αποθηκεύω Verb  [apothikevo, apothhkeyw]

  Verb
(4)
  Verb
(2)
  Verb
(2)

Etymologie zu αποθηκεύω

αποθηκεύω Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
Πώς πρέπει να αποθηκεύω την πένα BYETTA; • Αποθηκεύστε την πένα BYETTA στο ψυγείο (2οC έως 8oC). • Μη καταψύχετε.Wie soll ich meinen BYETTA Pen aufbewahren? • Im Kühlschrank lagern (2°C 8°C). • Nicht einfrieren.

Übersetzung bestätigt

Πώς πρέπει να αποθηκεύω την πένα BYETTA; • Αποθηκεύστε την πένα BYETTA στο ψυγείο (2οC έως 8oC). • Μη καταψύχετε.Wie soll ich meinen BYETTA Pen aufbewahren? • Im Kühlschrank lagern (2°C – 8°C). • Nicht einfrieren.

Übersetzung bestätigt

Τοποθετώ τα οργανικά σε αυτό το μηχάνημα αφυδάτωσης και τεμαχισμού το οποίο μετατρέπει το φαγητό σε ένα υλικό, το οποίο αποθηκεύω και κομποστοποιώ αργότερα.Ich gebe meinen Essensabfall in diesen wasserentziehenden, verdörrenden Zerkleinerer, welcher Essen in eine Substanz umwandelt, welche ich lagern und später kompostieren kann.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu αποθηκεύω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αποθηκεύωαποθηκεύουμε, αποθηκεύομεαποθηκεύομαιαποθηκευόμαστε
αποθηκεύειςαποθηκεύετεαποθηκεύεσαιαποθηκεύεστε, αποθηκευόσαστε
αποθηκεύειαποθηκεύουν(ε)αποθηκεύεταιαποθηκεύονται
Imper
fekt
αποθήκευααποθηκεύαμεαποθηκευόμουν(α)αποθηκευόμαστε
αποθήκευεςαποθηκεύατεαποθηκευόσουν(α)αποθηκευόσαστε
αποθήκευεαποθήκευαν, αποθηκεύαν(ε)αποθηκευόταν(ε)αποθηκεύονταν
Aoristαποθήκευσα, αποθήκεψααποθηκεύσαμε, αποθηκέψαμεαποθηκεύτηκα, αποθηκεύθηκααποθηκευτήκαμε, αποθηκευθήκαμε
αποθήκευσες, αποθήκεψεςαποθηκεύσατε, αποθηκέψατεαποθηκεύτηκες, αποθηκεύθηκεςαποθηκευτήκατε, αποθηκευθήκατε
αποθήκευσε, αποθήκεψεαποθήκευσαν, αποθηκεύσαν(ε)
αποθήκεψαν, αποθηκέψαν(ε)
αποθηκεύτηκε, αποθηκεύθηκεαποθηκεύτηκαν, αποθηκευτήκαν(ε)
αποθηκεύθηκαν, αποθηκευθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αποθηκεύσει
έχω αποθηκέψει
έχω αποθηκευμένο
έχουμε αποθηκεύσει
έχουμε αποθηκέψει
έχουμε αποθηκευμένο
έχω αποθηκευτεί
έχω αποθηκευθεί
είμαι αποθηκευμένος, -η
έχουμε αποθηκευτεί
έχουμε αποθηκευθεί
είμαστε αποθηκευμένοι, -ες
έχεις αποθηκεύσει
έχεις αποθηκέψει
έχεις αποθηκευμένο
έχετε αποθηκεύσει
έχετε αποθηκέψει
έχετε αποθηκευμένο
έχεις αποθηκευτεί
έχεις αποθηκευθεί
είσαι αποθηκευμένος, -η
έχετε αποθηκευτεί
έχετε αποθηκευθεί
είστε αποθηκευμένοι, -ες
έχει αποθηκεύσει
έχει αποθηκέψει
έχει αποθηκευμένο
έχουν αποθηκεύσει
έχουν αποθηκέψει
έχουν αποθηκευμένο
έχει αποθηκευτεί
έχει αποθηκευθεί
είναι αποθηκευμένος, -η, -ο
έχουν αποθηκευτεί
έχουν αποθηκευθεί
είναι αποθηκευμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αποθηκεύσει
είχα αποθηκέψει
είχα αποθηκευμένο
είχαμε αποθηκεύσει
είχαμε αποθηκέψει
είχαμε αποθηκευμένο
είχα αποθηκευτεί
είχα αποθηκευθεί
ήμουν αποθηκευμένος, -η
είχαμε αποθηκευτεί
είχαμε αποθηκευθεί
ήμαστε αποθηκευμένοι, -ες
είχες αποθηκεύσει
είχες αποθηκέψει
είχες αποθηκευμένο
είχατε αποθηκεύσει
είχατε αποθηκέψει
είχατε αποθηκευμένο
είχες αποθηκευτεί
είχες αποθηκευθεί
ήσουν αποθηκευμένος, -η
είχατε αποθηκευτεί
είχατε αποθηκευθεί
ήσαστε αποθηκευμένοι, -ες
είχε αποθηκεύσει
είχε αποθηκέψει
είχε αποθηκευμένο
είχαν αποθηκεύσει
είχαν αποθηκέψει
είχαν αποθηκευμένο
είχε αποθηκευτεί
είχε αποθηκευθεί
ήταν αποθηκευμένος, -η, -ο
είχαν αποθηκευτεί
είχαν αποθηκευθεί
ήταν αποθηκευμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αποθηκεύωθα αποθηκεύουμε, θα αποθηκεύομεθα αποθηκεύομαιθα αποθηκευόμαστε
θα αποθηκεύειςθα αποθηκεύετεθα αποθηκεύεσαιθα αποθηκεύεστε, θα αποθηκευόσαστε
θα αποθηκεύειθα αποθηκεύουν(ε)θα αποθηκεύεταιθα αποθηκεύονται
Fut
ur
θα αποθηκεύσω, θα αποθηκέψωθα αποθηκεύσουμε, θα αποθηκεύσομε
θα αποθηκέψουμε, θα αποθηκέψομε
θα αποθηκευτώ, θα αποθηκευθώθα αποθηκευτούμε, θα αποθηκευθούμε
θα αποθηκεύσεις, θα αποθηκέψειςθα αποθηκεύσετε, θα αποθηκέψετεθα αποθηκευτείς, θα αποθηκευθείςθα αποθηκευτείτε, θα αποθηκευθείτε
θα αποθηκεύσει, θα αποθηκέψειθα αποθηκεύσουν(ε), θα αποθηκέψουν(ε)θα αποθηκευτεί, θα αποθηκευθείθα αποθηκευτούν(ε), θα αποθηκευθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αποθηκεύσει
θα έχω αποθηκέψει
θα έχω αποθηκευμένο
θα έχουμε αποθηκεύσει
θα έχουμε αποθηκέψει
θα έχουμε αποθηκευμένο
θα έχω αποθηκευτεί
θα έχω αποθηκευθεί
θα είμαι αποθηκευμένος, -η
θα έχουμε αποθηκευτεί
θα έχουμε αποθηκευθεί
θα είμαστε αποθηκευμένοι, -ες
θα έχεις αποθηκεύσει
θα έχεις αποθηκέψει
θα έχεις αποθηκευμένο
θα έχετε αποθηκεύσει
θα έχετε αποθηκέψει
θα έχετε αποθηκευμένο
θα έχεις αποθηκευτεί
θα έχεις αποθηκευθεί
θα είσαι αποθηκευμένος, -η
θα έχετε αποθηκευτεί
θα έχετε αποθηκευθεί
θα είστε αποθηκευμένοι, -ες
θα έχει αποθηκεύσει
θα έχει αποθηκέψει
θα έχει αποθηκευμένο
θα έχουν αποθηκεύσει
θα έχουν αποθηκέψει
θα έχουν αποθηκευμένο
θα έχει αποθηκευτεί
θα έχει αποθηκευθεί
θα είναι αποθηκευμένος, -η, -ο
θα έχουν αποθηκευτεί
θα έχουν αποθηκευθεί
θα είναι αποθηκευμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αποθηκεύωνα αποθηκεύουμε, να αποθηκεύομενα αποθηκεύομαινα αποθηκευόμαστε
να αποθηκεύειςνα αποθηκεύετενα αποθηκεύεσαινα αποθηκεύεστε, να αποθηκευόσαστε
να αποθηκεύεινα αποθηκεύουν(ε)να αποθηκεύεταινα αποθηκεύονται
Aoristνα αποθηκεύσω, να αποθηκέψωνα αποθηκεύσουμε, να αποθηκεύσομε
να αποθηκέψουμε, να αποθηκέψομε
να αποθηκευτώ, να αποθηκευθώνα αποθηκευτούμε, να αποθηκευθούμε
να αποθηκεύσεις, να αποθηκέψειςνα αποθηκεύσετε, να αποθηκέψετενα αποθηκευτείς, να αποθηκευθείςνα αποθηκευτείτε, να αποθηκευθείτε
να αποθηκεύσει, να αποθηκέψεινα αποθηκεύσουν(ε), να αποθηκέψουν(ε)να αποθηκευτεί, να αποθηκευθείνα αποθηκευτούν(ε), να αποθηκευθούν(ε)
Perfνα έχω αποθηκεύσει
να έχω αποθηκέψει
να έχω αποθηκευμένο
να έχουμε αποθηκεύσει
να έχουμε αποθηκέψει
να έχουμε αποθηκευμένο
να έχω αποθηκευτεί
να έχω αποθηκευθεί
να είμαι αποθηκευμένος, -η
να έχουμε αποθηκευτεί
να έχουμε αποθηκευθεί
να είμαστε αποθηκευμένοι, -ες
να έχεις αποθηκεύσει
να έχεις αποθηκέψει
να έχεις αποθηκευμένο
να έχετε αποθηκεύσει
να έχετε αποθηκέψει
να έχετε αποθηκευμένο
να έχεις αποθηκευτεί
να έχεις αποθηκευθεί
να είσαι αποθηκευμένος, -η
να έχετε αποθηκευτεί
να έχετε αποθηκευθεί
να είστε αποθηκευμένοι, -ες
να έχει αποθηκεύσει
να έχει αποθηκέψει
να έχει αποθηκευμένο
να έχουν αποθηκεύσει
να έχουν αποθηκέψει
να έχουν αποθηκευμένο
να έχει αποθηκευτεί
να έχει αποθηκευθεί
να είναι αποθηκευμένος, -η, -ο
να έχουν αποθηκευτεί
να έχουν αποθηκευθεί
να είναι αποθηκευμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαποθήκευεαποθηκεύετεαποθηκεύεστε
Aoristαποθήκευσε, αποθήκεψεαποθηκεύστε, αποθηκεύσετε
αποθηκέψτε, αποθηκέψετε
αποθηκεύσουαποθηκευτείτε, αποθηκευθείτε
Part
izip
Presαποθηκεύονταςαποθηκευόμενος
Perfέχοντας αποθηκεύσει, έχοντας αποθηκέψει
έχοντας αποθηκευμένο
αποθηκευμένος, -η, -οαποθηκευμένοι, -ες, -α
InfinAoristαποθηκεύσει, αποθηκέψειαποθηκευτεί, αποθηκευθεί









Griechische Definition zu αποθηκεύω

αποθηκεύω [apoθikévo] -ομαι : 1.βάζω κτ. σε αποθήκη για να το φυλάξω ή για να το διατηρήσω: Tα εμπορεύματα είναι ευαίσθητα και πρέπει να αποθηκευτούν αμέσως. Πυρηνικές κεφαλές είναι αποθηκευμένες σε ελληνικό έδαφος. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback