Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ακτιβισμός

ακτιβισμός französisch activisme


ακτιβιστής

ακτιβιστής απόδοση της französisch λέξης activiste


ακτιβιστικά


ακτίνα

ακτίνα Koine-Griechisch ἀκτῖνα altgriechisch ἀκτίς μέσω της αιτιατικής ἀκτῖνα


ακτινενέργεια

ακτινενέργεια Etymologie fehlt


ακτινίδιο

ακτινίδιο (entlehnt aus) neulateinisch actinidium altgriechisch ἀκτίς


ακτίνιο

ακτίνιο ακτίνα (Lehnübersetzung) englisch radian


ακτινοβολία

ακτινοβολία ελληνιστική ἀκτινοβολία


ακτινοβόλος

ακτινοβόλος altgriechisch ἀκτινοβόλος


ακτινοβολώ

ακτινοβολώ Koine-Griechisch ἀκτινοβολῶ, συνηρημένου τύπου του ἀκτινοβολέω. Συγχρονικά αναλύεται σε ακτινο- + -βολώ.[1]


ακτινογράφημα

ακτινογράφημα ακτινογραφώ


ακτινογράφηση

ακτινογράφηση Etymologie fehlt


ακτινογραφία

ακτινογραφία Etymologie fehlt


ακτινογραφικώς


ακτινογραφώ

ακτινογραφώ Etymologie fehlt


ακτινοδερματίτιδα

ακτινοδερματίτιδα ακτίνα + δερματίτιδα


ακτινοδιαγνωστική

ακτινοδιαγνωστική ακτίνα + διαγνωστική


ακτινοθεραπεία

ακτινοθεραπεία ακτίν(ες) + -ο- + -θεραπεία


ακτινοθεραπευτής

ακτινοθεραπευτής ακτινοθεραπευτική


ακτινοθεραπευτική

ακτινοθεραπευτική ακτίνα + θεραπευτική


ακτινολογία

ακτινολογία Katharevousa ἀκτινολογία (Lehnübersetzung) französisch radiologie ακτινο- + -λογία


ακτινολογικώς


ακτινολόγος

ακτινολόγος Etymologie fehlt


ακτινομετρία

ακτινομετρία ακτίνα + -μετρία (μετρώ)


ακτινόμετρο

ακτινόμετρο ακτίν(α) + -ο- + -μετρο


ακτινομυκίνη

ακτινομυκίνη englisch actinomycin, εξελληνισμένα ακτινομύκητας + -ίνη


ακτινοσκόπηση

ακτινοσκόπηση ακτινο- + -σκόπηση ((Lehnübersetzung) (γαλλικά) radioscopie)


ακτινοσκοπία

ακτινοσκοπία ακτινο- + -σκοπία ((Lehnübersetzung) (γαλλικά) radioscopie)


ακτινοσκοπώ

ακτινοσκοπώ ἀκτινοσκοπῶ


ακτινωτά

οι ριπές έφευγαν ακτινωτά


ακτινωτό


ακτογραμμή

ακτογραμμή ακτή + γραμμή


ακτογραφία

ακτογραφία ακτή + -γραφία


ακτόδρομος

ακτόδρομος ακτή + δρόμος


ακτοπλοΐα

ακτοπλοΐα ακτή + -πλοΐα


ακτοπλοϊκό


ακτοφρουρός

ακτοφρουρός ακτή + -ο- + φρουρός


ακτοφύλακας

ακτοφύλακας Katharevousa ακτοφύλαξ ακτοφυλακή + -ας


ακτοφυλακή

ακτοφυλακή Katharevousa ἀκτοφυλακή ακτ(ή) + -ο- + φυλακή (κατά το χωροφυλακή), (Lehnübersetzung) englisch coast guard


ακτωνύμιο

ακτωνύμιο ακτή + -ωνύμιο


ακυβερνησία

ακυβερνησία ελληνιστική ἀκυβερνησία


ακυβέρνητα

ακυβέρνητα επίθετο ακυβέρνητος


ακυβέρνητος

ακυβέρνητος Koine-Griechisch ἀκυβέρνητος α- (στερητικό) + -κυβερνη- ( κυβερνώ) + -τος


ακυκλοφόρητα

ακυκλοφόρητα ακυκλοφόρητος + -α


ακύμαντα

ακύμαντα ακύμαντος + -α


ακύμαντο


ακυμάτιστα

ακυμάτιστα ακυμάτιστος + -α


ακυριολεξία

ακυριολεξία α- στερητικό + κυριολεξία


ακυρολεξία

ακυρολεξία mittelgriechisch άκυρος + λέξις· Σούδα: αὐθέντης ... ἀντὶ τοῦ δεσπότης, ὅπερ ἔστιν ἀκυρολεξία.


ακυρότητα

ακυρότητα Koine-Griechisch ἀκυρότης


ακυρώνω

ακυρώνω ἀκυρώνω in Katharevousa altgriechisch ἀκυρόω


ακύρωση

ακύρωση altgriechisch ἀκύρωσις ἀκυρῶ


αρχιδιά

αρχιδιά αρχίδι + -ιά


άκωλος

1,2,3 άκωλος α- + κώλος


άλα

άλα Etymologie fehlt


αλά

αλά παρωχημένη[1] γραφή των italienisch alla. Κυρίως σε εκφράσεις με italienisch προέλευση[1] französisch à la. Γραφόταν παλαιότερα και α λα, κυρίως για γαλλικές εκφράσεις[1]


αλάβαστρο

αλάβαστρο Koine-Griechisch ἀλάβαστρον altgriechisch ἀλάβαστρος, ἀλάβαστος ( > αλάβαστρος)


αλαγαλλικά

σας ετοίμασα φασόλια σούπα αλαγαλλικά


αλαζόνας

αλαζόνας αλαζών ἀλαζών ή altgriechisch ἀλαζόνας Ἀλαζῶνες (λαός Σκυθών) (το επίθετο προέκυψε von λαό των Σκυθών ή αντιστρόφως οι Αλαζώνες και Ἀλαζόνες ως λαός ονομάσθηκαν έτσι von επίθετο ἀλαζών ἄλη)


αλαζονεία

αλαζονεία altgriechisch ἀλαζονεία ἀλαζονεύομαι ἀλαζών


αλαζονεύομαι

αλαζονεύομαι ἀλαζονεύομαι


αλαζονικά


αλαζονικός

αλαζονικός Etymologie fehlt


αλάθητα

αλάθητα αλάθητος


αλάθητο

αλάθητο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: αλάθητος


άλαλα


αλαλαγή

αλαλαγή altgriechisch ἀλαλαγή


αλαλαγμός

αλαλαγμός altgriechisch ἀλαλαγμός


αλαλάζω

αλαλάζω altgriechisch ἀλαλάζω ἀλαλαί


αλάλητα

αλάλητα αλάλητος


αλαλητό

αλαλητό Etymologie fehlt


αλαλία

αλαλία neulateinisch alalia altgriechisch λαλιά


αλαλιά

αλαλιά άλαλος + -ία


αλαλιάζω

αλαλιάζω αλαλία αλλά ίσως και αλαλάζω


αλαλομάρα

αλαλομάρα Etymologie fehlt


άλαλος

άλαλος altgriechisch ἄλαλος


αλαλούμ

αλαλούμ αρμενική աղալ (αλέθω· τοπική ενικού: աղալում: ałalum)


αλαμπουρνέζικα

αλαμπουρνέζικα substantiviertes Neutrum des Adjektivs: αλαμπουρνέζικος αλαμπουρνέζος italienisch allaburnese, απλολογία από τη φράση alla Liburnese[1] Liburni lateinisch Liburni[2], Mehrzahl von Liburnus


αλαμπρατσέτα

αλαμπρατσέτα έκραση italienisch a braccetto, υποκοριστικό του braccio (μπράτσο). Τροπή σε αλα- κατά το σχήμα άλλων ιταλικών εκφράσεων με το θηλυκό alla[1]


αλάνα

αλάνα αλάνι + -α türkisch alan παλαιοτουρκικά alaŋ prototürkisch *ala-n / *ala-ŋ arabisch عَلَن ("δημόσιος").


αλανάκι

αλανάκι αλάνης + κατάληξη υποκοριστικού -άκι αλάνι türkisch alan


αλαναρία

αλαναρία αλάνης + -αρία αλάνι türkisch alan


αλάνης

αλάνης αλάνι + -ης türkisch alan


αλάνθαστα

αλάνθαστα αλάνθαστος


αλάνι

αλάνι türkisch alan + -ι παλαιοτουρκικά alaŋ prototürkisch *ala-n / *ala-ŋ arabisch عَلَن ("δημόσιος").


αλανιάρα

αλανιάρα αλανιάρ(ης) + -α αλάνι türkisch alan


αλανιάρης

αλανιάρης αλάν(ι) + -ιάρης[1][2] türkisch alan


αλανιάρικα


αλάνικα

αλάνικα αλάνικος + -α αλάνι türkisch alan


αλανοπερίστερο

αλανοπερίστερο αλάνα + -ο- + περιστέρι + -ο


αλάργα

αλάργα italienisch alla larga largo lateinisch largus


αλαργάρω

αλαργάρω mittelgriechisch ἀλαργάρω venezianisch alargar italienisch allargare


αλάργεμα

αλάργεμα αλαργεύω + -μα italienisch alla larga


αλαργεύω

αλαργεύω αλάργα + -εύω italienisch alla larga


αλαργινά


αλαργοτάξιδος

αλαργοτάξιδος αλάργος (italienisch alla larga largo lateinisch largus) + -ο- + ταξίδι + -ος


άλας

άλας altgriechisch ἅλας


Αλάσκα

Αλάσκα αλεουτιανό Alyeska, μεγάλη γη, ήπειρος


αλατερή

αλατερή substantiviertes Femininum des Adjektivs: αλατερός


αλατερό

αλατερό substantiviertes Neutrum des Adjektivs: αλατερός



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback