Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ανώτερος

ανώτερος altgriechisch ἀνώτερος ἄνω (σε κάποιες περιπτώσεις (Lehnbedeutung) französisch supérieur)


ανώτατος

ανώτατος altgriechisch ἀνώτατος ἄνω


ανωμοτί

ανωμοτί altgriechisch ἀνωμοτί ἀνώμοτος ὄμνυμι


άνωθεν

άνωθεν altgriechisch ἄνωθεν


ανώδυνος

ανώδυνος altgriechisch ἀνώδυνος ἀν- + ὀδύνη indoeuropäisch (Wurzel) *h₁(e)dun-eh₂ (πόνος) (το ω (ανώδυνος) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)


ανώδυνα

ανώδυνα ανώδυνος + -α altgriechisch ἀνώδυνος ἀ- + ὀδύνη indoeuropäisch (Wurzel) *h₁(e)dun-eh₂ (πόνος)


ανυψώνω

ανυψώνω Koine-Griechisch ἀνυψόω / ἀνυψῶ ὑψόω / ὑψῶ altgriechisch ὕψος ὕψι


ανυφαντής

ανυφαντής Koine-Griechisch ἀνυφάντης altgriechisch ἀνυφαίνω


ανυφαντάρης

ανυφαντάρης Koine-Griechisch ἀνυφάντης altgriechisch ἀνυφαίνω


ανυφαίνω

ανυφαίνω altgriechisch ἀνυφαίνω


άνυσμα

άνυσμα Koine-Griechisch ἄνυσμα altgriechisch ἀνύω


ανύποπτος

ανύποπτος altgriechisch ἀνύποπτος


ανυπόδητος

ανυπόδητος altgriechisch ἀνυπόδητος


ανύπαντρος

ανύπαντρος αν- + altgriechisch ὕπανδρος


άνυδρος

άνυδρος altgriechisch ἄνυδρος


ανυδρία

ανυδρία altgriechisch ἀνυδρία ἄνυδρος ἀν- + ὕδωρ


άντωση

άντωση altgriechisch ἄντωσις ἀντωθέω / ἀντωθῶ ἀντί + ὠθέω / ὠθῶ


αντώνυμο

αντώνυμο (entlehnt aus) französisch antonyme ἀντί + altgriechisch ὄνυμα


αντσούγια

αντσούγια italienisch acciuga λιγουριανή anciôa δημώδης lateinisch *apiuva lateinisch aphye altgriechisch ἀφύη (αντιδάνειο)


άντρο

άντρο altgriechisch ἄντρον (2-4: (Lehnübersetzung) französisch antre λατινικά antrum altgriechisch ἄντρον)


αντρίκιος

αντρίκιος mittelgriechisch ἀντρίκειος altgriechisch ἀνδρικός ἀνήρ


αντρίκειος

αντρίκειος mittelgriechisch ἀντρίκειος altgriechisch ἀνδρικός ἀνήρ


αντρειοσύνη

αντρειοσύνη mittelgriechisch αντρειοσύνη αντρείος altgriechisch ἀνδρεῖος


αντρεία

αντρεία mittelgriechisch αντρεία altgriechisch ἀνδρεία


άντρας

άντρας mittelgriechisch ἄντρας αιτιατική τὸν ἄνδρα της altgriechisch ἀνήρ]. Με διατήρηση της προφοράς του νδ > ως [nd] με γραφή ντ>[1]


αντράκλα

αντράκλα altgriechisch ἀνδράχλη / ἀνδράχνη


αντοχή

αντοχή Koine-Griechisch ἀντοχή altgriechisch ἀντέχω ἀντί + ἔχω


αντονομασία

αντονομασία Koine-Griechisch ἀντονομασία ἀντι- + altgriechisch ὀνομασία


αντλώ

αντλώ altgriechisch ἀντλέω -ἀντλῶ ἄντλος


άντληση

άντληση Koine-Griechisch ἄντλησις altgriechisch ἄντλώ ἄντλος (αμπάρι πλοίου)


αντίψυχο

αντίψυχο mittelgriechisch ἀντίψυχον Koine-Griechisch ἀντίψυχος ἀντί + altgriechisch ψυχή


αντιχτυπώ

αντιχτυπώ mittelgriechisch ἀντικτυπῶ ἀντι- + altgriechisch κτυπέω / κτυπῶ κτύπος


αντίφωνο

αντίφωνο mittelgriechisch ἀντίφωνον altgriechisch ἀντίφωνος ἀντί + φωνή


αντίφραση

αντίφραση Koine-Griechisch ἀντίφρασις ἀντιφράζω ἀντι- + altgriechisch φράζω


αντιφάσκω

αντιφάσκω altgriechisch ἀντιφάσκω


αντίφαση

αντίφαση altgriechisch ἀντίφασις ἀντίφημι ἀντί + φημί


αντιφάρμακο

αντιφάρμακο altgriechisch ἀντιφάρμακον ἀντί + φάρμακον


αντίτυπο

αντίτυπο Koine-Griechisch ἀντίτυπον altgriechisch ἀντίτυπος ἀντί + τύπος τύπτω indoeuropäisch (Wurzel) *(s)teu-p- (χτυπώ) ((Lehnbedeutung) englisch copy)


αντιτοξίνη

αντιτοξίνη (entlehnt aus) französisch antitoxine anti- + toxine toxique altgriechisch τοξικός τόξον


αντιτίθεμαι

αντιτίθεμαι altgriechisch ἀντιτίθεμαι ἀντί + τίθεμαι


αντιτείχισμα

αντιτείχισμα altgriechisch ἀντιτείχισμα ἀντιτειχίζω τεῖχος


αντιτείνω

αντιτείνω altgriechisch ἀντιτείνω ἀντί + τείνω


αντισφαίριση

αντισφαίριση altgriechisch ἀντισφαιρίζω + -ση


αντιστρέφω

αντιστρέφω altgriechisch ἀντιστρέφω ἀντι- + στρέφω


αντιστρατεύομαι

αντιστρατεύομαι altgriechisch ἀντιστρατεύομαι ἀντί + στρατεύομαι στρατός


αντιστοίχως

αντιστοίχως altgriechisch ἀντιστοίχως


αντιστοιχώ

αντιστοιχώ altgriechisch ἀντιστοιχέω / ἀντιστοιχῶ ἀντίστοιχος ἀντί + στοῖχος στείχω indoeuropäisch (Wurzel) *steygʰ- (περπατώ) ((Lehnbedeutung) englisch correspond)


αντίστιξη

αντίστιξη Katharevousa αντίστιξις αντι- + στίξις Koine-Griechisch στίξις altgriechisch στίζω ((Lehnübersetzung) italienisch contrappunto)


αντιστήριξη

αντιστήριξη αντιστηρίζω + -ση altgriechisch ἀντιστηρίζω ἀντί + στηρίζω


αντιστηρίζω

αντιστηρίζω altgriechisch ἀντιστηρίζω ἀντί + στηρίζω


αντιστήριγμα

αντιστήριγμα Koine-Griechisch ἀντιστήριγμα altgriechisch στήριγμα στηρίζω


αντιστέκομαι

αντιστέκομαι mittelgriechisch, αντί + στέκομαι altgriechisch ἀνθίσταμαι


αντισηψία

αντισηψία (entlehnt aus) französisch antisepsie altgriechisch ἀντί + σῆψις


αντισήκωμα

αντισήκωμα Koine-Griechisch ἀντισήκωμα altgriechisch ἀντισηκόω / ἀντισηκῶ ἀντι- + σηκόω / σηκῶ


αντίς

αντίς mittelgriechisch ἀντίς altgriechisch ἀντί


αντιρρησίας

αντιρρησίας αντίρρηση + -ίας Koine-Griechisch ἀντίρρησις altgriechisch ἀντί + ῥῆσις ἐρῶ


αντιπρόσωπος

αντιπρόσωπος Koine-Griechisch ἀντιπρόσωπος (εκπρόσωπος) altgriechisch ἀντιπρόσωπος (πρόσωπο με πρόσωπο), Lehnbedeutung από τη französisch représentant ή von englisch representative.[1]. Αναλύεται σε αντι- + πρόσωπ(ο) + -ος


αντιπροίκι

αντιπροίκι mittelgriechisch ἀντίπροικο ἀντί + altgriechisch προίξ πρό + ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι


αντίπραξη

αντίπραξη Koine-Griechisch ἀντίπραξις ἀντι- + altgriechisch πράξις πράττω


αντιπολιτεύομαι

αντιπολιτεύομαι altgriechisch ἀντιπολιτεύομαι ἀντι- + πολιτεύω πολίτης πόλις


αντιποιούμαι

αντιποιούμαι altgriechisch ἀντιποιοῦμαι


αντίποινα

αντίποινα altgriechisch ἀντίποινα (ἀντί + ποινή)


αντιπερισπώ

αντιπερισπώ altgriechisch ἀντιπερισπάω / ἀντιπερισπῶ ἀντι- + περισπάω / περισπῶ σπάω / σπῶ


αντιπερισπασμός

αντιπερισπασμός Koine-Griechisch ἀντιπερισπασμός altgriechisch ἀντιπερισπάω περισπάω σπάω / σπῶ


αντιπαρατάσσω

αντιπαρατάσσω Koine-Griechisch ἀντιπαρατάσσω altgriechisch ἀντιπαρατάσσομαι


αντιπαράταξη

αντιπαράταξη Koine-Griechisch ἀντιπαράταξις altgriechisch ἀντιπαρατάσσομαι ἀντί + παρά + τάσσω


αντιπαραθέτω

αντιπαραθέτω altgriechisch ἀντιπαρατίθημι ἀντί + παρατίθημι παρά + τίθημι


αντιπαραβάλλω

αντιπαραβάλλω altgriechisch ἀντιπαραβάλλω


αντίπαπας

αντίπαπας italienisch antipapa anti- + papa (αντί- + πάπας) altgriechisch πάππας (αντιδάνειο)


αντίπαλος

αντίπαλος altgriechisch ἀντίπαλος ἀντί + πάλη


αντιπαθώ

αντιπαθώ Koine-Griechisch ἀντιπαθέω / ἀντιπαθῶ altgriechisch ἀντιπαθής ἀντί + πάθος πάσχω indoeuropäisch (Wurzel) *kʷenth- (πάσχω, υποφέρω)


αντιπάθεια

αντιπάθεια Koine-Griechisch ἀντιπάθεια (παρόμοια σημασία) altgriechisch ἀντιπάθεια ἀντιπαθής ἀντί + πάθος πάσχω indoeuropäisch (Wurzel) *kʷenth- (αντιπάθεια, υποφέρω)


αντιξοότητα

αντιξοότητα Katharevousa αντιξοότης αντίξοος ( altgriechisch ἀντίξοος) + -ότης / -ότητα


αντιμωλία

αντιμωλία altgriechisch ἀντιμῶλος + -ία μῶλος (αγώνας, κόπος)


αντιμόνιο

αντιμόνιο mittelgriechisch ἀντεμόνιον mittellateinisch antimonium arabisch إثمد (ʾiṯmid) altgriechisch στίμμι (αντιδάνειο) altägyptisch stm


αντιμοναρχικός

αντιμοναρχικός (entlehnt aus) französisch antimonarchique altgriechisch μοναρχικός μονάρχης μόνος + ἄρχω


αντιμετάθεση

αντιμετάθεση Koine-Griechisch ἀντιμετάθεσις ἀντί + altgriechisch μετάθεσις μετατίθημι τίθημι


αντιμεθαύριο

αντιμεθαύριο αντι- + μεθαύριο Koine-Griechisch μεθαύριον μετά + altgriechisch αὔριον


αντιμαχία

αντιμαχία mittelgriechisch αντιμαχία Koine-Griechisch ἀντίμαχος altgriechisch μάχη


αντιλογώ

αντιλογώ Koine-Griechisch ἀντιλογέω / ἀντιλογῶ altgriechisch ἀντιλέγω λέγω


αντίλογος

αντίλογος altgriechisch ἀντίλογος ἀντιλέγω ἀντί + λέγω indoeuropäisch (Wurzel) *leǵ- (συλλέγω)


αντιλογία

αντιλογία altgriechisch ἀντιλογία ἀντιλέγω ἀντί + λέγω indoeuropäisch (Wurzel) *leǵ- (συλλέγω)


αντίληψη

αντίληψη Koine-Griechisch ἀντίληψις altgriechisch ἀντιλαμβάνομαι ἀντί + λαμβάνω


αντιλέγω

αντιλέγω altgriechisch ἀντιλέγω ἀντί + λέγω indoeuropäisch (Wurzel) *leǵ- (συλλέγω)


αντιλαλώ

αντιλαλώ Koine-Griechisch ἀντιλαλέω / ἀντιλαλῶ ἀντί + altgriechisch λαλέω / λαλῶ


αντίλαλος

αντίλαλος αντιλαλώ altgriechisch ἀντιλαλῶ ἀντί + λαλέω/λαλῶ


αντιλαβή

αντιλαβή Koine-Griechisch ἀντιλαβή (ίδια σημασία) altgriechisch ἀντιλαβή λαμβάνω


αντικυκλώνας

αντικυκλώνας (entlehnt aus) französisch anticyclone anti- + cyclone altgriechisch κύκλος


αντικρύ

αντικρύ altgriechisch ἀντικρύ. siehe auch αντίκρυ.


αντίκρυ

αντίκρυ mittelgriechisch ἀντίκρυ altgriechisch ἀντικρύ. siehe auch αντικρύ. [1]


αντικρούω

αντικρούω altgriechisch ἀντικρούω ἀντί + κρούω


αντίκρουση

αντίκρουση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀντίκρουσις altgriechisch ἀντικρούω κρούω


αντικρινός

αντικρινός αντίκρυ + -ινός mittelgriechisch ἀντίκρυ altgriechisch ἀντικρύ


αντικνήμιο

αντικνήμιο altgriechisch ἀντικνήμιον


αντίκλινο

αντίκλινο (entlehnt aus) englisch anticline altgriechisch ἀντί + κλίνω


αντίκλητος

αντίκλητος αντι- + κλητός altgriechisch κλητός καλέω / καλῶ


αντικείμενο

αντικείμενο altgriechisch ἀντικείμενον, ουδέτερο της μετοχής του ρήματος ἀντίκειμαι ἀντί + κεῖμαι


αντίκειμαι

αντίκειμαι altgriechisch ἀντίκειμαι ἀντί + κεῖμαι ((Lehnbedeutung) französisch contraire)


αντικατάσταση

αντικατάσταση Koine-Griechisch ἀντικατάστασις altgriechisch ἀντικαθίστημι ἀντί + καθίστημι κατά + ἵστημι


αντικατασταίνω

αντικατασταίνω altgriechisch ἀντικαθίστημι + -αίνω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback