Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αποδοκιμάζω

αποδοκιμάζω altgriechisch ἀποδοκιμάζω ((Lehnbedeutung) französisch désapprouver)


αποδοκιμασία

αποδοκιμασία Etymologie fehlt


αποδοκιμαστικά


αποδόμηση

αποδόμηση αποδομώ + -ση ((Lehnübersetzung) französisch déconstruction)


αποδομώ

αποδομώ από + δομώ ((Lehnübersetzung) französisch déconstruire)


απόδοση

απόδοση altgriechisch ἀπόδοσις ἀποδίδωμι ἀπό + δίδωμι


αποδοσμένος

αποδοσμένος: Passiv Perfekt von αποδίδω


αποδοτικότητα

αποδοτικότητα αποδοτικός + -ότητα ((Lehnübersetzung) französisch rentabilité)


αποδοχές

αποδοχές (Lehnbedeutung) französisch recouvrement


αποδοχή

αποδοχή αποδέχομαι


αποδρώ

αποδρώ ελληνιστικό ἀποδρῶ αρχ. ελλ. ἀποδιδράσκω


αποδυναμώνω

αποδυναμώνω Etymologie fehlt


αποδυτήριο

ΔΦΑ : /a.pɔ.ði.ˈti.ɾi.ɔ/


αποεπιταχύνω

αποεπιταχύνω απο- + επιταχύνω


αποζημιώνω

αποζημιώνω Koine-Griechisch ἀποζημιόω / ἀποζημιῶ altgriechisch ζημιόω / ζημιῶ ζημία


αποζημίωση

αποζημίωση Etymologie fehlt


αποζητώ

αποζητώ mittelgriechisch αποζητώ απο- + ζητώ


αποζούδι

αποζούδι απο- + ζούδι


αποζώ

αποζώ altgriechisch ἀποζάω / ἀποζῶ


απόζω

απόζω altgriechisch ἀπόζω από πρόθ. + altgriechisch ὄζω.


απόηχο


απόηχος

απόηχος από- + ήχος


αποθαλασσιά

αποθαλασσιά mittelgriechisch ἀποθαλασσία ἀπό + altgriechisch θάλασσα


αποθαλασσώνω

αποθαλασσώνω απο- + θαλασσώνω


αποθαλάσσωση

αποθαλάσσωση αποθαλασσώνω + -ση


αποθαμός

αποθαμός mittelgriechisch αποθαμός αποθαίνω


αποθανών

αποθανών altgriechisch ἀποθανών, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἀποθνῄσκω θνῄσκω


αποθάρρυνση

αποθάρρυνση αποθαρρύνω + -ση


αποθαρρύνω

αποθαρρύνω απο- + θαρρύνω ((Lehnübersetzung) französisch décourager) (πιθανά γύρω στο 1860· χρησιμοποιήθηκε το πρόθημα απο- σαν στερητικό και welches οδήγησε στη διαφοροποίηση της έννοιας της λέξης, και των παραγώγων της, von παλαιότερη λέξη ἀποθαρρύνω (με mittelgriechisch σημασία το αποθρασύνομαι και αρχαία ενθαρρύνω)


απόθεμα

απόθεμα αποθέτω + -μα ((Lehnbedeutung) französisch dépôt)


αποθεματικό

αποθεματικό απόθεμα και κατάληξη -ικός


αποθεματοποίηση

αποθεματοποίηση αποθεματοποιώ + -ση


αποθερίζω

αποθερίζω altgriechisch ἀποθερίζω


αποθερμαίνω

αποθερμαίνω απο- + θερμαίνω ((Lehnübersetzung) englisch cool down)


αποθέρμανση

αποθέρμανση αποθερμαίνω + -ση


απόθεση

απόθεση altgriechisch ἀπόθεσις


αποθέτης


αποθετικό


αποθετικός

αποθετικός


αποθέτω

αποθέτω mittelgriechisch αποθέτω altgriechisch ἀποτίθημι


αποθεώνω

αποθεώνω αποθεώ


αποθηκάριος

αποθηκάριος Koine-Griechisch ἀποθηκάριος ἀποθήκη + -άριος


αποθήκευση

αποθήκευση αποθηκεύω + -ση


αποθήκευτρα

αποθήκευτρα αποθηκεύω + -τρα


αποθηκεύω

αποθηκεύω Etymologie fehlt


αποθήκη

αποθήκη από + θήκη


αποθηκούλα

αποθηκούλα υποκοριστικό του αποθήκη


αποθηλασμός

αποθηλασμός Koine-Griechisch ἀποθηλασμός ((Lehnbedeutung) französisch ablactation)


αποθηριώνω

αποθηριώνω Koine-Griechisch ἀποθηριόω/ἀποθηριῶ ἀπό + θηρίον


αποθησαυρίζω

αποθησαυρίζω Koine-Griechisch ἀποθησαυρίζω altgriechisch θησαυρίζω θησαυρός (2. (Lehnbedeutung) französisch thésauriser)


αποθησαύριση

αποθησαύριση αποθησαυρίζω + -ση


αποθησαύρισμα

αποθησαύρισμα αποθησαυρίζω + -μα


αποθησαυριστής

αποθησαυριστής αποθησαυρίζω + -τής


αποθνήσκω

αποθνήσκω altgriechisch ἀποθνήσκω


αποθράσυνση

αποθράσυνση αποθρασύνω + -ση altgriechisch ἀποθρασύνομαι, ενεργητική φωνή του ρήματος θρασύνω / θαρσύνω θρασύς proto-indogermanisch *dʰers- *dʰer- (υποστηρίζω, κρατώ)


αποθρασύνω

αποθρασύνω altgriechisch ἀποθρασύνομαι, ενεργητική φωνή του ρήματος θρασύνω / θαρσύνω θρασύς proto-indogermanisch *dʰers- *dʰer- (υποστηρίζω, κρατώ)


αποθυμιά

αποθυμιά mittelgriechisch αποθυμιά αποθυμώ


αποθυμώ

αποθυμώ mittelgriechisch αποθυμώ altgriechisch ἐπιθυμῶ


αποίκηση

αποίκηση ἀποίκησις ἀποικέω, -ῶ


αποικία

αποικία altgriechisch ἀποικία


αποικίζω

αποικίζω altgriechisch ἀποικίζω


αποικιοκρατία

αποικιοκρατία αποικί(α) + -ο- + -κρατία, απόδοση για την englisch colonialism και französisch colonialisme[1][2]


αποικισμός

αποικισμός altgriechisch ἀποικισμός


αποικιστής

αποικιστής altgriechisch ἀποικιστής


αποικοδόμηση

αποικοδόμηση αποικοδομώ + -ση


αποικοδομώ

αποικοδομώ από + οικοδομώ (Lehnübersetzung) deutsch abbauen


άποικος

άποικος altgriechisch ἄποικος ἀπό + οἶκος. Συγχρονικά αναλύεται σε άπ- + οίκος


αποκάθαρση

αποκάθαρση altgriechisch ἀποκάθαρσις ἀποκαθαίρω


αποκαθηλώνω

αποκαθηλώνω mittelgriechisch ἀποκαθηλόω ἀπό + Koine-Griechisch καθηλόω κατά + altgriechisch ἧλος


αποκαθίσταμαι

αποκαθίσταμαι altgriechisch ἀποκαθίσταμαι, μέση φωνή του ἀποκαθίστημι


αποκαθιστώ

αποκαθιστώ ἀποκαθιστῶ altgriechisch ἀποκαθίστημι


αποκαΐδι

αποκαΐδι αποκαίω + -ίδι


αποκαίω

αποκαίω altgriechisch ἀποκαίω


αποκαλόγερος

αποκαλόγερος απο- + καλόγερος


αποκαλυπτήρια

αποκαλυπτήρια substantiviertes Neutrum des Adjektivs: αποκαλυπτήριος


αποκαλυπτικά


αποκαλυπτικότητα

αποκαλυπτικότητα αποκαλυπτικός + -ότητα


αποκαλύπτω

αποκαλύπτω altgriechisch ἀποκαλύπτω


αποκαλώ

αποκαλώ (λόγιο) altgriechisch ἀποκαλέω / ἀποκαλῶ. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + καλώ


αποκάμνω

αποκάμνω altgriechisch ἀποκάμνω


αποκάμωμα

αποκάμωμα αποκάμνω + -μα


αποκάνω

αποκάνω mittelgriechisch αποκάνω altgriechisch ἀποκάμνω


αποκαρδιωμένος

αποκαρδιωμένος: μετοχή παθ. παρακειμένου του ρήματος αποκαρδιώνω


αποκαρδιωμός

αποκαρδιωμός αποκαρδιώνω + -μός


αποκαρδιώνω

αποκαρδιώνω απο- + καρδιά + -ώνω ((Lehnübersetzung) englisch dishearten)


αποκαρδίωση

αποκαρδίωση αποκαρδιώνω + -ση


αποκαρτέρηση

αποκαρτέρηση αποκαρτερώ + -ση


αποκαρτερώ

αποκαρτερώ Koine-Griechisch ἀποκαρτερέω / ἀποκαρτερῶ


αποκαρώνω

αποκαρώνω από + κάρος (νάρκη)


αποκατάσταση

αποκατάσταση altgriechisch ἀποκατάστασις


αποκεντρώνω

αποκεντρώνω απο- + κέντρο + -ώνω ((Lehnübersetzung) französisch décentraliser)


αποκέντρωση

αποκέντρωση αποκεντρώνω + -ση


αποκεφαλίζω

αποκεφαλίζω Koine-Griechisch ἀποκεφαλίζω (2. (Lehnbedeutung) französisch décapiter)


αποκεφαλισμός

αποκεφαλισμός Koine-Griechisch ἀποκεφαλισμός


αποκεφαλιστής

αποκεφαλιστής Koine-Griechisch ἀποκεφαλιστής


αποκήρυξη

αποκήρυξη Koine-Griechisch ἀποκήρυξις


αποκλάδι

αποκλάδι απο- + κλαδί


αποκλεισμός

αποκλεισμός Koine-Griechisch ἀποκλεισμός


αποκλειστικά

αποκλειστικά αποκλειστικός


αποκλειστικότητα

αποκλειστικότητα αποκλειστικός + -ότητα ((Lehnübersetzung) französisch exclusivité)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback