Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αρμενικός


Αρμένιος

Αρμένιος Αρμενία


αρμενιστής

αρμενιστής άρμενο + -ιστής


άρμενο

άρμενο altgriechisch ἄρμενον (Katharevousa άρμενον)


αρμενοβελόνα

αρμενοβελόνα άρμεν(ο) + -ο- + βελόνα


άρμη

άρμη mittelgriechisch altgriechisch ἅλμη


αρμίδι

αρμίδι ορμίδι με τροπή [o] > [a] από συμπροφορά με το αόριστο άρθρο «ένα» και ανασυλλαβισμό: [ena or] > [enar] > [en ar]. [1]


αρμογή

αρμογή altgriechisch ἁρμογή ἁρμόζω


αρμόδια

αρμόδια αρμόδιος + -α


αρμοδιότητα

αρμοδιότητα Etymologie fehlt


αρμοδίως


αρμόζω

αρμόζω altgriechisch ἁρμόζω ἁρμόττω ἁρμός ἀραρίσκω indoeuropäisch (Wurzel) *h₂er- (συνδέω, ταιριάζω, τοποθετώ μαζί)


αρμονία

αρμονία altgriechisch ἁρμονία


αρμόνικα

αρμόνικα


αρμονικότητα

αρμονικότητα αρμονικός


αρμόνιο

αρμόνιο νεολατιν. harmonium


αρμός


αρμοστής

αρμοστής αρχ. ἁρμοστός ἁρμόζω


αρμπαρόριζα

αρμπαρόριζα italienisch erba rosa


αρμπιτράζ

αρμπιτράζ αγγλ. arbitage


αρμπουρέτο

αρμπουρέτο italienisch arboretto arboro lateinisch arbor Παλαιά Λατινική arbōs / arbōsis proto-italienisch *arðōs indoeuropäisch (Wurzel) *h₂erHdʰ- (μεγάλος, αναπτύσσομαι)


άρμπουρο

άρμπουρο venezianisch alboro


αρμύρα

αρμύρα Etymologie fehlt


αρμυρήθρα

αρμυρήθρα αρμυρός


αρμυρίκι

αρμυρίκι altgriechisch μυρίκη (με παρετυμολόγηση von αρμυρός)


αρμυρός

αρμυρός mittelgriechisch αρμυρός altgriechisch ἁλμυρός, με μετατροπή του "λ" σε "ρ"


αρνάδα

αρνάδα αρνί


Αρναία


αρνάκι

αρνάκι αρνί + κατάληξη υποκοριστικού -άκι


αρναούτης

αρναούτης türkisch Arnavut (ο Αλβανός)


Άρνη

Άρνη Etymologie fehlt


άρνηση

άρνηση αρνούμαι


αρνησιά

αρνησιά αρνούμαι


αρνησιδικία

αρνησιδικία άρνηση + -δικία ( δίκη)


αρνησίθεος

αρνησίθεος άρνηση + θεός


αρνησιθρησκία

αρνησιθρησκία αρνησίθρησκος + -ία


αρνησίθρησκος

αρνησίθρησκος αρνησι- + θρησκεία + -ος


αρνησικυρία

αρνησικυρία άρνησις + κύρος


αρνησιπατρία

αρνησιπατρία αρνησίπατρις άρνησις+πατρίς


αρνητής

αρνητής Etymologie fehlt


αρνητικά

οι εξελίξεις επηρέασαν αρνητικά το κλίμα στο χρηματιστήριο


αρνητικό

αρνητικό substantiviertes Neutrum des Adjektivs: αρνητικός (Lehnübersetzung) englisch negative όρος που χρησιμοποιήθηκε von Τζον Χέρσελ (John Herschel)


αρνητικότητα

αρνητικότητα αρνητικός + -ότητα


αρνητισμός

αρνητισμός αρνητής + -ισμός ((Lehnübersetzung) französisch négativisme)


αρνί

αρνί mittelgriechisch ἀρνί(ν) altgriechisch ἀρνίον, υποκοριστικό του ἀρήν indoeuropäisch (Wurzel) *urh₁en


αρνιέμαι

αρνιέμαι von αρχαίο ἀρνοῦμαι


αρνιούμαι

αρνιούμαι von αρχαίο ἀρνοῦμαι


αρνίσιος

αρνίσιος αρνί


αρνόδερμα

αρνόδερμα αρνί + -ο- + δέρμα


αρνούμαι

αρνούμαι altgriechisch ἀρνέομαι, -οῦμαι


Αροάνια

Αροάνια altgriechisch Ἀροάνια


αρόδο

αρόδο venezianisch a roda[1] [2] ή arodo[3] [4] [5]


αροκάρια

αροκάρια Etymologie fehlt


άροση

άροση Etymologie fehlt


άροτρο

άροτρο altgriechisch ἄροτρον


αρουραίος

αρουραίος altgriechisch ἀρουραῖος ἀρόω proto-indogermanisch *h₂erh₃- (οργώνω)


άρπα

άρπα italienisch arpa proto-deutsch *arbiją


άρπαγας

άρπαγας altgriechisch ἅρπαξ


αρπάγη

αρπάγη Etymologie fehlt


αρπαγή

αρπαγή altgriechisch ἁρπαγή


άρπαγμα

άρπαγμα Koine-Griechisch ἅρπαγμα altgriechisch ἁρπάζω


αρπάζω

αρπάζω altgriechisch ἁρπάζω


αρπακολλώ

αρπακολλώ αρπάζω + κολλώ


αρπακτικά


αρπακτικός

αρπακτικός Koine-Griechisch ἁρπακτικός


αρπακτικότητα

αρπακτικότητα αρπακτικός


αρπαχτά

αρπαχτά αρπαχτός


αρπαχτής


αρπίζω

αρπίζω άρπα + -ίζω


άρπισμα

άρπισμα αρπίζω + -μα άρπα italienisch arpa proto-deutsch *arbiją ((Lehnübersetzung) italienisch arpeggio)


αρπισμός

αρπισμός αρπίζω + -μός άρπα italienisch arpa proto-deutsch *arbiją


αρπιστής

αρπιστής von άρπα και την κατάληξη -ιστής


αρπίστρια

αρπίστρια αρπιστής + -τρια


αρραβώνα

αρραβώνα Etymologie fehlt


αρραβώνας

αρραβώνας altgriechisch ἀρραβών


αρραβωνιάζω

αρραβωνιάζω mittelgriechisch Koine-Griechisch ἀρραβωνίζω altgriechisch ἀρραβών


αρραβωνιάρα

αρραβωνιάρα Femininum von αρραβωνιάρης


αρραβωνιάρης

αρραβωνιάρης αρραβώνας


αρραβωνιασμένη


αρραβωνιασμένος

αρραβωνιασμένος Passiv Perfekt von αρραβωνιάζω


αρραβωνιαστικιά

αρραβωνιαστικιά Femininum von αρραβωνιαστικός


αρραβωνιαστικός

αρραβωνιαστικός αρραβώνας


άρρενας

άρρενας altgriechisch ἄρρην


αρρενογονία

αρρενογονία altgriechisch ἀρρενογονία


αρρενωπότητα

αρρενωπότητα αρρενωπός


άρρηκτα

άρρηκτα άρρηκτος + -α altgriechisch ἄρρηκτος


άρρην

άρρην αρχαιοελληνικό ἄρρην / ἄρσην, welches στα αρχαία ιωνικά, αιολικά και κρητικά είναι ἔρσην (ἔρση = δροσιά).


Αρριανός

Αρριανός Etymologie fehlt


αρρυθμία

αρρυθμία Etymologie fehlt


άρρωστα


αρρωσταίνω

αρρωσταίνω altgriechisch ἀρρωστέω / ἀρρωστῶ


άρρωστη


αρρωστημένος

αρρωστημένος Passiv Perfekt von αρρωσταίνω


αρρώστια

αρρώστια mittelgriechisch ἀρρώστια altgriechisch ἀρρωστία


αρρωστιάρης

αρρωστιάρης αρρωστώ


άρρωστος

άρρωστος altgriechisch ἄρρωστος ἀ- + ῥώννυμι


αρρωστοφαγιά

αρρωστοφαγιά Etymologie fehlt


αρσακειάδα

αρσακειάδα Αρσάκειο Wort verwendet ab 1887


αρσανάς

αρσανάς mittelgriechisch ἀρσανάς / ἀρσενάς türkisch tersane venezianisch tersanà arabisch دار الصناعة (ar) دار (ar) (dār: σπίτι) + صناعة (ar) (ṣināʿa: τέχνη, ικανότητα, επιτηδειότητα)


αρσενικό

αρσενικό substantiviertes Neutrum des Adjektivs: αρσενικός. gemeint ist γένος



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback