Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



θαλαμάρχης

θαλαμάρχης θάλαμος + -άρχης ( άρχω)


θαλάμη

θαλάμη altgriechisch θαλάμη (σήμαινε σπηλιά, κοιλιά, φωλιά, κοίτη)


θαλαμηγός

θαλαμηγός Koine-Griechisch


θαλαμηπόλος

θαλαμηπόλος Koine-Griechisch ὁ θαλαμηπόλος (ευνούχος καμαριέρης), altgriechisch ἡ θαλαμηπόλος (η υπηρέτρια της οικοδέσποινας)[1] θάλαμος + πέλω


θαλάμι

θαλάμι altgriechisch θαλάμη (είτε με μετατροπή του τελικού φωνήεντος σε ι entweder/oder von υποκοριστικό της θαλάμιον)


θαλαμίσκος

θαλαμίσκος υποκοριστικό του θάλαμος


θάλαμος

θάλαμος (λόγιο) altgriechisch θάλαμος [1]


θαλαμοφύλακας

θαλαμοφύλακας θάλαμος + φύλακας


θάλασσα

θάλασσα altgriechisch θάλασσα


θαλασσαετός

θαλασσαετός θάλασσα + αετός


θαλασσασφάλεια

θαλασσασφάλεια Etymologie fehlt


θαλασσινά

πάμε στην ψαροταβέρνα να φάμε θαλασσινά


θαλασσινός

θαλασσινός θάλασσα + -ινός


θαλάσσιος

θαλάσσιος altgriechisch θαλάσσιος και θαλάττιος (ο ναυτικός, ο θαλασσινός) θάλασσα και θάλαττα


θαλασσογραφία

θαλασσογραφία θάλασσα + -γραφία ( γράφω, ζωγραφίζω)


θαλασσοδάνειο

θαλασσοδάνειο θάλασσα + -ο- + δάνειο (von κακή συμπεριφορά ορισμένων εφοπλιστών να δανείζονται και να χρησιμοποιούν μικρό, μόνο, μέρος των χρημάτων για την αγορά πλοίων τα οποία παροπλίζονταν ή ναυαγούσαν με αποτέλεσμα να μην επιστρέφουν τα χρήματα στον δανειοδότη)


θαλασσοδέρνω

θαλασσοδέρνω θάλασσα + -ο- + δέρνω


θαλασσοκρατία

θαλασσοκρατία (λόγιο) Koine-Griechisch θαλασσοκρατία[1] altgriechisch θαλασσοκρατέω. Συγχρονικά αναλύεται σε θαλασσο- + -κρατία


θαλασσοκράτορας

θαλασσοκράτορας altgriechisch θαλασσοκράτωρ


θαλασσοκρατορία

θαλασσοκρατορία altgriechisch θαλασσοκράτωρ + -ία


θαλασσόλυκος

θαλασσόλυκος θαλασσό- + λύκος


θαλασσομάχος

θαλασσομάχος θάλασσα + μάχομαι.


θαλασσόνερο

θαλασσόνερο Etymologie fehlt


θαλασσοπλοΐα

θαλασσοπλοΐα Etymologie fehlt


θαλασσοπνίγομαι

θαλασσοπνίγομαι Etymologie fehlt


θαλασσοπόρος

θαλασσοπόρος θάλασσα + -πόρος (πορεύομαι)


θαλασσοπούλι

θαλασσοπούλι θάλασσα + πουλί


θαλασσοταραχή

θαλασσοταραχή θάλασσ(α) + -ο- + ταραχή


θαλάσσωμα

θαλάσσωμα θαλασσώνω + -μα


θαλασσώνω

θαλασσώνω θάλασσ(α) + -ώνω. Διαφορετικό το αρχαίο θαλασσόω.


θαλερός

θαλερός altgriechisch θαλερός θάλλω


θαλερότητα

θαλερότητα Katharevousa θαλερότης altgriechisch θαλερός + -ότης/-ότητα


θαλιδομίδη

θαλιδομίδη deutsch Thalidomid + -η


θάλλω

θάλλω altgriechisch θάλλω (θάλ-jω/θάλ-νω) (ανθώ, βλασταίνω)


θάλπος

θάλπος altgriechisch θάλπος


θάλπω

θάλπω altgriechisch θάλπω


θαλπωρή

θαλπωρή θάλπω


θάμα

θάμα θαύμα


θάμβος

θάμβος altgriechisch θάμβος vorhellenistisch[1]


θάμνος

θάμνος altgriechisch θαμινός (πυκνός)


θαμπάδα

θαμπάδα θαμπός + -άδα mittelgriechisch θαμβός altgriechisch θάμβος


θάμπος

θάμπος altgriechisch θάμβος


θαμπός

θαμπός mittelgriechisch θαμπός θαμβός altgriechisch θάμβος


θαμποφέγγω

θαμποφέγγω θαμπός + φέγγω


θάμπωμα

θάμπωμα mittelgriechisch θάμπωμα θαμπώνω + -μα altgriechisch θαμβέω / θαμβῶ θάμβος τέθηπα


θαμπώνω

θαμπώνω mittelgriechisch θαμπώνω Koine-Griechisch θαμβόω θαμβόομαι altgriechisch θαμβέω / θαμβῶ θάμβος τέθηπα


θαμώνας

θαμώνας altgriechisch θαμά, συχνά ή θαμινός (συχνός)


θανάσιμος

θανάσιμος altgriechisch θανάσιμος (θανατηφόρος, αλλά και ο μελλοθάνατος και ο νεκρός) θάνατος


θανατάς

θανατάς θάνατος + -άς (ή mittelgriechisch τοῦ θανατᾶν altgriechisch θανατάω / θανατῶ θάνατος indoeuropäisch (Wurzel) dʰnh₂-)


θανατερός

θανατερός θάνατος


θανατηφόρος

θανατηφόρος altgriechisch θανατηφόρος θάνατος + φέρω


θανατοποινίτης

θανατοποινίτης θάνατος + ποινή (βλέπε και βαρυποινίτης)


θάνατος

θάνατος altgriechisch θάνατος indoeuropäisch (Wurzel) *dʰnh₂-


θανατώνω

θανατώνω altgriechisch θανατόω, -ῶ


θανάτωση

θανάτωση altgriechisch θανάτωσις θανατόω


θανή

θανή mittelgriechisch θανή altgriechisch απαρέμφατο θανεῖν


θάπτω

θάπτω altgriechisch θάπτω


θαρρετά

θαρρετά θαρρετός


θαρρετός

θαρρετός mittelgriechisch θαρρώ


θάρρος

θάρρος altgriechisch θάρρος (μορφή του θάρσος στην αττική διάλεκτο)


θαρρώ

θαρρώ Etymologie fehlt


θαύμα

θαύμα altgriechisch θαῦμα


θαυμάζω

θαυμάζω altgriechisch θαυμάζω


θαυμάσιος

θαυμάσιος altgriechisch θαυμάσιος


θαυμασμός

θαυμασμός Koine-Griechisch θαυμασμός altgriechisch θαυμάζω θαῦμα θάομαι


θαυμαστά


θαυμαστής

θαυμαστής altgriechisch


θαυμαστικά


θαυμαστικό

θαυμαστικό θαυμαστικός


θαυμαστικός

θαυμαστικός altgriechisch θαυμαστικός θαυμάζω


θαυμαστός

θαυμαστός altgriechisch θαυμαστός : ρηματικό επίθετο σε -τος von ρήμα θαυμάζω


θαυματοποιός

θαυματοποιός altgriechisch θαυματοποιός θαῦμα + ποιῶ


θαυματουργία

θαυματουργία Koine-Griechisch θαυματουργός altgriechisch θαῦμα + ἔργον


θαυματουργός

θαυματουργός altgriechisch θαυματουργός θαῦμα + -ουργός ( ἔργο)


θαυματουργώ

θαυματουργώ Etymologie fehlt


θάφτω

θάφτω θάπτω


θάψιμο

θάψιμο θάβω (αοριστικό θέμα θαψ-) + -ιμο


θέα

θέα altgriechisch θέα


θεά

θεά altgriechisch θεά Femininum von θεός


θεαθήναι

θεαθήναι altgriechisch θεαθῆναι, απαρέμφατο παθητικού αορίστου του ρήματος θεάομαι, -ῶμαι


θέαμα

ΔΦΑ : /ˈθɛ.a.ma/


θέαση

θέαση Koine-Griechisch θέασις altgriechisch θεάομαι / θεῶμαι θέα


θεατής

θεατής altgriechisch θεατής


θεατράνθρωπος

θεατράνθρωπος θέατρο + άνθρωπος


θεατρικός

θεατρικός altgriechisch θεατρικός θέατρον


θεατρίνος

θεατρίνος θέατρο


θέατρο

θέατρο altgriechisch θέατρον


θεατρολογία

θεατρολογία θέατρο + -λογία


θεατρολόγος

θεατρολόγος θέατρ(ο) + -ο- + -λόγος


θεατρώνης

θεατρώνης Koine-Griechisch θέατρον και ὠνέομαι


θεία

θεία spätgriechisch θεία altgriechisch θεῖος


θειάφι

θειάφι mittelgriechisch θειάφι(ν) Koine-Griechisch θειάφιον altgriechisch θεῖον


θειαφίζω

θειαφίζω θειάφι


θειάφισμα

θειάφισμα (θειαφίζω) θειαφισ- + -μα[1]


θειαφιστήρι

θειαφιστήρι θειαφίζω + -τήρι θειάφι mittelgriechisch θειάφι(ν) Koine-Griechisch θειάφιον altgriechisch θεῖον


θεϊκός

ΔΦΑ : /θɛ.i.ˈkɔs/ αρσενικό


θείο

θείο altgriechisch θεῖον


θείος

θείος (λόγιο) altgriechisch θεῖος[1] θεός


θειος

ΔΦΑ : /ˈθçɔs/


θεϊσμός

θεϊσμός von lateinisch deus, θεός.



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback