Griechisch | Deutsch |
---|---|
"Εγώ βαφτίζω με νερό, αλλά αυτός θα σας βαφτίσει... με το 'γιο Πνεύμα. " | Denn ich taufe mit Wasser. Aber er wird euch mit dem Heiligen Geist taufen. Übersetzung nicht bestätigt |
Όπως εγώ να βαφτίζω το κοριτσάκι σου. | Wie ich auch dein kleines Mädchen nicht taufen kann. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | βαφτίζω | βαφτίζουμε, βαφτίζομε | βαφτίζομαι | βαφτιζόμαστε |
βαφτίζεις | βαφτίζετε | βαφτίζεσαι | βαφτίζεστε, βαφτιζόσαστε | ||
βαφτίζει | βαφτίζουν(ε) | βαφτίζεται | βαφτίζονται | ||
Imper fekt | βάφτιζα | βαφτίζαμε | βαφτιζόμουν(α) | βαφτιζόμαστε, βαφτιζόμασταν | |
βάφτιζες | βαφτίζατε | βαφτιζόσουν(α) | βαφτιζόσαστε, βαφτιζόσασταν | ||
βάφτιζε | βάφτιζαν, βαφτίζαν(ε) | βαφτιζόταν(ε) | βαφτίζονταν, βαφτιζόντανε, βαφτιζόντουσαν | ||
Aorist | βάφτισα | βαφτίσαμε | βαφτίστηκα | βαφτιστήκαμε | |
βάφτισες | βαφτίσατε | βαφτίστηκες | βαφτιστήκατε | ||
βάφτισε | βάφτισαν, βαφτίσαν(ε) | βαφτίστηκε | βαφτίστηκαν, βαφτιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω βαφτίσει έχω βαφτισμένο | έχουμε βαφτίσει έχουμε βαφτισμένο | έχω βαφτιστεί είμαι βαφτισμένος, -η | έχουμε βαφτιστεί είμαστε βαφτισμένοι, -ες | |
έχεις βαφτίσει έχεις βαφτισμένο | έχετε βαφτίσει έχετε βαφτισμένο | έχεις βαφτιστεί είσαι βαφτισμένος, -η | έχετε βαφτιστεί είστε βαφτισμένοι, -ες | ||
έχει βαφτίσει έχει βαφτισμένο | έχουν βαφτίσει έχουν βαφτισμένο | έχει βαφτιστεί είναι βαφτισμένος, -η, -ο | έχουν βαφτιστεί είναι βαφτισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα βαφτίσει είχα βαφτισμένο | είχαμε βαφτίσει είχαμε βαφτισμένο | είχα βαφτιστεί ήμουν βαφτισμένος, -η | είχαμε βαφτιστεί ήμαστε βαφτισμένοι, -ες | |
είχες βαφτίσει είχες βαφτισμένο | είχατε βαφτίσει είχατε βαφτισμένο | είχες βαφτιστεί ήσουν βαφτισμένος, -η | είχατε βαφτιστεί ήσαστε βαφτισμένοι, -ες | ||
είχε βαφτίσει είχε βαφτισμένο | είχαν βαφτίσει είχαν βαφτισμένο | είχε βαφτιστεί ήταν βαφτισμένος, -η, -ο | είχαν βαφτιστεί ήταν βαφτισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα βαφτίζω | θα βαφτίζουμε, | θα βαφτίζομαι | θα βαφτιζόμαστε | |
θα βαφτίζεις | θα βαφτίζετε | θα βαφτίζεσαι | θα βαφτίζεστε, | ||
θα βαφτίζει | θα βαφτίζουν(ε) | θα βαφτίζεται | θα βαφτίζονται | ||
Fut ur | θα βαφτίσω | θα βαφτίσουμε, | θα βαφτιστώ | θα βαφτιστούμε | |
θα βαφτίσεις | θα βαφτίσετε | θα βαφτιστείς | θα βαφτιστείτε | ||
θα βαφτίσει | θα βαφτίσουν(ε) | θα βαφτιστεί | θα βαφτιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να βαφτίζω | να βαφτίζουμε, | να βαφτίζομαι | να βαφτιζόμαστε |
να βαφτίζεις | να βαφτίζετε | να βαφτίζεσαι | να βαφτίζεστε, | ||
να βαφτίζει | να βαφτίζουν(ε) | να βαφτίζεται | να βαφτίζονται | ||
Aorist | να βαφτίσω | να βαφτίσουμε, | να βαφτιστώ | να βαφτιστούμε | |
να βαφτίσεις | να βαφτίσετε | να βαφτιστείς | να βαφτιστείτε | ||
να βαφτίσει | να βαφτίσουν(ε) | να βαφτιστεί | να βαφτιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω βαφτίσει | να έχουμε βαφτίσει | να έχω βαφτιστεί | να έχουμε βαφτιστεί | |
να έχεις βαφτίσει | να έχετε βαφτίσει | να έχεις βαφτιστεί | να έχετε βαφτιστεί | ||
να έχει βαφτίσει | να έχουν βαφτίσει | να έχει βαφτιστεί | να έχουν βαφτιστεί | ||
Imper ativ | Pres | βάφτιζε | βαφτίζετε | βαφτίζεστε | |
Aorist | βάφτισε | βαφτίστε | βαφτίσου | βαφτιστείτε | |
Part izip | Pres | βαφτίζοντας | βαφτιζόμενος | ||
Perf | έχοντας βαφτίσει, έχοντας βαφτισμένο | βαφτισμένος, -η, -ο | βαφτισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | βαφτίσει | βαφτιστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | taufe | ||
du | taufst | |||
er, sie, es | tauft | |||
Präteritum | ich | taufte | ||
Konjunktiv II | ich | taufte | ||
Imperativ | Singular | tauf! taufe! | ||
Plural | tauft! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
getauft | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:taufen |
βαφτίζω [vaftízo] -ομαι & (σπάν.) βαπτίζω [vaptízo] -ομαι : 1α. (για παπά και με επέκταση για το νονό ή τους συγγενείς του παιδιού) τελώ το μυστήριο της βαπτίσεως: Ποιος θα σας βαφτίσει το παιδί; Δυο χρονώ παιδί και δεν το ΄χουν ακόμα βαφτισμένο. || (επέκτ.) δίνω όνομα κατά τη διάρκεια της βάφτισης: Πώς θα το βαφτίσετε το παιδί; ΦΡ τρελός παπάς* σε βάφτισε. β. (συνήθ. παθ.) γίνομαι χριστιανός: Στα χρόνια του Aποστόλου Παύλου βαφτίστηκαν πολλοί ειδωλολάτρες. || Ο Iησούς βαφτίστηκε από τον Iωάννη, απαλλάχτηκε από το προπατορικό αμάρτημα [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.