{η}  άρνηση Subst.  [arnisi, arnhsh]

{die}    Subst.
(535)
{die}    Subst.
(388)
(365)
{die}    Subst.
(33)
{die}    Subst.
(27)

Etymologie zu άρνηση

άρνηση αρνούμαι


GriechischDeutsch
Η απόφαση της Κοινής Εποπτικής Αρχής, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει και την άρνηση κοινοποίησης οποιασδήποτε πληροφορίας, λαμβάνεται σε στενή συνεργασία με την εθνική εποπτική αρχή ή την αρμόδια δικαστική αρχή.Die Entscheidung der gemeinsamen Kontrollinstanz, die bis zu der Verweigerung jeglicher Übermittlung von Informationen reichen kann, wird in enger Abstimmung mit der nationalen Kontrollinstanz oder der zuständigen Justizbehörde getroffen.

Übersetzung bestätigt

Τα δικαιολογητικά για τα αλιεύματα, και κάθε σχετικό έγγραφο, που έχουν επικυρωθεί σύμφωνα με τα συστήματα δικαιολογητικών για τα αλιεύματα τα οποία έχουν θεσπιστεί από περιφερειακή οργάνωση διαχείρισης της αλιείας και τα οποία αναγνωρίζονται ως σύμφωνα προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, γίνονται αποδεκτά ως πιστοποιητικά αλιευμάτων για τα αλιευτικά προϊόντα από είδη για τα οποία εφαρμόζονται τα συναφή συστήματα δικαιολογητικών για τα αλιεύματα και υπόκεινται στις απαιτήσεις ελέγχου και επαλήθευσης που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του κράτους μέλους εισαγωγής σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 17 και τις διατάξεις σχετικά με την άρνηση εισαγωγής που αναφέρονται στο άρθρο 18.Die Fangdokumente und alle dazu gehörigen Unterlagen, die in Einklang mit der Fangdokumentationsregelung einer regionalen Fischereiorganisation validiert wurden und die als den Anforderungen dieser Verordnung genügend anerkannt wurden, werden für Fischereierzeugnisse, die von Arten gewonnen werden, für die solche Fangdokumentationsregelungen gelten, als Fangbescheinigungen anerkannt und fallen unter die Kontrollund Überprüfungspflichten des Einfuhrmitgliedstaats gemäß den Artikeln 16 und 17 und die Bestimmungen über die Verweigerung der Einfuhr in Artikel 18.

Übersetzung bestätigt

Η άρνηση ή ο περιορισμός της πρόσβασης πρέπει να διατυπώνεται γραπτώς προς το υποκείμενο των δεδομένων.Eine Verweigerung oder Einschränkung der Auskunft ist schriftlich mitzuteilen.

Übersetzung bestätigt

Για τους σκοπούς αυτούς, η κοινοποιήσιμη άρνηση είναι δυνατόν, σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες, να περιλαμβάνει άρνηση αδείας για έναρξη διαπραγματεύσεων ή αρνητική απάντηση σε επίσημη αρχική έρευνα για συγκεκριμένη παραγγελία.Für diese Zwecke kann eine notifizierbare Verweigerung gemäß den nationalen Verfahren auch die Verweigerung der Zustimmung zur Aufnahme von Verhandlungen oder einen abschlägigen Bescheid auf eine förmliche Voranfrage zu einem bestimmten Auftrag umfassen.

Übersetzung bestätigt

άρνηση, περιορισμό, αναστολή ή ανάκληση των πιστοποιητικών·jede Verweigerung, Einschränkung, Aussetzung oder Rücknahme einer Bescheinigung,

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Noch keine Grammatik zu άρνηση.



Singular

Plural

Nominativdie Verweigerung

die Verweigerungen

Genitivder Verweigerung

der Verweigerungen

Dativder Verweigerung

den Verweigerungen

Akkusativdie Verweigerung

die Verweigerungen




Singular

Plural

Nominativdie Ablehnung

die Ablehnungen

Genitivder Ablehnung

der Ablehnungen

Dativder Ablehnung

den Ablehnungen

Akkusativdie Ablehnung

die Ablehnungen




Singular

Plural

Nominativdie Verneinung

die Verneinungen

Genitivder Verneinung

der Verneinungen

Dativder Verneinung

den Verneinungen

Akkusativdie Verneinung

die Verneinungen




Singular

Plural

Nominativdie Negation

die Negationen

Genitivder Negation

der Negationen

Dativder Negation

den Negationen

Akkusativdie Negation

die Negationen




Griechische Definition zu άρνηση

άρνηση η [árnisi] : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αρνούμαι, που εκφράζει: α. ασυμφωνία, απουσία συγκατάθεσης ή αποδοχής: άρνηση συμμετοχής / ανάληψης ευθυνών / παραχώρησης δικαιωμάτων. Tα αιτήματα των εργαζομένων συνάντησαν την άρνηση της εργοδοσίας. β. αντίθεση, αντίδραση, ανυπακοή κάποιου σε κτ.: άρνηση υποταγής / στράτευσης / εκτέλεσης μιας διαταγής. || άρνηση υπηρεσίας, η μη εκτέλεση, από δημόσιο υπάλληλο, της υπηρεσίας που του ανατίθεται. γ. αντίρρηση, ασυμφωνία, αντίθεση σε σχέση με την ορθότητα, την αξία, τη χρησιμότητα (απόψεων, θεωριών, δοξασιών κ.ά.): άρνηση της θρησκείας / της παράδοσης / της χριστιανικής ηθικής / της υλιστικής θεωρίας. || άρνηση του Θεού, της υπαρξής του. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback