βαφτίζω Verb  [vaftizo, baftizw]

  Verb
(2)

Etymologie zu βαφτίζω

βαφτίζω βαπτίζω


GriechischDeutsch
"Εγώ βαφτίζω με νερό, αλλά αυτός θα σας βαφτίσει... με το 'γιο Πνεύμα. "Denn ich taufe mit Wasser. Aber er wird euch mit dem Heiligen Geist taufen.

Übersetzung nicht bestätigt

Όπως εγώ να βαφτίζω το κοριτσάκι σου.Wie ich auch dein kleines Mädchen nicht taufen kann.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

Grammatik zu βαφτίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βαφτίζωβαφτίζουμε, βαφτίζομεβαφτίζομαιβαφτιζόμαστε
βαφτίζειςβαφτίζετεβαφτίζεσαιβαφτίζεστε, βαφτιζόσαστε
βαφτίζειβαφτίζουν(ε)βαφτίζεταιβαφτίζονται
Imper
fekt
βάφτιζαβαφτίζαμεβαφτιζόμουν(α)βαφτιζόμαστε, βαφτιζόμασταν
βάφτιζεςβαφτίζατεβαφτιζόσουν(α)βαφτιζόσαστε, βαφτιζόσασταν
βάφτιζεβάφτιζαν, βαφτίζαν(ε)βαφτιζόταν(ε)βαφτίζονταν, βαφτιζόντανε, βαφτιζόντουσαν
Aoristβάφτισαβαφτίσαμεβαφτίστηκαβαφτιστήκαμε
βάφτισεςβαφτίσατεβαφτίστηκεςβαφτιστήκατε
βάφτισεβάφτισαν, βαφτίσαν(ε)βαφτίστηκεβαφτίστηκαν, βαφτιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βαφτίσει
έχω βαφτισμένο
έχουμε βαφτίσει
έχουμε βαφτισμένο
έχω βαφτιστεί
είμαι βαφτισμένος, -η
έχουμε βαφτιστεί
είμαστε βαφτισμένοι, -ες
έχεις βαφτίσει
έχεις βαφτισμένο
έχετε βαφτίσει
έχετε βαφτισμένο
έχεις βαφτιστεί
είσαι βαφτισμένος, -η
έχετε βαφτιστεί
είστε βαφτισμένοι, -ες
έχει βαφτίσει
έχει βαφτισμένο
έχουν βαφτίσει
έχουν βαφτισμένο
έχει βαφτιστεί
είναι βαφτισμένος, -η, -ο
έχουν βαφτιστεί
είναι βαφτισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βαφτίσει
είχα βαφτισμένο
είχαμε βαφτίσει
είχαμε βαφτισμένο
είχα βαφτιστεί
ήμουν βαφτισμένος, -η
είχαμε βαφτιστεί
ήμαστε βαφτισμένοι, -ες
είχες βαφτίσει
είχες βαφτισμένο
είχατε βαφτίσει
είχατε βαφτισμένο
είχες βαφτιστεί
ήσουν βαφτισμένος, -η
είχατε βαφτιστεί
ήσαστε βαφτισμένοι, -ες
είχε βαφτίσει
είχε βαφτισμένο
είχαν βαφτίσει
είχαν βαφτισμένο
είχε βαφτιστεί
ήταν βαφτισμένος, -η, -ο
είχαν βαφτιστεί
ήταν βαφτισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βαφτίζωθα βαφτίζουμε, θα βαφτίζομεθα βαφτίζομαιθα βαφτιζόμαστε
θα βαφτίζειςθα βαφτίζετεθα βαφτίζεσαιθα βαφτίζεστε, θα βαφτιζόσαστε
θα βαφτίζειθα βαφτίζουν(ε)θα βαφτίζεταιθα βαφτίζονται
Fut
ur
θα βαφτίσωθα βαφτίσουμε, θα βαφτίζομεθα βαφτιστώθα βαφτιστούμε
θα βαφτίσειςθα βαφτίσετεθα βαφτιστείςθα βαφτιστείτε
θα βαφτίσειθα βαφτίσουν(ε)θα βαφτιστείθα βαφτιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βαφτίσει
θα έχω βαφτισμένο
θα έχουμε βαφτίσει
θα έχουμε βαφτισμένο
θα έχω βαφτιστεί
θα είμαι βαφτισμένος, -η
θα έχουμε βαφτιστεί
θα είμαστε βαφτισμένοι, -ες
θα έχεις βαφτίσει
θα έχεις βαφτισμένο
θα έχετε βαφτίσει
θα έχετε βαφτισμένο
θα έχεις βαφτιστεί
θα είσαι βαφτισμένος, -η
θα έχετε βαφτιστεί
θα είστε βαφτισμένοι, -ες
θα έχει βαφτίσει
θα έχει βαφτισμένο
θα έχουν βαφτίσει
θα έχουν βαφτισμένο
θα έχει βαφτιστεί
θα είναι βαφτισμένος, -η, -ο
θα έχουν βαφτιστεί
θα είναι βαφτισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βαφτίζωνα βαφτίζουμε, να βαφτίζομενα βαφτίζομαινα βαφτιζόμαστε
να βαφτίζειςνα βαφτίζετενα βαφτίζεσαινα βαφτίζεστε, να βαφτιζόσαστε
να βαφτίζεινα βαφτίζουν(ε)να βαφτίζεταινα βαφτίζονται
Aoristνα βαφτίσωνα βαφτίσουμε, να βαφτίσομενα βαφτιστώνα βαφτιστούμε
να βαφτίσειςνα βαφτίσετενα βαφτιστείςνα βαφτιστείτε
να βαφτίσεινα βαφτίσουν(ε)να βαφτιστείνα βαφτιστούν(ε)
Perfνα έχω βαφτίσει
να έχω βαφτισμένο
να έχουμε βαφτίσει
να έχουμε βαφτισμένο
να έχω βαφτιστεί
να είμαι βαφτισμένος, -η
να έχουμε βαφτιστεί
να είμαστε βαφτισμένοι, -ες
να έχεις βαφτίσει
να έχεις βαφτισμένο
να έχετε βαφτίσει
να έχετε βαφτισμένο
να έχεις βαφτιστεί
να είσαι βαφτισμένος, -η
να έχετε βαφτιστεί
να είστε βαφτισμένοι, -ες
να έχει βαφτίσει
να έχει βαφτισμένο
να έχουν βαφτίσει
να έχουν βαφτισμένο
να έχει βαφτιστεί
να είναι βαφτισμένος, -η, -ο
να έχουν βαφτιστεί
να είναι βαφτισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβάφτιζεβαφτίζετεβαφτίζεστε
Aoristβάφτισεβαφτίστεβαφτίσουβαφτιστείτε
Part
izip
Presβαφτίζονταςβαφτιζόμενος
Perfέχοντας βαφτίσει, έχοντας βαφτισμένοβαφτισμένος, -η, -οβαφτισμένοι, -ες, -α
InfinAoristβαφτίσειβαφτιστεί





Griechische Definition zu βαφτίζω

βαφτίζω [vaftízo] -ομαι & (σπάν.) βαπτίζω [vaptízo] -ομαι : 1α. (για παπά και με επέκταση για το νονό ή τους συγγενείς του παιδιού) τελώ το μυστήριο της βαπτίσεως: Ποιος θα σας βαφτίσει το παιδί; Δυο χρονώ παιδί και δεν το ΄χουν ακόμα βαφτισμένο. || (επέκτ.) δίνω όνομα κατά τη διάρκεια της βάφτισης: Πώς θα το βαφτίσετε το παιδί; ΦΡ τρελός παπάς* σε βάφτισε. β. (συνήθ. παθ.) γίνομαι χριστιανός: Στα χρόνια του Aποστόλου Παύλου βαφτίστηκαν πολλοί ειδωλολάτρες. || Ο Iησούς βαφτίστηκε από τον Iωάννη, απαλλάχτηκε από το προπατορικό αμάρτημα [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback