Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αποσυσχέτιση

αποσυσχέτιση αποσυσχετίζω + -ση


αποσυσχετισμός

αποσυσχετισμός αποσυσχετίζω + -μός


αποσχηματίζω

αποσχηματίζω Koine-Griechisch ἀποσχηματίζω


αποσχηματισμός

αποσχηματισμός αποσχηματίζω + -μός


αποσχίζομαι

αποσχίζομαι altgriechisch ἀποσχίζομαι, Passiv von ἀποσχίζω


αποσχίζω

αποσχίζω altgriechisch ἀποσχίζω ἀπό + σχίζω proto-griechisch *skʰídyō proto-indogermanisch *ski-d- / *skeyd- (χωρίζω, διαιρώ) *skey (χωρίζω, ανατέμνω)


απόσχιση

απόσχιση altgriechisch ἀπόσχισις ἀποσχίζω ἀπό + σχίζω proto-griechisch *skʰídyō indoeuropäisch (Wurzel) *ski-d- / *skeyd- (χωρίζω, διαιρώ) *skey (χωρίζω, ανατέμνω)


αποσχιστής

αποσχιστής αποσχίζω + -τής


αποσώνω

αποσώνω altgriechisch ἀποσώζω


απότακτος

απότακτος altgriechisch ἀπότακτος


αποταμίευμα

αποταμίευμα αποταμιεύω + -μα


αποταμίευση

αποταμίευση Katharevousa αποταμίευσις αποταμιεύω + -σις Koine-Griechisch ἀποταμιεύομαι altgriechisch ταμιεύω ταμιεῖον ταμίας


αποταμιευτής

αποταμιευτής αποταμιεύω + -τής


αποταμιεύω

αποταμιεύω Koine-Griechisch ἀποταμιεύω / ἀποταμιεύομαι ἀπό + altgriechisch ταμιεύω ταμίας τέμνω proto-indogermanisch *tm̥-n-h₂- *temh₂- ‎(κόβω)


απόταξη

απόταξη altgriechisch ἀπόταξις


αποτάσσω

αποτάσσω altgriechisch ἀποτάσσω ἀπό + τάσσω


αποταχθείς

αποταχθείς altgriechisch ἀποταχθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος αποτάσσω


αποτείνω

αποτείνω altgriechisch ἀποτείνω ἀπό + τείνω


αποτελειώνω

αποτελειώνω Etymologie fehlt


αποτέλεσμα

αποτέλεσμα altgriechisch ἀποτέλεσμα ἀποτελέω / ἀποτελῶ ἀπό + τελέω / τελῶ τέλος indoeuropäisch (Wurzel) *kʷel- (2. (Lehnbedeutung) französisch résultats)


αποτελεσματικά

αποτελεσματικά αποτελεσματικός


αποτελεσματικότητα

αποτελεσματικότητα αποτελεσματικός + -ότητα


αποτελματώνω

αποτελματώνω αποτελμάτωση + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός)


αποτελμάτωση

αποτελμάτωση απο- + τέλμα + -ώση ((Lehnübersetzung) französisch stagnation)


αποτελώ

αποτελώ altgriechisch ἀποτελέω / ἀποτελῶ ἀπό + τελέω / τελῶ


αποτεφρώνω

αποτεφρώνω ἀποτεφρόω ἀπό + τεφρόω τέφρα + -όω (>-ώνω)


αποτέφρωση

αποτέφρωση αποτεφρώνω + -ση Koine-Griechisch ἀποτεφρόω / ἀποτεφρῶ ἀπό altgriechisch τέφρα


αποτεφρωτήρας

αποτεφρωτήρας ρήμα αποτεφρώνω (αποτεφρω-) + επίθημα -τήρας


αποτίμηση

αποτίμηση Koine-Griechisch ἀποτίμησις altgriechisch ἀποτιμάω ἀπό + τιμάω


αποτιμώ

αποτιμώ Katharevousa ἀποτιμῶ altgriechisch ἀποτιμάω - ἀποτιμῶ ἀπό + τιμάω-ῶ


αποτινάζω

αποτινάζω altgriechisch ἀποτινάσσω ἀπό + τινάσσω


αποτίναξη

αποτίναξη αποτινάσσω / αποτινάζω + -ση


αποτινάσσω

αποτινάσσω altgriechisch ἀποτινάσσω ἀπό + τινάσσω


αποτίνω

αποτίνω altgriechisch ἀποτίνω (ξεπληρώνω) ἀπό + τίνω (πληρώνω τίμημα). Ο μέλλοντας τίσω και ο αόριστος ἔτισα συνέπιπταν με αυτούς του ρήματος τίω (υπολογίζω αξία, τιμώ) που δεν είναι ετυμολογικά συγγενές. Η σύγχυση των δύο μορφών -τίνω και -τίω, von αρχαιότητα έως και σήμερα[1][2]


απότιση

απότιση Koine-Griechisch ἀπότισις / ἀπότεισις altgriechisch ἀποτίνω ἀπό + τίνω (με επιρροή και του ρήματος τίω)


απότιστος

απότιστος Koine-Griechisch ἀπότιστος


αποτιτάνωση

αποτιτάνωση αποτιτάνωσις (Katharevousa) από + Koine-Griechisch τιτανοῦμαι


αποτίω

αποτίω → siehe: αποτίνω


απότμημα

απότμημα Koine-Griechisch ἀπότμημα altgriechisch ἀποτέμνω ἀπό + τέμνω


αποτολμιά

αποτολμιά mittelgriechisch αποτολμιά αποτολμώ


αποτολμώ

αποτολμώ altgriechisch ἀποτολμάω / ἀποτολμῶ ἀπό + τολμάω / τολμῶ


απότομα

απότομα απότομος + -α


απότομο


απότομος

απότομος altgriechisch ἀπότομος ἀπό + τέμνω (3. (Lehnbedeutung) französisch brusque)


αποτοξινώνω

αποτοξινώνω απο- + τοξίνη + -ώνω (entlehnt aus) französisch toxine toxique lateinisch toxicum altgriechisch τοξικόν, Maskulinum von τοξικός τόξον ((Lehnübersetzung) englisch detoxify)


αποτοξίνωση

αποτοξίνωση αποτοξινώνω + -ση ((Lehnübersetzung) englisch detoxification)


αποτράβηγμα

αποτράβηγμα αποτραβώ + -μα


αποτραβηγμένα

αποτραβηγμένα αποτραβηγμένος + -α


αποτραβηγμένος

αποτραβηγμένος Passiv Perfekt von αποτραβώ


αποτραβώ

αποτραβώ απο- + τραβώ mittelgriechisch τραβώ τραβίζω ταυρίζω ταύρος altgriechisch ταῦρος indoeuropäisch (Wurzel) *táwros


αποτρεπτικό


αποτρεπτικότητα

αποτρεπτικότητα αποτρεπτικός + -ότητα


αποτρέπω

αποτρέπω altgriechisch ἀποτρέπω ἀπό + τρέπω


αποτριχώνω

αποτριχώνω αποτρίχωση + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός) mittelgriechisch αποτρίχωσις αποτρίχω Koine-Griechisch ἀπότριχος ἀπό + altgriechisch θρίξ


αποτρίχωση

αποτρίχωση mittelgriechisch αποτρίχωσις αποτρίχω Koine-Griechisch ἀπότριχος ἀπό + altgriechisch θρίξ ((Lehnübersetzung) französisch épilation)


αποτριχωτικό

αποτριχωτικό substantiviertes Neutrum des Adjektivs: αποτριχωτικός


αποτρόπαια

αποτρόπαια αποτρόπαιος + -α


αποτρόπαιος

αποτρόπαιο έγκλημα, αποτρόπαιο βίντεο


αποτροπή

αποτροπή altgriechisch ἀποτροπή


αποτροπιάζω

αποτροπιάζω Koine-Griechisch ἀποτροπιάζω


αποτροπιασμός

αποτροπιασμός Koine-Griechisch ἀποτροπιασμός (που σήμαινε: τελετή για την αποτροπή του κακού) (Lehnbedeutung) französisch exécration


αποτροπιαστικά


αποτρύγι

αποτρύγι αποτρυγώ + -ι


αποτρυγίδι

αποτρυγίδι αποτρυγώ + -ίδι


αποτρυγώ

αποτρυγώ Koine-Griechisch ἀποτρυγάω / ἀποτρυγῶ ἀπό + altgriechisch τρυγάω / τρυγῶ τρύγη


αποτσάμπι

αποτσάμπι απο- + τσαμπί mittelgriechisch αποτσάμπι βενετικά zambin, υποκοριστικό του zamba (κνήμη ζώου)


αποτσίγαρο

αποτσίγαρο von πρόθεση από και το ουσιαστικό τσιγάρο


αποτυγχάνω

αποτυγχάνω altgriechisch ἀποτυγχάνω ἀπό + τυγχάνω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰewgʰ- (παράγω, δύναμαι, πετυχαίνω)


αποτυμπανισμός

αποτυμπανισμός Koine-Griechisch ἀποτυμπανισμός


αποτύπωμα

αποτύπωμα altgriechisch ἀποτύπωμα ((Lehnbedeutung) französisch empreinte)


αποτυπώνω

αποτυπώνω Koine-Griechisch ἀποτυπόω / ἀποτυπῶ


αποτύπωση

αποτύπωση Koine-Griechisch ἀποτύπωσις


αποτυχαίνω

αποτυχαίνω αποτυγχάνω altgriechisch ἀποτυγχάνω


αποτυχημένα

αποτυχημένα αποτυχημένος + -α


αποτυχημένος

αποτυχημένος Passiv Perfekt von αποτυχαίνω ή αποτυγχάνω


αποτυχία

αποτυχία altgriechisch ἀποτυχία ἀποτυγχάνω ἀπό + τυγχάνω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰewgʰ- (παράγω, δύναμαι, πετυχαίνω)


αποτυχών

αποτυχών altgriechisch ἀποτυχών, μετοχή αορίστου β' του ἀποτυγχάνω


απούντο

απούντο italienisch appunto


απουσία

απουσία altgriechisch ἀπουσία


απουσιάζω

απουσιάζω altgriechisch ἀπουσία


απουσιολόγιο

απουσιολόγιο απουσι(α) + -ο- + -λόγιο


απουσιολόγος

απουσιολόγος απουσί(α) + -ο- + -λόγος


αποφάγι

αποφάγι mittelgriechisch αποφάγι(ν) αποφαγείν altgriechisch ἀπέφαγον, αόριστος του ἀπεσθίω


αποφαγούδι

αποφαγούδι αποφάγι + -ούδι mittelgriechisch αποφάγι(ν) αποφαγείν altgriechisch ἀπέφαγον, αόριστος του ἀπεσθίω


αποφάι

αποφάι αποφάγι mittelgriechisch αποφάγι(ν) αποφαγείν altgriechisch ἀπέφαγον, αόριστος του ἀπεσθίω


αποφαίνομαι

αποφαίνομαι altgriechisch ἀποφαίνομαι, μέσος τύπος του ἀποφαίνω (στη φράση ἀποφαίνομαι γνώμην)


αποφαλακρώνω

αποφαλακρώνω altgriechisch ἀποφαλακρόω ἀπό + φαλακρός φαλός (φάω) + ἄκρος


αποφαλάκρωση

αποφαλάκρωση ἀποφαλάκρωσις ἀποφαλακρόω/ἀποφαλακρῶ ἀπό + φαλακρός φαλός (φάω) + ἄκρος


απόφανση

απόφανση altgriechisch ἀπόφανσις ἀποφαίνομαι φαίνω


αποφαντικά


απόφαση

απόφαση altgriechisch ἀπόφασις ἀποφαίνω ἀπό + φαίνω


αποφασίζω

αποφασίζω mittelgriechisch αποφασίζω Koine-Griechisch ἀπόφασις altgriechisch ἀποφαίνω ἀπό + φαίνω


αποφασιστικά


αποφασιστικός

αποφασιστικός αποφασίζω + -τικός ((Lehnübersetzung) französisch décisif)


αποφασιστικότητα

αποφασιστικότητα αποφασιστικός + -ότητα


αποφέρω

αποφέρω altgriechisch ἀποφέρω ἀπό + φέρω ((Lehnbedeutung) französisch rapporter)


αποφεύγω

αποφεύγω altgriechisch ἀποφεύγω


απόφθεγμα

απόφθεγμα ἀπόφθεγμα ἀποφθέγγομαι


αποφθεγματικά


αποφλοιώνω

αποφλοιώνω απο- + φλοιός



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback