speichern
 Verb

αποθηκεύω Verb
(2)
σώζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wenn wir beispielsweise als eine der großen Zielsetzungen haben, den Anteil der erneuerbaren Energie zu steigern, aber grundsätzlich auch energieeffizienter sein wollen, dann ist etwa die Frage der Forschung "Wie kann ich Elektrizität speichern, bereithalten und dann zur Verfügung stellen, wenn ich sie brauche?" ganz wichtig, um noch effizienter bei der Generierung von Energie zu sein.Εάν, για παράδειγμα, ένας από τους κύριους στόχους μας είναι η αύξηση του ποσοστού ανανεώσιμης ενέργειας, αλλά κατά βάση θέλουμε επίσης να επιτυγχάνουμε μεγαλύτερη ενεργειακή απόδοση, τότε ένα πολύ σημαντικό θέμα έρευνας θα μπορούσε να αποτελεί το εξής ερώτημα: "Πώς μπορώ να αποθηκεύω ηλεκτρική ενέργεια, να την διατηρώ σε ετοιμότητα χρήσης και να την καθιστώ διαθέσιμη όταν την χρειάζομαι;".

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αποθηκεύωαποθηκεύουμε, αποθηκεύομεαποθηκεύομαιαποθηκευόμαστε
αποθηκεύειςαποθηκεύετεαποθηκεύεσαιαποθηκεύεστε, αποθηκευόσαστε
αποθηκεύειαποθηκεύουν(ε)αποθηκεύεταιαποθηκεύονται
Imper
fekt
αποθήκευααποθηκεύαμεαποθηκευόμουν(α)αποθηκευόμαστε
αποθήκευεςαποθηκεύατεαποθηκευόσουν(α)αποθηκευόσαστε
αποθήκευεαποθήκευαν, αποθηκεύαν(ε)αποθηκευόταν(ε)αποθηκεύονταν
Aoristαποθήκευσα, αποθήκεψααποθηκεύσαμε, αποθηκέψαμεαποθηκεύτηκα, αποθηκεύθηκααποθηκευτήκαμε, αποθηκευθήκαμε
αποθήκευσες, αποθήκεψεςαποθηκεύσατε, αποθηκέψατεαποθηκεύτηκες, αποθηκεύθηκεςαποθηκευτήκατε, αποθηκευθήκατε
αποθήκευσε, αποθήκεψεαποθήκευσαν, αποθηκεύσαν(ε)
αποθήκεψαν, αποθηκέψαν(ε)
αποθηκεύτηκε, αποθηκεύθηκεαποθηκεύτηκαν, αποθηκευτήκαν(ε)
αποθηκεύθηκαν, αποθηκευθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αποθηκεύσει
έχω αποθηκέψει
έχω αποθηκευμένο
έχουμε αποθηκεύσει
έχουμε αποθηκέψει
έχουμε αποθηκευμένο
έχω αποθηκευτεί
έχω αποθηκευθεί
είμαι αποθηκευμένος, -η
έχουμε αποθηκευτεί
έχουμε αποθηκευθεί
είμαστε αποθηκευμένοι, -ες
έχεις αποθηκεύσει
έχεις αποθηκέψει
έχεις αποθηκευμένο
έχετε αποθηκεύσει
έχετε αποθηκέψει
έχετε αποθηκευμένο
έχεις αποθηκευτεί
έχεις αποθηκευθεί
είσαι αποθηκευμένος, -η
έχετε αποθηκευτεί
έχετε αποθηκευθεί
είστε αποθηκευμένοι, -ες
έχει αποθηκεύσει
έχει αποθηκέψει
έχει αποθηκευμένο
έχουν αποθηκεύσει
έχουν αποθηκέψει
έχουν αποθηκευμένο
έχει αποθηκευτεί
έχει αποθηκευθεί
είναι αποθηκευμένος, -η, -ο
έχουν αποθηκευτεί
έχουν αποθηκευθεί
είναι αποθηκευμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αποθηκεύσει
είχα αποθηκέψει
είχα αποθηκευμένο
είχαμε αποθηκεύσει
είχαμε αποθηκέψει
είχαμε αποθηκευμένο
είχα αποθηκευτεί
είχα αποθηκευθεί
ήμουν αποθηκευμένος, -η
είχαμε αποθηκευτεί
είχαμε αποθηκευθεί
ήμαστε αποθηκευμένοι, -ες
είχες αποθηκεύσει
είχες αποθηκέψει
είχες αποθηκευμένο
είχατε αποθηκεύσει
είχατε αποθηκέψει
είχατε αποθηκευμένο
είχες αποθηκευτεί
είχες αποθηκευθεί
ήσουν αποθηκευμένος, -η
είχατε αποθηκευτεί
είχατε αποθηκευθεί
ήσαστε αποθηκευμένοι, -ες
είχε αποθηκεύσει
είχε αποθηκέψει
είχε αποθηκευμένο
είχαν αποθηκεύσει
είχαν αποθηκέψει
είχαν αποθηκευμένο
είχε αποθηκευτεί
είχε αποθηκευθεί
ήταν αποθηκευμένος, -η, -ο
είχαν αποθηκευτεί
είχαν αποθηκευθεί
ήταν αποθηκευμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αποθηκεύωθα αποθηκεύουμε, θα αποθηκεύομεθα αποθηκεύομαιθα αποθηκευόμαστε
θα αποθηκεύειςθα αποθηκεύετεθα αποθηκεύεσαιθα αποθηκεύεστε, θα αποθηκευόσαστε
θα αποθηκεύειθα αποθηκεύουν(ε)θα αποθηκεύεταιθα αποθηκεύονται
Fut
ur
θα αποθηκεύσω, θα αποθηκέψωθα αποθηκεύσουμε, θα αποθηκεύσομε
θα αποθηκέψουμε, θα αποθηκέψομε
θα αποθηκευτώ, θα αποθηκευθώθα αποθηκευτούμε, θα αποθηκευθούμε
θα αποθηκεύσεις, θα αποθηκέψειςθα αποθηκεύσετε, θα αποθηκέψετεθα αποθηκευτείς, θα αποθηκευθείςθα αποθηκευτείτε, θα αποθηκευθείτε
θα αποθηκεύσει, θα αποθηκέψειθα αποθηκεύσουν(ε), θα αποθηκέψουν(ε)θα αποθηκευτεί, θα αποθηκευθείθα αποθηκευτούν(ε), θα αποθηκευθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αποθηκεύσει
θα έχω αποθηκέψει
θα έχω αποθηκευμένο
θα έχουμε αποθηκεύσει
θα έχουμε αποθηκέψει
θα έχουμε αποθηκευμένο
θα έχω αποθηκευτεί
θα έχω αποθηκευθεί
θα είμαι αποθηκευμένος, -η
θα έχουμε αποθηκευτεί
θα έχουμε αποθηκευθεί
θα είμαστε αποθηκευμένοι, -ες
θα έχεις αποθηκεύσει
θα έχεις αποθηκέψει
θα έχεις αποθηκευμένο
θα έχετε αποθηκεύσει
θα έχετε αποθηκέψει
θα έχετε αποθηκευμένο
θα έχεις αποθηκευτεί
θα έχεις αποθηκευθεί
θα είσαι αποθηκευμένος, -η
θα έχετε αποθηκευτεί
θα έχετε αποθηκευθεί
θα είστε αποθηκευμένοι, -ες
θα έχει αποθηκεύσει
θα έχει αποθηκέψει
θα έχει αποθηκευμένο
θα έχουν αποθηκεύσει
θα έχουν αποθηκέψει
θα έχουν αποθηκευμένο
θα έχει αποθηκευτεί
θα έχει αποθηκευθεί
θα είναι αποθηκευμένος, -η, -ο
θα έχουν αποθηκευτεί
θα έχουν αποθηκευθεί
θα είναι αποθηκευμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αποθηκεύωνα αποθηκεύουμε, να αποθηκεύομενα αποθηκεύομαινα αποθηκευόμαστε
να αποθηκεύειςνα αποθηκεύετενα αποθηκεύεσαινα αποθηκεύεστε, να αποθηκευόσαστε
να αποθηκεύεινα αποθηκεύουν(ε)να αποθηκεύεταινα αποθηκεύονται
Aoristνα αποθηκεύσω, να αποθηκέψωνα αποθηκεύσουμε, να αποθηκεύσομε
να αποθηκέψουμε, να αποθηκέψομε
να αποθηκευτώ, να αποθηκευθώνα αποθηκευτούμε, να αποθηκευθούμε
να αποθηκεύσεις, να αποθηκέψειςνα αποθηκεύσετε, να αποθηκέψετενα αποθηκευτείς, να αποθηκευθείςνα αποθηκευτείτε, να αποθηκευθείτε
να αποθηκεύσει, να αποθηκέψεινα αποθηκεύσουν(ε), να αποθηκέψουν(ε)να αποθηκευτεί, να αποθηκευθείνα αποθηκευτούν(ε), να αποθηκευθούν(ε)
Perfνα έχω αποθηκεύσει
να έχω αποθηκέψει
να έχω αποθηκευμένο
να έχουμε αποθηκεύσει
να έχουμε αποθηκέψει
να έχουμε αποθηκευμένο
να έχω αποθηκευτεί
να έχω αποθηκευθεί
να είμαι αποθηκευμένος, -η
να έχουμε αποθηκευτεί
να έχουμε αποθηκευθεί
να είμαστε αποθηκευμένοι, -ες
να έχεις αποθηκεύσει
να έχεις αποθηκέψει
να έχεις αποθηκευμένο
να έχετε αποθηκεύσει
να έχετε αποθηκέψει
να έχετε αποθηκευμένο
να έχεις αποθηκευτεί
να έχεις αποθηκευθεί
να είσαι αποθηκευμένος, -η
να έχετε αποθηκευτεί
να έχετε αποθηκευθεί
να είστε αποθηκευμένοι, -ες
να έχει αποθηκεύσει
να έχει αποθηκέψει
να έχει αποθηκευμένο
να έχουν αποθηκεύσει
να έχουν αποθηκέψει
να έχουν αποθηκευμένο
να έχει αποθηκευτεί
να έχει αποθηκευθεί
να είναι αποθηκευμένος, -η, -ο
να έχουν αποθηκευτεί
να έχουν αποθηκευθεί
να είναι αποθηκευμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαποθήκευεαποθηκεύετεαποθηκεύεστε
Aoristαποθήκευσε, αποθήκεψεαποθηκεύστε, αποθηκεύσετε
αποθηκέψτε, αποθηκέψετε
αποθηκεύσουαποθηκευτείτε, αποθηκευθείτε
Part
izip
Presαποθηκεύονταςαποθηκευόμενος
Perfέχοντας αποθηκεύσει, έχοντας αποθηκέψει
έχοντας αποθηκευμένο
αποθηκευμένος, -η, -οαποθηκευμένοι, -ες, -α
InfinAoristαποθηκεύσει, αποθηκέψειαποθηκευτεί, αποθηκευθεί




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σώζωσώζουμε, σώζομεσώζομαισωζόμαστε
σώζειςσώζετεσώζεσαισώζεστε, σωζόσαστε
σώζεισώζουν(ε)σώζεταισώζονται
Imper
fekt
έσωζασώζαμεσωζόμουν(α)σωζόμαστε, σωζόμασταν
έσωζεςσώζατεσωζόσουν(α)σωζόσαστε, σωζόσασταν
έσωζεέσωζαν, σώζαν(ε)σωζόταν(ε)σώζονταν, σωζόντανε, σωζόντουσαν
Aoristέσωσασώσαμεσώθηκασωθήκαμε
έσωσεςσώσατεσώθηκεςσωθήκατε
έσωσεέσωσαν, σώσαν(ε)σώθηκεσώθηκαν, σωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σώσει
έχω σωσμένο
έχουμε σώσει
έχουμε σωσμένο
έχω σωθεί
είμαι σωσμένος, -η
έχουμε σωθεί
είμαστε σωσμένοι, -ες
έχεις σώσει
έχεις σωσμένο
έχετε σώσει
έχετε σωσμένο
έχεις σωθεί
είσαι σωσμένος, -η
έχετε σωθεί
είστε σωσμένοι, -ες
έχει σώσει
έχει σωσμένο
έχουν σώσει
έχουν σωσμένο
έχει σωθεί
είναι σωσμένος, -η, -ο
έχουν σωθεί
είναι σωσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σώσει
είχα σωσμένο
είχαμε σώσει
είχαμε σωσμένο
είχα σωθεί
ήμουν σωσμένος, -η
είχαμε σωθεί
ήμαστε σωσμένοι, -ες
είχες σώσει
είχες σωσμένο
είχατε σώσει
είχατε σωσμένο
είχες σωθεί
ήσουν σωσμένος, -η
είχατε σωθεί
ήσαστε σωσμένοι, -ες
είχε σώσει
είχε σωσμένο
είχαν σώσει
είχαν σωσμένο
είχε σωθεί
ήταν σωσμένος, -η, -ο
είχαν σωθεί
ήταν σωσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σώζωθα σώζουμε, θα σώζομεθα σώζομαιθα σωζόμαστε
θα σώζειςθα σώζετεθα σώζεσαιθα σώζεστε, θα σωζόσαστε
θα σώζειθα σώζουν(ε)θα σώζεταιθα σώζονται
Fut
ur
θα σώσωθα σώσουμε, θα σώσομεθα σωθώθα σωθούμε
θα σώσειςθα σώσετεθα σωθείςθα σωθείτε
θα σώσειθα σώσουνθα σωθείθα σωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σώσει
θα έχω σωσμένο
θα έχουμε σώσει
θα έχουμε σωσμένο
θα έχω σωθεί
θα είμαι σωσμένος, -η
θα έχουμε σωθεί
θα είμαστε σωσμένοι, -ες
θα έχεις σώσει
θα έχεις σωσμένο
θα έχετε σώσει
θα έχετε σωσμένο
θα έχεις σωθεί
θα είσαι σωσμένος, -η
θα έχετε σωθεί
θα είστε σωσμένοι, -ες
θα έχει σώσει
θα έχει σωσμένο
θα έχουν σώσει
θα έχουν σωσμένο
θα έχει σωθεί
θα είναι σωσμένος, -η, -ο
θα έχουν σωθεί
θα είναι σωσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σώζωνα σώζουμε, να σώζομενα σώζομαινα σωζόμαστε
να σώζειςνα σώζετενα σώζεσαινα σώζεστε, να σωζόσαστε
να σώζεινα σώζουν(ε)να σώζεταινα σώζονται
Aoristνα σώσωνα σώσουμε, να σώσομενα σωθώνα σωθούμε
να σώσειςνα σώσετενα σωθείςνα σωθείτε
να σώσεινα σώσουν(ε)να σωθείνα σωθούν(ε)
Perfνα έχω σώσει
να έχω σωσμένο
να έχουμε σώσει
να έχουμε σωσμένο
να έχω σωθεί
να είμαι σωσμένος, -η
να έχουμε σωθεί
να είμαστε σωσμένοι, -ες
να έχεις σώσει
να έχεις σωσμένο
να έχετε σώσει
να έχετε σωσμένο
να έχεις σωθεί
να είσαι σωσμένος, -η
να έχετε σωθεί
να είστε σωσμένοι, -ες
να έχει σώσει
να έχει σωσμένο
να έχουν σώσει
να έχουν σωσμένο
να έχει σωθεί
να είναι σωσμένος, -η, -ο
να έχουν σωθεί
να είναι σωσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσώζεσώζετεσώζεστε
Aoristσώσεσώστε, σώσετεσώσουσωθείτε
Part
izip
Presσώζοντας
Perfέχοντας σώσει, έχοντας σωσμένοσωσμένος, -η, -οσωσμένοι, -ες, -α
InfinAoristσώσεισωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback