άρνηση αρνούμαι
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Η απόφαση της Κοινής Εποπτικής Αρχής, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει και την άρνηση κοινοποίησης οποιασδήποτε πληροφορίας, λαμβάνεται σε στενή συνεργασία με την εθνική εποπτική αρχή ή την αρμόδια δικαστική αρχή. | Die Entscheidung der gemeinsamen Kontrollinstanz, die bis zu der Verweigerung jeglicher Übermittlung von Informationen reichen kann, wird in enger Abstimmung mit der nationalen Kontrollinstanz oder der zuständigen Justizbehörde getroffen. Übersetzung bestätigt |
Τα δικαιολογητικά για τα αλιεύματα, και κάθε σχετικό έγγραφο, που έχουν επικυρωθεί σύμφωνα με τα συστήματα δικαιολογητικών για τα αλιεύματα τα οποία έχουν θεσπιστεί από περιφερειακή οργάνωση διαχείρισης της αλιείας και τα οποία αναγνωρίζονται ως σύμφωνα προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, γίνονται αποδεκτά ως πιστοποιητικά αλιευμάτων για τα αλιευτικά προϊόντα από είδη για τα οποία εφαρμόζονται τα συναφή συστήματα δικαιολογητικών για τα αλιεύματα και υπόκεινται στις απαιτήσεις ελέγχου και επαλήθευσης που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του κράτους μέλους εισαγωγής σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 17 και τις διατάξεις σχετικά με την άρνηση εισαγωγής που αναφέρονται στο άρθρο 18. | Die Fangdokumente und alle dazu gehörigen Unterlagen, die in Einklang mit der Fangdokumentationsregelung einer regionalen Fischereiorganisation validiert wurden und die als den Anforderungen dieser Verordnung genügend anerkannt wurden, werden für Fischereierzeugnisse, die von Arten gewonnen werden, für die solche Fangdokumentationsregelungen gelten, als Fangbescheinigungen anerkannt und fallen unter die Kontrollund Überprüfungspflichten des Einfuhrmitgliedstaats gemäß den Artikeln 16 und 17 und die Bestimmungen über die Verweigerung der Einfuhr in Artikel 18. Übersetzung bestätigt |
Η άρνηση ή ο περιορισμός της πρόσβασης πρέπει να διατυπώνεται γραπτώς προς το υποκείμενο των δεδομένων. | Eine Verweigerung oder Einschränkung der Auskunft ist schriftlich mitzuteilen. Übersetzung bestätigt |
Για τους σκοπούς αυτούς, η κοινοποιήσιμη άρνηση είναι δυνατόν, σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες, να περιλαμβάνει άρνηση αδείας για έναρξη διαπραγματεύσεων ή αρνητική απάντηση σε επίσημη αρχική έρευνα για συγκεκριμένη παραγγελία. | Für diese Zwecke kann eine notifizierbare Verweigerung gemäß den nationalen Verfahren auch die Verweigerung der Zustimmung zur Aufnahme von Verhandlungen oder einen abschlägigen Bescheid auf eine förmliche Voranfrage zu einem bestimmten Auftrag umfassen. Übersetzung bestätigt |
άρνηση, περιορισμό, αναστολή ή ανάκληση των πιστοποιητικών· | jede Verweigerung, Einschränkung, Aussetzung oder Rücknahme einer Bescheinigung, Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Noch keine Grammatik zu άρνηση.
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Verweigerung | die Verweigerungen |
Genitiv | der Verweigerung | der Verweigerungen |
Dativ | der Verweigerung | den Verweigerungen |
Akkusativ | die Verweigerung | die Verweigerungen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Ablehnung | die Ablehnungen |
Genitiv | der Ablehnung | der Ablehnungen |
Dativ | der Ablehnung | den Ablehnungen |
Akkusativ | die Ablehnung | die Ablehnungen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Verneinung | die Verneinungen |
Genitiv | der Verneinung | der Verneinungen |
Dativ | der Verneinung | den Verneinungen |
Akkusativ | die Verneinung | die Verneinungen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Negation | die Negationen |
Genitiv | der Negation | der Negationen |
Dativ | der Negation | den Negationen |
Akkusativ | die Negation | die Negationen |
άρνηση η [árnisi] : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αρνούμαι, που εκφράζει: α. ασυμφωνία, απουσία συγκατάθεσης ή αποδοχής: άρνηση συμμετοχής / ανάληψης ευθυνών / παραχώρησης δικαιωμάτων. Tα αιτήματα των εργαζομένων συνάντησαν την άρνηση της εργοδοσίας. β. αντίθεση, αντίδραση, ανυπακοή κάποιου σε κτ.: άρνηση υποταγής / στράτευσης / εκτέλεσης μιας διαταγής. || άρνηση υπηρεσίας, η μη εκτέλεση, από δημόσιο υπάλληλο, της υπηρεσίας που του ανατίθεται. γ. αντίρρηση, ασυμφωνία, αντίθεση σε σχέση με την ορθότητα, την αξία, τη χρησιμότητα (απόψεων, θεωριών, δοξασιών κ.ά.): άρνηση της θρησκείας / της παράδοσης / της χριστιανικής ηθικής / της υλιστικής θεωρίας. || άρνηση του Θεού, της υπαρξής του. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.