αντλώ Verb  [antlo, antlw]

  Verb
(1)
pumpen (ugs.)
  Verb
(0)

Etymologie zu αντλώ

αντλώ altgriechisch ἀντλέω -ἀντλῶ ἄντλος


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu αντλώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αντλώαντλούμεαντλούμαιαντλούμαστε
αντλείςαντλείτεαντλείσαιαντλείστε
αντλείαντλούν(ε)αντλείταιαντλούνται
Imper
fekt
αντλούσααντλούσαμεαντλούμουναντλούμαστε
αντλούσεςαντλούσατε
αντλούσεαντλούσαν(ε)αντλούνταν, αντλείτοαντλούνταν, αντλούντο
Aoristάντλησααντλήσαμεαντλήθηκααντληθήκαμε
άντλησεςαντλήσατεαντλήθηκεςαντληθήκατε
άντλησεάντλησαν, αντλήσαν(ε)αντλήθηκεαντλήθηκαν, αντληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω αντλήσει
έχω αντλημένο
έχουμε αντλήσει
έχουμε αντλημένο
έχω αντληθεί
είμαι αντλημένος, -η
έχουμε αντληθεί
είμαστε αντλημένοι, -ες
έχεις αντλήσει
έχεις αντλημένο
έχετε αντλήσει
έχετε αντλημένο
έχεις αντληθεί
είσαι αντλημένος, -η
έχετε αντληθεί
είστε αντλημένοι, -ες
έχει αντλήσει
έχει αντλημένο
έχουν αντλήσει
έχουν αντλημένο
έχει αντληθεί
είναι αντλημένος, -η, -ο
έχουν αντληθεί
είναι αντλημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα αντλήσει
είχα αντλημένο
είχαμε αντλήσει
είχαμε αντλημένο
είχα αντληθεί
ήμουν αντλημένος, -η
είχαμε αντληθεί
ήμαστε αντλημένοι, -ες
είχες αντλήσει
είχες αντλημένο
είχατε αντλήσει
είχατε αντλημένο
είχες αντληθεί
ήσουν αντλημένος, -η
είχατε αντληθεί
ήσαστε αντλημένοι, -ες
είχε αντλήσει
είχε αντλημένο
είχαν αντλήσει
είχαν αντλημένο
είχε αντληθεί
ήταν αντλημένος, -η, -ο
είχαν αντληθεί
ήταν αντλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αντλώθα αντλούμεθα αντλούμαιθα αντλούμαστε
θα αντλείςθα αντλείτεθα αντλείσαιθα αντλείστε
θα αντλείθα αντλούν(ε)θα αντλείταιθα αντλούνται
Fut
ur
θα αντλήσωθα αντλήσουμεθα αντληθώθα αντληθούμε
θα αντλήσειςθα αντλήσετεθα αντληθείςθα αντληθείτε
θα αντλήσειθα αντλήσουν(ε)θα αντληθείθα αντληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αντλήσει
θα έχω αντλημένο
θα έχουμε αντλήσει
θα έχουμε αντλημένο
θα έχω αντληθεί
θα είμαι αντλημένος, -η
θα έχουμε αντληθεί
θα είμαστε αντλημένοι, -ες
θα έχεις αντλήσει
θα έχεις αντλημένο
θα έχετε αντλήσει
θα έχετε αντλημένο
θα έχεις αντληθεί
θα είσαι αντλημένος, -η
θα έχετε αντληθεί
θα είστε αντλημένοι, -η
θα έχει αντλήσει
θα έχει αντλημένο
θα έχουν αντλήσει
θα έχουν αντλημένο
θα έχει αντληθεί
θα είναι αντλημένος, -η, -ο
θα έχουν αντληθεί
θα είναι αντλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αντλώνα αντλούμενα αντλούμαινα αντλούμαστε
να αντλείςνα αντλείτενα αντλείσαινα αντλείστε
να αντλείνα αντλούν(ε)να αντλείταινα αντλούνται
Aoristνα αντλήσωνα αντλήσουμε, να αντλήσομενα αντληθώνα αντληθούμε
να αντλήσειςνα αντλήσετενα αντληθείςνα αντληθείτε
να αντλήσεινα αντλήσουν(ε)να αντληθείνα αντληθούν(ε)
Perfνα έχω αντλήσει
να έχω αντλημένο
να έχουμε αντλήσει
να έχουμε αντλημένο
να έχω αντληθεί
να είμαι αντλημένος, -η
να έχουμε αντληθεί
να είμαστε αντλημένοι, -ες
να έχεις αντλήσει
να έχεις αντλημένο
να έχετε αντλήσει
να έχετε αντλημένο
να έχεις αντληθεί
να είσαι αντλημένος, -η
να έχετε αντληθεί
να είστε αντλημένοι, -ες
να έχει αντλήσει
να έχει αντλημένο
να έχουν αντλήσει
να έχουν αντλημένο
να έχει αντληθεί
να είναι αντλημένος, -η, -ο
να έχουν αντληθεί
να είναι αντλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαντλείτεαντλείστε
Aoristάντλησεαντλήστε, αντλήσετεαντλήσουαντληθείτε
Part
izip
Presαντλώνταςαντλούμενος
Perfέχοντας αντλήσει, έχοντας αντλημένοαντλημένος, -η, -οαντλημένοι, -ες, -α
InfinAoristαντλήσειαντληθεί







Griechische Definition zu αντλώ

αντλώ [andló] -ούμαι : 1.τραβώ προς τα έξω ένα υγρό με αντλία ή με άλλο κατάλληλο μέσο: Tο νερό αντλείται από τις γεωτρήσεις και διοχετεύεται στο σύστημα υδρεύσεως. H εταιρεία θα αντλήσει μεγάλες ποσότητες πετρελαίου. Άντλησαν τα νερά από τα πλημμυρισμένα υπόγεια. || (λόγ.): αντλώ με δοχείο νερό από το πηγάδι / κρασί από το βαρέλι, βγάζω. || Tα φυτά αντλούν τις θρεπτικές ουσίες από το έδαφος, τις παίρνουν με τις ρίζες τους. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback