Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αυτοσαρκασμός

αυτοσαρκασμός αυτο- + σαρκασμός


αυτοσατιρισμός

αυτοσατιρισμός αυτο- + σατιρισμός


αυτοσεβασμός

αυτοσεβασμός αυτο- + σεβασμός ((Lehnübersetzung) englisch self-respect)


αυτοσκοπός

αυτοσκοπός αυτο- + σκοπός (Lehnübersetzung) deutsch Selbstzweck


αυτοστιγμεί

αυτοστιγμεί αυτο- + στιγμή + -εί


αυτοσυγκέντρωση

αυτοσυγκέντρωση αυτο- + συγκέντρωση


αυτοσυγκράτηση

αυτοσυγκράτηση αυτοσυγκρατούμαι + -ση


αυτοσυναίσθημα

αυτοσυναίσθημα αυτο- + συναίσθημα ((Lehnübersetzung) französisch Selbstgefühl[1] [2])


αυτοσυναίσθηση

αυτοσυναίσθηση αυτο- + συναίσθηση


αυτοσυνείδηση

αυτοσυνείδηση Etymologie fehlt


αυτοσυνειδησία

αυτοσυνειδησία αυτο- + συνείδηση +-ία (κατά το αυτογνωσία)


αυτοσυνειδητοποίηση

αυτοσυνειδητοποίηση αυτο- + συνειδητοποίηση


αυτοσυνειδητοποιώ

αυτοσυνειδητοποιώ αυτο- + συνειδητοποιώ


αυτοσυντήρηση

αυτοσυντήρηση αυτο- + συντήρηση (Lehnübersetzung) deutsch Selbsterhaltung


αυτοσυντηρησία

αυτοσυντηρησία αυτοσυντηρούμαι + -ία


αυτοσυντηρούμαι

αυτοσυντηρούμαι αυτο- + συντηρούμαι


αυτοσυσχέτιση

αυτοσυσχέτιση αυτο- + συσχέτιση, (Lehnübersetzung) englisch autocorrelation ή serial correlation


αυτοσχεδιάζω

αυτοσχεδιάζω altgriechisch αὐτοσχεδιάζω


αυτοσχεδίασμα

αυτοσχεδίασμα αυτοσχεδιάζω + -μα


αυτοσχεδιασμός

αυτοσχεδιασμός altgriechisch αὐτοσχεδιασμός


αυτοσχεδιαστής

αυτοσχεδιαστής altgriechisch αὐτοσχεδιαστής


αυτοσχέδιο


αυτοτέλεια

αυτοτέλεια altgriechisch αὐτοτέλεια


αυτοτελειοποίηση

αυτοτελειοποίηση αυτο- + τελειοποίηση


αυτοτελής

αυτοτελής altgriechisch αὐτοτελής αὐτός + τέλος (πλήρης, ολοκληρωμένος)


αυτοτιμωρούμαι

αυτοτιμωρούμαι αυτο- + τιμωρούμαι


αυτοτομία

αυτοτομία αυτο- + τομή


αυτοτραυματίας

αυτοτραυματίας αυτο- + τραυματίας


αυτοτραυματίζομαι

αυτοτραυματίζομαι αυτο- + τραυματίζομαι


αυτού

αυτού altgriechisch αὐτοῦ


αυτοϋπέρβαση

αυτοϋπέρβαση αυτο- + υπέρβαση


αυτουργός

αυτουργός altgriechisch αὐτουργός αὐτός + ἔργον


αυτοφαγία

αυτοφαγία (entlehnt aus) französisch autophagie Koine-Griechisch αὐτοφάγος


αυτοφυής

αυτοφυής altgriechisch αὐτοφυής


αυτόφωρο

αυτόφωρο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: αυτόφωρος


αυτοχαρακτηρίζομαι

αυτοχαρακτηρίζομαι αυτο- + χαρακτηρίζομαι


αυτοχαρακτηρισμός

αυτοχαρακτηρισμός αυτοχαρακτηρίζομαι + -μός


αυτόχειρ

αυτόχειρ altgriechisch αὐτόχειρ


αυτόχειρας

αυτόχειρας altgriechisch αὐτόχειρ αὐτός (=ο ίδιος) + χείρ


αυτοχειρί

αυτοχειρί altgriechisch αὐτοχειρί


αυτοχειρία

αυτοχειρία altgriechisch αὐτοχειρία


αυτοχειριάζομαι

αυτοχειριάζομαι αυτόχειρας + -ιάζομαι (πβ. Koine-Griechisch αὐτοχειρίζω)


αυτοχειριασμός

αυτοχειριασμός αυτοχειριάζομαι + -μός


αυτοχειροτονούμαι

αυτοχειροτονούμαι αυτο- + χειροτονούμαι


αυτόχθονας

αυτόχθονας altgriechisch αὐτόχθων


αυτοχθονισμός

αυτοχθονισμός αυτόχθων + -ισμός


αυτοχθονιστής

αυτοχθονιστής αυτοχθονισμός + -ιστής


αυτόχθονος


αυτόχθων

αυτόχθων altgriechisch αὐτόχθων αὐτός + χθών, χθονός (=γη)


αυτοχρηματοδότηση

αυτοχρηματοδότηση αυτο- + χρηματοδότηση (Lehnübersetzung) deutsch Selbstfinanzierung


αυτοχρηματοδοτούμαι

αυτοχρηματοδοτούμαι αυτοχρηματοδότηση + -ούμαι (αναδρομικός σχηματισμός)


αυτοψία

αυτοψία Koine-Griechisch αὐτοψία αὐτός + ὄψις


αυχένας

αυχένας altgriechisch αὐχήν


αφαγία

αφαγία α- + έφαγα + -ία


αφαγιά

αφαγιά αφαγία


αφάγωτος

αφάγωτος στερητικό α- + φαγώνομαι


αφαίμαξη

αφαίμαξη Koine-Griechisch ἀφαίμαξις


αφαιμάσσω

αφαιμάσσω αφ- + αιμάσσω


αφαιρεμένος

αφαιρεμένος Passiv Perfekt von αφαιρώ


αφαίρεση

αφαίρεση altgriechisch ἀφαίρεσις


αφαιρετέος

αφαιρετέος altgriechisch ἀφαιρετέος


αφαιρέτης

αφαιρέτης Koine-Griechisch ἀφαιρέτης


αφαιρετική


αφαιρώ

αφαιρώ altgriechisch ἀφαιρέω - ἀφαιρῶ ἀπό + αἱρέω-ῶ


αφαλάτωση

αφαλάτωση αφ-αλατώ(νω) + -ση, (Lehnübersetzung) französisch dessalement


αφάλι

αφάλι Etymologie fehlt


αφαλός

αφαλός altgriechisch ὀμφαλός


αφάνα

αφάνα Koine-Griechisch ἀφάνα (άγνωστης ετυμολογίας)


αφανάτιστος

αφανάτιστος α- + φανατίζω + -τος französisch fanatiser lateinisch fanaticus fanum proto-italienisch *fasno- indoeuropäisch (Wurzel) *dʰh₁s-no-


αφάνεια

αφάνεια altgriechisch ἀφάνεια


αφανής

altgriechisch αφανής στερητικό α- + -φανής ( φαίνομαι)


αφανίζω

αφανίζω altgriechisch ἀφανίζω


αφάνισμα

αφάνισμα αφανίζω + -μα


αφανισμός

αφανισμός Koine-Griechisch ἀφανισμός altgriechisch ἀφανίζω ἀφανής + -ίζω


αφανιστής

αφανιστής Koine-Griechisch ἀφανιστής


άφαντα


αφαρπάζω

αφαρπάζω ‹ από + αρπάζω ‹ ινδοευρ. ρ. *srp- = λεηλατώ


αφασία

αφασία altgriechisch ἀφασία


άφατος

άφατος α- στερητικό + -φατος φα- συνεσταλμένη βαθμίδα του θέματος του ρ. φημί (λέγω)


Αφγανιστάν

Αφγανιστάν Etymologie fehlt


αφέλεια

αφέλεια altgriechisch ἀφέλεια


αφελής

αφελής altgriechisch ἀφελής


αφελληνίζω

αφελληνίζω αφ- ( από) + ελληνίζω


αφελληνισμός

αφελληνισμός αφελληνίζω + -μός


αφελώς

αφελώς altgriechisch ἀφελῶς


αφενός

αφενός → siehe: ἀπό και εἷς


αφεντάνθρωπος

αφεντάνθρωπος mittelgriechisch αφεντάνθρωπος αφέντης + άνθρωπος


αφεντεύω

αφεντεύω mittelgriechisch αφεντεύω αφέντης


αφέντης

αφέντης altgriechisch αὐθέντης


αφεντιά

αφεντιά mittelgriechisch αφεντιά Koine-Griechisch αὐθεντία


αφεντικά


αφεντικό

αφεντικό substantiviertes Neutrum des Adjektivs: αφεντικός


αφεντικός

αφεντικός mittelgriechisch ἀφεντικός Koine-Griechisch αὐθεντικός altgriechisch αὐθέντης[1] / αὐτοέντης αὐτός +‎ *ἕντης ( proto-indogermanisch *senh₁-: ετοιμάζω, επιτυγχάνω)


αφέντισσα

αφέντισσα αφέντης + κατάληξη θηλυκού -ισσα


αφεντοχωριάτης

αφεντοχωριάτης αφέντης + -ο- + χωριάτης


αφέντρα

αφέντρα αφέντης + κατάληξη θηλυκού -τρα


αφερέγγυος

αφερέγγυος Etymologie fehlt


αφερεγγυότητα

αφερεγγυότητα αφερέγγυος + -ότητα


άφεριμ

άφεριμ ή αφερίμ türkisch aferim persisch آفرین (âfarin, "μπράβο" "εύγε")


αφερματίζω

αφερματίζω αφ- + έρμα + -ίζω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback