Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ζούλα

ζούλα σε μία βάρκα μπήκα, von ομώνυμο τραγούδι του Γιώργου Μπάτη


ζουλάπι

ζουλάπι aromunisch zlape albanisch zullap


ζουλίζω

ζουλίζω mittelgriechisch altgriechisch διυλίζω


ζουλώ

ζουλώ mittelgriechisch ζουλίζω altgriechisch διυλίζω (το δι μετατράπηκε σε ζ όπως και στα διαβολιά > ζαβολιά)


ζουμ

ζουμ englisch zoom


ζουμάρω

ζουμάρω ουσιαστικό ζουμ + επίθημα -άρω


ζουμί

ζουμί ζωμός


ζουμπάς

ζουμπάς türkisch zımba persisch سمبه (sumba) [1]


ζουμπούλι

ζουμπούλι türkisch sümbül osmanisch türkisch سنبل (sombol) persisch سنبل (sombol)


ζουπίζω

ζουπίζω mittelgriechisch *διοπίζω διά + ὀπίζω (στείβω για να βγάλω τον ὀπόν, το χυμό)· την τροπή του δι σε ζ παρατηρούμε και στα διυλίζω / ζουπίζω, διαβολιά / ζαβολιά


ζουπώ

ζουπώ ζουπίζω mittelgriechisch *διοπίζω διά + ὀπίζω (στείβω για να βγάλω τον ὀπόν, το χυμό)· την τροπή του δι σε ζ παρατηρούμε και στα διυλίζω / ζουπίζω, διαβολιά / ζαβολιά


ζούρα

ζούρα mittelgriechisch ζούρα, σούρα[1] venezianisch / ιταλικά usura lateinisch usura utor proto-italienisch *oitōr proto-indogermanisch *h₃eyt- (φέρνω μαζί)


ζούρλα

ζούρλα ζουρλός + -α (αναδρομικός σχηματισμός)


ζουρλαμάρα

ζουρλαμάρα ζουρλός + -αμάρα


ζούρλια

ζούρλια ζουρλός


ζουρλομανδύας

ζουρλομανδύας ζουρλός + μανδύας


ζουρλός

ζουρλός mittelgriechisch ζουρλός venezianisch zurlo (μάλλον) italienisch girlo λατινικά *gyrulus, υποκοριστικό του gyrus altgriechisch γῦρος (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *geu- (κάμπτω, κυρτώνω)


ζουρνάς

ζουρνάς türkisch zurna persisch سرنای (surnāy)


ζοφερότητα

ζοφερότητα ζοφερός + -ότητα


ζόφος

ζόφος altgriechisch ζόφος


ζοχάδα

ζοχάδα mittelgriechisch ζοχάδες Koine-Griechisch ἐσοχάδες ἐσοχή εἰσοχή altgriechisch εἰσέχω ἔχω


ζοχάδας

ζοχάδας ζοχάδα + -ας


ζοχαδιάζω

ζοχαδιάζω ζοχάδα + -ιάζω mittelgriechisch ζοχάδες Koine-Griechisch ἐσοχάδες ἐσοχή εἰσοχή altgriechisch εἰσέχω ἔχω


ζυγαριά

ζυγαριά mittelgriechisch ζυγαρέα altgriechisch ζυγός


ζύγι

ζύγι mittelgriechisch ζύγι ζύγιν ζύγιον


ζυγιάζω

ζυγιάζω Koine-Griechisch ζυγιάζω altgriechisch ζυγός indoeuropäisch (Wurzel) *yugóm (ζυγός) *yewg- (ενώνω, ζεύω)


ζύγιασμα

ζύγιασμα ζυγιάζω + -μα


ζυγίζω

ζυγίζω mittelgriechisch ζυγίζω altgriechisch ζυγός + ίζω


ζύγιση

ζύγιση ζυγίζω + -ση


ζύγισμα

ζύγισμα ζυγίζω + -μα


ζυγιστής

ζυγιστής ζυγίζω + -τής (κατάληξη για το πρόσωπο που ενεργεί)


ζυγοσταθμίζω

ζυγοσταθμίζω ζυγός + -ο- + σταθμίζω ((Lehnübersetzung) englisch balance)


ζυγοστάθμιση

ζυγοστάθμιση ζυγοσταθμίζω + -ση


ζυγούρι

ζυγούρι mittelgriechisch ζυγούριν ζυγός


ζύγωμα

ζύγωμα Etymologie fehlt


ζυγώνω

ζυγώνω Koine-Griechisch altgriechisch ζυγῶ


ζυθεστιατόριο

ζυθεστιατόριο ζύθος + εστιατόριο


ζυθοζύμη

ζυθοζύμη ζύθος + -ο- + ζύμη ((Lehnübersetzung) deutsch Bierhefe)


ζυθοποιείο

ζυθοποιείο ζυθοποιός + -είο


ζυθοποιία

ζυθοποιία ζυθοποιός + -ία


ζυθοπωλείο

ζυθοπωλείο ζυθοπώλης + -είο


ζυθοπώλης

ζυθοπώλης ζύθος + -πώλης ( πωλώ)


ζύθος

ζύθος Koine-Griechisch ζῦθος (μπύρα αιγυπτιακή με κριθάρι και ίσως ζῦτος η μπύρα των βόρειων λαών) ζέω (θερμαίνω, βράζω)


ζυμάρι

ζυμάρι mittelgriechisch ζυμάριον, υποκοριστικό του ζύμη


ζυμαρικό

ζυμαρικό ζυμάρι + -ικό


ζύμη

ζύμη altgriechisch ζύμη ζέω proto-indogermanisch *yes- (βράζω, αφρίζω)


ζυμομύκητας

ζυμομύκητας ζύμη + -ο- + μύκητας (Lehnübersetzung) deutsch Hefepilz


ζύμωμα

ζύμωμα altgriechisch


ζυμώνω

ζυμώνω Koine-Griechisch ζυμόω / ζυμῶ ζέω proto-indogermanisch *yes- (βράζω, αφρίζω)


ζύμωση

ζύμωση altgriechisch ζύμωσις ζυμόω


ζυμωτής

ζυμωτής mittelgriechisch ζυμωτής ζυμώ(νω) + -τής [1]


ζω

ΔΦΑ : /ˈzɔ/


ζωανθρωπία

ζωανθρωπία (entlehnt aus) διαγλωσσική ορολογία zo(o)- altgriechisch ζω(ο)- ζῷον + διαγλωσσική ορολογία -anthrop- altgriechisch ἄνθρωπ(ος), όπως γαλλικά zoanthropie[1] ή αγγλικά zoanthropy[2]


ζωγραφιά

ζωγραφιά mittelgriechisch ζωγραφιά / ζωγραφία altgriechisch ζωγραφία


ζωγραφίζω

ζωγραφίζω mittelgriechisch ζωγραφίζω altgriechisch ζωγραφ(έω, -ῶ) + -ίζω[1]


ζωγραφική

ζωγραφική ζωγράφος


ζωγράφισμα

ζωγράφισμα ζωγραφίζω + -μα


ζωγραφιστός

ζωγραφιστός mittelgriechisch ζωγραφιστός, ρηματικό επίθετο σε -τός von ζωγραφίζω


ζωγράφος

ζωγράφος altgriechisch ζωγράφος [1]


ζώδιο

ζώδιο altgriechisch ζῴδιον


ζωέμπορος

ζωέμπορος ζώο + έμπορος


ζωηράδα

ζωηράδα ζωηρός + -άδα


ζωηρεύω

ζωηρεύω ζωηρός + -εύω


ζωηρός

ζωηρός mittelgriechisch ζωηρός ζωή + -ηρός


ζωηρότητα

ζωηρότητα: λόγια λέξη Katharevousa ζωηρότης Koine-Griechisch ζωηρός


ζωηφόρος

ζωηφόρος (λόγιο) Koine-Griechisch ζωηφόρος. Συγχρονικά αναλύεται σε ζωή + -φόρος.


ζωικός

ζωικός altgriechisch ζωικός


ζώμα

ζώμα altgriechisch ζῶμα ζώννυμι


ζωμός

ζωμός αβέβαιης ετυμολογίας


ζωνάρι

ζωνάρι mittelgriechisch, υποκοριστικό του ζώνη


ζώνη

ζώνη altgriechisch ζώνη ζώννυμι


ζωντάνεμα

ζωντάνεμα ζωντανεύω


ζωντανεύω

ζωντανεύω ζωντανός + -εύω


ζωντάνια

ζωντάνια ζωντανός + -ια


ζωντανό

ζωντανό ζωντανός


ζωντανός

ζωντανός mittelgriechisch ζωντανός altgriechisch ζῶ


ζωντόβολο

ζωντόβολο mittelgriechisch ζωντόβολον


ζωντοχήρος

ζωντοχήρος ζωντο- (ζωντανός) + χήρος


ζώνω

ζώνω altgriechisch ζώννυμι, αόριστος: ἔζωσα


ζώο

ζώο altgriechisch ζῷον


ζωογεωγραφία

ζωογεωγραφία ζώο + γεωγραφία


ζωογονώ

ζωογονώ altgriechisch


ζωοδότης

ζωοδότης Koine-Griechisch ζωή + -δότης ( δίδωμι)


ζωοκλέφτης

ζωοκλέφτης ζώο + κλέφτης


ζωοκλοπή

ζωοκλοπή ζώο + κλοπή


ζωοκομία

ζωοκομία ζωοκόμος + -ία


ζωοκόμος

ζωοκόμος ζωο- + -κόμος


ζωοκτονία

ζωοκτονία mittelgriechisch ζωοκτονία altgriechisch ζῷον + -κτονία κτείνω (σκοτώνω)


ζωολάτρης

ζωολάτρης (entlehnt aus) französisch zoolâtre


ζωολατρία

ζωολατρία (entlehnt aus) französisch zoolâtrie altgriechisch ζῷον + λατρεία


ζωολογία

ζωολογία (entlehnt aus) französisch zoologie altgriechisch ζῷον + -λογία


ζωολόγος

ζωολόγος ζωο- + -λόγος διαγλωσσικοί όροι zoo-, -log(ist) ζωολογία


ζωομορφισμός

ζωομορφισμός (entlehnt aus) französisch zoomorphisme


ζώον


ζωοπάζαρο

ζωοπάζαρο ζώ(ο) + -ο- + παζάρ(ι) + -ο


ζωοπλαγκτόν

ζωοπλαγκτόν Etymologie fehlt


ζωοποιός

ζωοποιός Koine-Griechisch ζωοποιός ζωή + -ποιός ( ποιῶ


ζωοποιώ

ζωοποιώ Koine-Griechisch ζωοποιέω


ζωοτεχνία

ζωοτεχνία Etymologie fehlt


ζωοτοκία

ζωοτοκία altgriechisch ζωοτοκία ζωός + τίκτω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback