα

βατσίνα italienisch vaccina


βατσινιάζω

βατσινιάζω venezianisch vacina (εμβόλιο)


βαττολογώ

βαττολογώ Koine-Griechisch βαττολογέω / βαττολογῶ


βατώδης

βατώδης Koine-Griechisch βατώδης altgriechisch βάτος + -ώδης


βαυκαλίζω

βαυκαλίζω Koine-Griechisch βαυκαλίζω ("νανουρίζω")[1] altgriechisch βαυκαλάω


βαφή

βαφή altgriechisch


βαφιάς

βαφιάς βαφέας


βαφτίζω

βαφτίζω βαπτίζω


βάφτιση

βάφτιση Koine-Griechisch βάπτισις (παρόμοια σημασία) altgriechisch βάπτισις βαπτίζω βάπτω proto-indogermanisch *gʷabʰ-


βαφτίσια

βαφτίσια Mehrzahl von βαφτίσι πιθανόν mittelgriechisch βαφτίσιν (με [pt] > [ft]) altgriechisch : απαρέμφατο βαπτίσειν [1]


βαφτισιμιός

βαφτισιμιός Etymologie fehlt


βάφτισμα


βαφτιστήρι

βαφτιστήρι Etymologie fehlt


βαφτιστικός

βαφτιστικός Koine-Griechisch βαπτιστικός


βάφω

βάφω mittelgriechisch βάφω altgriechisch βάπτω (βυθίζω κάτι σε μπογιά ώστε να πάρει αυτό το χρώμα) βάπτω (βυθίζω)


βαχ

βαχ türkisch vah persisch واه (vāh)


βάψιμο

βάψιμο Etymologie fehlt


βγάζω

βγάζω mittelgriechisch βγάζω / ἐβγάζω altgriechisch ἐκβιβάζω ἐκ + βιβάζω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback