Griechische Wörter mit lateinischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



καμπάνια

καμπάνια italienisch campagna lateinisch campania campus indoeuropäisch (Wurzel) *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω)


καμπάνα

1,2,3,4. καμπάνα mittelgriechisch καμπάνα spätlateinisch campana lateinisch Campana, Femininum von Campanus Campania campus proto-indogermanisch *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω) η λέξη στα λατινικά σήμαινε μεταλλικό αντικείμενο κατασκευασμένο στην Καμπανία


καμουφλάρω

καμουφλάρω französisch camoufler italienisch camuffare capo ( lateinisch caput) +‎ muffare ( φραγκική *gmolfell)


καμουφλάρισμα

καμουφλάρισμα καμουφλάρισα + -μα französisch camoufler italienisch camuffare capo ( lateinisch caput) +‎ muffare ( φραγκική *gmolfell)


καμουφλάζ

καμουφλάζ französisch camouflage italienisch camuffare camoufler capo ( lateinisch caput) +‎ muffare ( φραγκική *gmolfell)


καμινέτο

καμινέτο italienisch caminetto camino lateinisch caminus altgriechisch κάμινος (αντιδάνειο)


καμινάδα

καμινάδα venezianisch caminada lateinisch caminata[1], Femininum von caminatus, Passiv Perfekt von camino caminus Koine-Griechisch κάμινος (αντιδάνειο)


κάμερα

κάμερα italienisch camera lateinisch camera (obscura) altgriechisch καμάρα (αντιδάνειο)


καμέλια

καμέλια neulateinisch camelia Camellus Georg Joseph Kamel (Γκέοργκ Γιόζεφ Κάμελ: Τσέχος Ιησουίτης ιεραπόστολος στις Φιλιππίνες και βοτανολόγος)


καμαρότος

καμαρότος Πρότυπο:δan + -ς italienisch camera lateinisch camera altgriechisch καμάρα (αντιδάνειο) proto-indogermanisch *kh₂em- (καμπή)


καμαρίνι

καμαρίνι venezianisch camarin + -ι italienisch camera lateinisch camera altgriechisch καμάρα (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *kam- (καμπή)


καμαρίλα

καμαρίλα italienisch ή spanisch camarilla (δωμάτιο) lateinisch camara (αψίδα, θόλος) Η λέξη πρωτοεμφανίστηκε το 1814 περιγράφοντας τον κύκλο προσώπων που περιστοίχιζαν το βασιλιά της Ισπανίας Φερδινάνδο Ζ΄, οι οποίοι συνεδρίαζαν μυστικά στον αντιθάλαμο (camarilla) παραπλεύρως της βασιλικής αίθουσας και ασκούσαν ισχυρή επιρροή στις βασιλικές αποφάσεις.


καμαριέρης

καμαριέρης venezianisch camariere lateinisch camara altgriechisch καμάρα (αντιδάνειο) (ίσως indoeuropäisch (Wurzel) *kam-: κυρτός, καμπύλος)


καμαριέρα

καμαριέρα venezianisch camariera lateinisch camara altgriechisch καμάρα (αντιδάνειο) (ίσως indoeuropäisch (Wurzel) *kam-: κυρτός, καμπύλος)


κάμαρα

κάμαρα lateinisch camera / camara altgriechisch καμάρα (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *kam- (καμπή)


κάλτσα

κάλτσα italienisch calza λαϊκή lateinisch * calcea lateinisch calceus (υπόδημα) calx (φτέρνα)


καλούμπα

καλούμπα venezianisch caloma / caluma spätlateinisch *calauma *chalagma Koine-Griechisch χάλασμα (=χαλάρωμα) χαλάω / χαλῶ (αντιδάνειο)


κάλος

κάλος italienisch callo lateinisch callum


κάλμα

κάλμα italienisch calma spätlateinisch cauma altgriechisch καῦμα καίω (αντιδάνειο)


κάλιο

κάλιο neulateinisch kalium arabisch القلي (προφέρεται: αλ-καλι) (φυτική στάχτη)


καλιγώνω

καλιγώνω mittelgriechisch καλιγώνω / καλλιγώνω καλίγα / καλλίγα lateinisch caliga calceus calx proto-indogermanisch (s)kel- (στρογγυλός, καμπυλωτός)


καλίγωμα

καλίγωμα mittelgriechisch καλίγωμα / καλλίγωμα καλιγώνω / καλλιγώνω καλίγα / καλλίγα (παπούτσι) lateinisch caliga calceus calx indoeuropäisch (Wurzel) (s)kel-


καλένδες

καλένδες mittelgriechisch καλένδαι Koine-Griechisch καλάνδαι lateinisch calendae / kalendae calo (από τη φράση «kalo Iuno Covella»=calo Juno Covella) indoeuropäisch (Wurzel) *kelh₁- (καλώ, φωνάζω)


καλαντάρι

καλαντάρι Koine-Griechisch καλανδάριον lateinisch calendarium calendae


καλαμάρι

καλαμάρι mittelgriechisch καλαμάρι / καλαμάριν / καλαμάριον lateinisch (theca) calamaria (θήκη καλάμων γραφής) Koine-Griechisch καλαμάριον altgriechisch κάλαμος indoeuropäisch (Wurzel) *ḱl̥h₂mos *ḱolh₂mos Το μαλάκιο ονομάστηκε έτσι χάρη στο σώμα του που μοιάζει με μελανοδοχείο welches περιέχει πένες από καλάμι


κάκτος

κάκτος neulateinisch cactus (ίδια σημασία) lateinisch cactus altgriechisch κάκτος (είδος αγκινάρας) (αντιδάνειο)


κακογουστιά

κακογουστιά κακόγουστος + -ιά κακο- + γούστο venezianisch gusto lateinisch gustus proto-italienisch *gustus indoeuropäisch (Wurzel) *ǵéwstus (γεύομαι) *ǵews (δοκιμάζω, γεύομαι)


κακαράντζα

κακαράντζα aromunisch kâkârédzu (πβ. ρουμανικά căcărĕadză) lateinisch cacare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος caco indoeuropäisch (Wurzel) *kakka


καίσιο

καίσιο neulateinisch caesium lateinisch caesius (μπλε, λόγω των γαλάζιων λωρίδων του φάσματός του)


κάζο

κάζο italienisch caso lateinisch cāsus cado proto-italienisch *kadō indoeuropäisch (Wurzel) *ḱad- (πέφτω). Δεν σχετίζεται με το καζίκι (από τα τουρκικά).


καζίνο

καζίνο italienisch casino casa lateinisch casa indoeuropäisch (Wurzel) *kat-


κάδμιο

κάδμιο (entlehnt aus) neulateinisch cadmium lateinisch cadmia altgriechisch καδμεία (μετάλλευμα ψευδαργύρου) Κάδμος (μυθολογικός βασιλιάς της Θήβας)


καδένα

καδένα mittelgriechisch καδένα venezianisch cadena· δείτε επίσης την italienisch catena και την spanisch cadena (αλυσίδα) lateinisch catena


καβαλώ

καβαλώ mittelgriechisch καβαλῶ καβάλα venezianisch cavala / spätlateinisch caballa lateinisch caballus


καβαλίνα

καβαλίνα mittelgriechisch καβαλλίνα με απλογράφηση neulateinisch *caballina lateinisch caballinus caballus. Συγκρίνετε με την italienisch cavallina.[1]


καβαλικεύω

καβαλικεύω mittelgriechisch καβαλικεύω / καβαλικεύγω / καβαλκεύγω / καβαλλικεύω / καβαλλικεύγω / καλλικεύω spätlateinisch caballicare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος caballico (ιππεύω) [1]


καβαλιέρος

καβαλιέρος italienisch cavaliere αρχαία οξιτανική cavalier mittellateinisch caballarius (ιππέας) lateinisch caballus (άλογο)


καβαλάρης

καβαλάρης lateinisch caballarius


καβάλα

καβάλα mittelgriechisch καβάλα venezianisch cavala mittellateinisch caballa lateinisch caballus γαλατικά caballos


ιχθυόσαυρος

ιχθυόσαυρος neulateinisch ichthyosaurus altgriechisch ἰχθύς + -σαυρος


ίσκα

ίσκα mittelgriechisch lateinisch esca


ιρίδιο

ιρίδιο (entlehnt aus) neulateinisch iridium lateinisch iris altgriechisch ἶρις (λόγω των έντονων χρωμάτων του, που μοιάζουν με ουράνιο τόξο)


ιππάριο

ιππάριο Koine-Griechisch ἱππάριον altgriechisch ἵππος (2. (Lehnbedeutung) neulateinisch hipparion)


ιουνιανά

ιουνιανά ιουνιανός Ιούνιος lateinisch Iunius Iuno/Juno


ίντριγκα

ίντριγκα französisch intrigue / deutsch Intrige italienisch intrigare / intricare lateinisch intrico tricor tricae proto-indogermanisch *terkʷ- (γυρίζω, στρέφω)


ιντερμέτζο

ιντερμέτζο italienisch intermezzo lateinisch intermedius inter + medius proto-italienisch *meðios indoeuropäisch (Wurzel) *médʰyos ‎(μέσος) *me-dʰi- ‎ *me ‎(με)


ιντερμέδιο

ιντερμέδιο italienisch intermedio lateinisch intermedius inter + medius proto-italienisch *meðios indoeuropäisch (Wurzel) *médʰyos ‎(μέσος) *me-dʰi- ‎ *me ‎(με)


ίντεξ

ίντεξ mittelgriechisch ἴνδιξ ἴνδηξ lateinisch index


ιντελιγκέντσια

ιντελιγκέντσια ρωσική интеллиге́нция lateinisch intelligentia intellegens, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος intellego inter + lego proto-italienisch *legō indoeuropäisch (Wurzel) *leǵ-.


ινστιτούτο

ινστιτούτο neulateinisch institutum lateinisch institutum institutus, Passiv Perfekt von instituo in + statuo


ινσουλίνη

ινσουλίνη lateinisch insula (νησί)· η ινσουλίνη παράγεται στις λεγόμενες «νησίδες του Langerhans», στο πάγκρεας. Ο Paul Langerhans (1847-1888) ήταν Γερμανός ανατόμος που ανακάλυψε τις περιοχές αυτές.


ίνδικτος

ίνδικτος mittelgriechisch ἴνδικτος lateinisch indictus indico dico


ινδικτιώνα

ινδικτιώνα mittelgriechisch ἰνδικτιών lateinisch indictio indico dico


ινδικτιών

ινδικτιών mittelgriechisch ἰνδικτιών lateinisch indictio indico dico


ιμπρεσιονιστής

ιμπρεσιονιστής französisch impressionniste + -ιστής impression lateinisch impressio impressus, Passiv Perfekt von imprimo premo proto-indogermanisch *per- (χτυπώ)


ιμπρεσιονισμός

ιμπρεσιονισμός französisch impressionisme impression[1] lateinisch impressio impressus, Passiv Perfekt von imprimo premo proto-indogermanisch *per- (χτυπώ)


ιμπρεσάριος

ιμπρεσάριος italienisch impresario (επιχειρηματίας) impresa imprendere lateinisch prehendo indoeuropäisch (Wurzel) *ghed-


ιμπεριαλιστής

ιμπεριαλιστής französisch impérialiste impérial +‎ -iste lateinisch imperialis imperium


ιμπεριαλισμός

ιμπεριαλισμός ορθογραφικό δάνειο από τη französisch impérialisme χωρίς τη französisch προφορά της λέξης[1] (γαλλικός νεολογισμός που πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα) lateinisch imperialis imperium + -isme (-ισμός


ιεραρχία

ιεραρχία Koine-Griechisch ἱεραρχία (2, 3: (Lehnbedeutung) französisch hiérarchie mittellateinisch hierarchia Koine-Griechisch ἱεραρχία)


ιδεαλιστής

ιδεαλιστής (entlehnt aus) französisch idéaliste deutsch Idealist lateinisch idealis idea altgriechisch ἰδέα εἴδω indoeuropäisch (Wurzel) *weyd- (βλέπω, γνωρίζω)


ιδεαλισμός

ιδεαλισμός (entlehnt aus) deutsch Idealismus lateinisch idealis idea altgriechisch ἰδέα (αντιδάνειο) εἴδω indoeuropäisch (Wurzel) *weyd- (βλέπω, γνωρίζω)


ίγκλα

ίγκλα mittelgriechisch ίγκλα γίγκλα κίγκλα lateinisch *cingla cingula cingo


ίγγλα

ίγγλα mittelgriechisch ίγκλα γίγκλα κίγκλα lateinisch *cingla cingula cingo


θριαμβευτής

θριαμβευτής Koine-Griechisch θριαμβευτής θριαμβεύω θρίαμβος ((Lehnübersetzung) lateinisch triumphator)


θόριο

θόριο neulateinisch thorium altnorwegisch Þórr (ο θεός Θωρ)


θερμοπομπός

θερμοπομπός (entlehnt aus) französisch thermopompe thermo- ( altgriechisch θερμός) + pompe ( lateinisch pompa) altgriechisch πομπή πέμπω)


θεϊσμός

θεϊσμός von lateinisch deus, θεός.


ηφαίστειο

ηφαίστειο Katharevousa ηφαίστειον Ήφαιστος + -ειον ((Lehnübersetzung) lateinisch Volcanus· π.β. altgriechisch Ἡφαιστεῖον Ἥφαιστος)


ημεραλωπία

ημεραλωπία französisch héméralopie neulateinisch hemeralopia altgriechisch ἡμεράλωψ ἡμέρα + ἀλαός + ὤψ (αντιδάνειο)


ηλιοστάσιο

ηλιοστάσιο mittelgriechisch ηλιοστάσιον ήλιος + -στάσιο ((Lehnübersetzung) mittellateinisch solstitium lateinisch solstitium sol + sisto)


ηλίανθος

ηλίανθος lateinisch helianthus ἡλιο- + ἄνθος


ηλεκτρόνιο

ηλεκτρόνιο englisch electron neulateinisch electricus lateinisch electrum altgriechisch ἤλεκτρον (κεχριμπάρι)


ηλεκτρόλυση

ηλεκτρόλυση (entlehnt aus) französisch électrolyse neulateinisch electrolysis electtro- ηλεκτρό- + -lysis λύσις[1]


ζωοφιλία

ζωοφιλία (entlehnt aus) französisch zoophilie deutsch Zoophilie neulateinisch zoophilia altgriechisch ζῷον + φίλος


ζούρα

ζούρα mittelgriechisch ζούρα, σούρα[1] venezianisch / ιταλικά usura lateinisch usura utor proto-italienisch *oitōr proto-indogermanisch *h₃eyt- (φέρνω μαζί)


ζενίθ

ζενίθ λόγιο δάνειο από τη französisch zénith ισπανικά cenit[1] ή mittellateinisch cenit[2] arabisch سَمْتُ الرَّأْس‎ (samtu (a)r-raʾs, διαδρομή πάνω von κεφάλι)


ζελέ

ζελέ französisch gelée gelé geler παλαιά γαλλικά geler lateinisch gelare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος gelo indoeuropäisch (Wurzel) *gel- (κρύος)


ζέβρα

ζέβρα ορθογραφικό δάνειο από τη französisch zèbr(e) + -α[1] proto-französisch zebra άγνωστης ετυμολογίας, ίσως von lateinisch equiferus ("άγριο άλογο")[2]


ζαχαρίνη

ζαχαρίνη σακχαρίνη (με επίδραση της λέξης ζάχαρη) französisch saccharine mittellateinisch saccharum (ζάχαρη) + -ine (-ίνη)


ζαρντινιέρα

ζαρντινιέρα französisch jardinière jardinier jardin + -ier δημώδης lateinisch (hortus) gardinus φραγκική *gardin / *gardo ‎(φράχτης σε αυλή, κήπος) proto-deutsch *gardô *gardaz ‎(περίκλειστος χώρος, αυλή, κήπος) indoeuropäisch (Wurzel) *gʰordʰos *gʰerdʰ- (περικλείω, φράζω)


ζαμπόν

ζαμπόν französisch jambon jambe +‎ -on spätlateinisch gamba altgriechisch κάμπη (αντιδάνειο) proto-indogermanisch *kamp-


εχινόκοκκος

εχινόκοκκος (entlehnt aus) neulateinisch echinococcus altgriechisch ἐχῖνος + κόκκος


εχινοκοκκίαση

εχινοκοκκίαση (entlehnt aus) neulateinisch echinococcoses echinococcus altgriechisch ἐχῖνος + κόκκος


εφέ

εφέ französisch effet παλαιά γαλλικά effet lateinisch effectus, Passiv Perfekt von efficio facio indoeuropäisch (Wurzel) *dʰeh₁- (τίθημι)


ευκάλυπτος

ευκάλυπτος lateinisch eucalyptus altgriechisch εὖ + καλύπτω


έτσι

έτσι mittelgriechisch ἔτσι ἔτις με τσιτακισμό altgriechisch οὕτως / οὑτωσί άλλη, λιγότερο πιθανή εκδοχή lateinisch etsi (αν και)[1]


εστέρας

εστέρας (entlehnt aus) englisch ester deutsch Essigäther Essig + Äther ( lateinisch aerher altgriechisch αἰθήρ)


ερυσίπελας

ερυσίπελας altgriechisch ἐρυσίπελας ερυθρός + πέλ- · βλέπε και lateinisch pellis(δέρμα)


ερμάρι

ερμάρι mittelgriechisch ἑρμάριον ἁρμάριον lateinisch armarium arma (όπλα) indoeuropäisch (Wurzel) *h₂(e)rmos *h₂er- (ἀραρίσκω)


επιστήμη

επιστήμη (λόγιο) altgriechisch ἐπιστήμη ἐπίσταμαι (γνωρίζω καλά) και (entlehnt aus) (Lehnbedeutung) französisch science, sciences lateinisch scientia (Lehnübersetzung) altgriechisch ἐπιστήμη[1]


επινικέλωση

επινικέλωση επινικελώνω + -ση επι- + νίκελ deutsch Nickel Kupfernickel Kupfer + Nickel ( Nikolaus lateinisch Nicolaus altgriechisch Νικόλαος (αντιδάνειο) νίκη + λαός)


επιθήλιο

επιθήλιο neulateinisch epithelium altgriechisch ἐπί + θηλή


επιδημιολογία

επιδημιολογία απόδοση του γαλλικού όρου épidémiologie ή von lateinisch epidemia + logie( altgriechisch ἐπιδημία + λόγος) ή ευθέως von αρχαίο ελληνικό επιδημία + λόγος


επιγονισμός

επιγονισμός (entlehnt aus) französisch épigonisme épigone lateinisch epigoni altgriechisch ἐπίγονος ἐπιγίγνομαι ἐπί + γίγνομαι


έπαρχος

έπαρχος (λόγιο) Koine-Griechisch ἔπαρχος (διοικητής ρωμαϊκής επαρχίας) lateinisch praefectus.[1] Αρχαία σημασία: αρχηγός ἐπάρχω ἐπί + ἄρχω. Συγχρονικά αναλύεται σε έπ- + -αρχος


εξτρεμισμός

εξτρεμισμός (λόγιο δάνειο) französisch extrémisme (εξτρέμ + -ισμός lateinisch extremus (ακραίος) υπερθετικός βαθμός του exter (εξωτερικός)


έξτρα

έξτρα französisch extra lateinisch extra extera exter indoeuropäisch (Wurzel) *h₁eǵʰs-tero- *h₁eǵʰs *eḱs (έξω)


εξπρεσιονισμός

εξπρεσιονισμός französisch expressionnisme lateinisch expressio (έκφραση) expressus exprimo (εκθλίβω) ex (έξω) + premo (πιέζω)


εξπρές

εξπρές französisch exprès lateinisch expressus exprimo (εκθλίβω) ex (έξω) + primo (πιέζω)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback