Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ανθοτόπι

ανθοτόπι άνθος + -ο- + τόπος + -ι


ανθότοπος

ανθότοπος άνθος + -ο- + τόπος


ανθότυρο

ανθότυρο mittelgriechisch ἀθότυρο μετά από λόγια επέμβαση που αποκατέστησε το χαμένο ν στο συνθετικό ἄθος και ἀθθός και ἀθός (που συνυπήρξε στο μεσαίωνα με το ἄνθος αλλά όχι για τα τυροκομικά)


ανθοφορία

ανθοφορία Koine-Griechisch ἀνθοφορία altgriechisch ἀνθοφόρος ἄνθος + φέρω


ανθοφορώ

ανθοφορώ Koine-Griechisch ἀνθοφορῶ


ανθρακαποθήκη

ανθρακαποθήκη άνθρακας + αποθήκη


άνθρακας

άνθρακας altgriechisch ἄνθραξ


ανθράκευση

ανθράκευση ανθρακεύω + -ση Koine-Griechisch ἀνθρακεύω altgriechisch ἄνθραξ, Lehnübersetzung από τη französisch charbonnage


ανθρακιά

ανθρακιά altgriechisch ἀνθρακιά ἄνθραξ


ανθρακικό

ανθρακικό substantiviertes Adjektiv από τη φράση ανθρακικό οξύ


ανθρακίτης

ανθρακίτης englisch anthracite lateinisch anthracitis Koine-Griechisch ἀνθρακῖτις (αντιδάνειο) altgriechisch ἄνθραξ


ανθρακοποίηση

ανθρακοποίηση άνθρακας + -ο- + -ποίηση ((Lehnübersetzung) französisch carbonisation)


ανθρακώνω

ανθρακώνω mittelgriechisch ἀνθρακόω altgriechisch ἀνθρακόομαι ἄνθραξ


ανθρακωρυχείο

ανθρακωρυχείο άνθρακας + ορυχείο ( altgriechisch ὀρύττω· (το ω (ανθρακωρυχείο) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)


ανθρακωρύχος

ανθρακωρύχος άνθρακας + -ωρύχος ( altgriechisch ὀρύττω· το ω (ανθρακωρύχος) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)


ανθράκωση

ανθράκωση Koine-Griechisch ἀνθράκωσις altgriechisch ἀνθρακόομαι ἄνθραξ


άνθραξ

άνθραξ altgriechisch και (Katharevousa) ἄνθραξ


ανθρωπάκι

ανθρωπάκι άνθρωπ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι


ανθρωπάκος

ανθρωπάκος άνθρωπ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκος


ανθρωπάριο

ανθρωπάριο άνθρωπος + υποκοριστικό επίθημα -άριο altgriechisch ἀνθρωπάριον, ἄνθρωπος + υποκοριστικό επίθημα -άριον


ανθρωπιά

ανθρωπιά mittelgriechisch άνθρωπος + -ιά


ανθρώπινα

ανθρώπινα ανθρώπινος + -α


ανθρώπινο


ανθρώπινος

ανθρώπινος altgriechisch ἀνθρώπινος ἄνθρωπος


ανθρωπισμός

ανθρωπισμός Koine-Griechisch ἀνθρωπισμός ἄνθρωπος + -ισμός ((Lehnbedeutung) γερμανικά Humanismus ή γαλλικά humanisme neulateinisch humanismus)


ανθρωπιστής

ανθρωπιστής ἀνθρωπιστής altgriechisch ἀνθρωπίζω


ανθρωπιστικά

ανθρωπιστικά ανθρωπιστικός


ανθρωπογεωγραφία

ανθρωπογεωγραφία (entlehnt aus) französisch anthropogéographie ανθρωπο- + γεωγραφία / altgriechisch ἄνθρωπος + Koine-Griechisch γεωγραφία


ανθρωπογνωσία

ανθρωπογνωσία (entlehnt aus) französisch anthropognosie ανθρωπο- + -γνωσία / altgriechisch ἄνθρωπος + γιγνώσκω


ανθρωποειδής

ανθρωποειδής ανθρωπο- + -ειδής


ανθρωποθάλασσα

ανθρωποθάλασσα ανθρωπο- + θάλασσα


ανθρωποθυσία

ανθρωποθυσία Koine-Griechisch ἀνθρωποθυσία altgriechisch ἄνθρωπος + θυσία / ανθρωπο- + θυσία


ανθρωποκεντρικά


ανθρωποκεντρισμός

ανθρωποκεντρισμός άνθρωπος + κέντρο


ανθρωποκτονία

ανθρωποκτονία Koine-Griechisch ἀνθρωποκτονία altgriechisch ἄνθρωπος + κτείνω / ανθρωπο- + -κτονία


ανθρωποκτόνος


ανθρωποκυνηγητό

ανθρωποκυνηγητό άνθρωπος + -ο- + κυνηγητό ((Lehnübersetzung) englisch manhunt)


ανθρωπολογία

ανθρωπολογία (entlehnt aus) französisch anthropologie altgriechisch ἄνθρωπος + λέγω


ανθρωπολογικά

ανθρωπολογικά ανθρωπολογικός


ανθρωπολόγος

ανθρωπολόγος (entlehnt aus) (λόγιο δάνειο) französisch anthropologue antrhopologie altgriechisch ἄνθρωπος + λόγος. Αναλύεται σε ανθρωπο- + -λόγος


ανθρωπολόι

ανθρωπολόι άνθρωπος + -ο- + -λόι


ανθρωπομάζεμα

ανθρωπομάζεμα άνθρωπος + -ο- + μάζεμα


ανθρωπομάζωμα

ανθρωπομάζωμα άνθρωπος + -ο- + μάζωμα


ανθρωπομάνι

ανθρωπομάνι άνθρωπος και -μάνι (πλήθος, από τη lateinisch λέξη manus, χέρι αλλά και πλήθος)


ανθρωπομετρία

ανθρωπομετρία (entlehnt aus) französisch anthropométrie altgriechisch ἄνθρωπος + μέτρον


ανθρωπομετρική


ανθρωπομορφικά


ανθρωπομορφισμός

ανθρωπομορφισμός (entlehnt aus) französisch anthropomorphisme altgriechisch ἄνθρωπος + μορφή


ανθρωπόμορφος

ανθρωπόμορφος altgriechisch ἀνθρωπόμορφος ἄνθρωπος + μορφή


ανθρωποπάζαρο

ανθρωποπάζαρο ανθρωπο- + παζάρ(ι) + -ο


άνθρωπος

άνθρωπος altgriechisch ἄνθρωπος


ανθρωποσύναξη

ανθρωποσύναξη ανθρωπο- + σύναξη


ανθρωποσφαγή

ανθρωποσφαγή Koine-Griechisch ἀνθρωποσφαγία altgriechisch ἀνθρωποσφαγέω ἄνθρωπος + σφάττω


ανθρωπότης

ανθρωπότης Etymologie fehlt


ανθρωπότητα

ανθρωπότητα von μεταγενέστερο ἀνθρωπότης. Από το ἄνθρωπος.


ανθρωποφαγία

ανθρωποφαγία altgriechisch ἀνθρωποφαγία


ανθρωποφάγος

ανθρωποφάγος altgriechisch ἀνθρωποφάγος ἄνθρωπος + φαγεῖν


ανθρωποφοβία

ανθρωποφοβία (entlehnt aus) französisch anthropophobie altgriechisch ἄνθρωπος + φόβος


ανθρωποώρα

ανθρωποώρα άνθρωπος + -ο- + ώρα ((Lehnübersetzung) englisch man-hour)


ανθρωπωνυμικό

ανθρωπωνυμικό ανθρωπωνυμικός ανθρωπωνύμιο + -ικός


ανθρωπωνύμιο

ανθρωπωνύμιο ανθρωπο- ( άνθρωπος) + -ωνύμιο ( όνομα), (Lehnbedeutung) französisch anthroponyme. Το ω (ανθρωπωνύμιο) εξηγείται von νόμο της συνθετικής έκτασης)


ανθυγιεινότητα

ανθυγιεινότητα ανθυγιεινός + -ότητα


ανθύλλιο

ανθύλλιο Koine-Griechisch ἀνθύλλιον altgriechisch ἄνθος


ανθυπασπιστής

ανθυπασπιστής αντί- + υπασπιστής


ανθυπαστυνόμος

ανθυπαστυνόμος (αντί) ανθ- + υπαστυνόμος ((υπ- + αστυνομος)


ανθύπατος

ανθύπατος Koine-Griechisch ἀνθύπατος ((Lehnübersetzung) lateinisch proconsul) ἀντί + ὕπατος


ανθυπίατρος

ανθυπίατρος Etymologie fehlt


ανθυπίλαρχος

ανθυπίλαρχος ανθ- (αντί) + υπίλαρχος


ανθυποβρύχιο

ανθυποβρύχιο ανθ- + υποβρύχιο ((Lehnübersetzung) englisch submarine chaser)


ανθυποκτηνίατρος

ανθυποκτηνίατρος ανθ- + υποκτηνίατρος


ανθυπολοχαγός

ανθυπολοχαγός (αντι-) ανθ- + υπολοχαγός (υπο- + λοχαγός)


ανθυπομοίραρχος

ανθυπομοίραρχος ανθ- + υπομοίραρχος μοίραρχος μοίρα


ανθυποπλοίαρχος

ανθυποπλοίαρχος ανθ- + υποπλοίαρχος


ανθυποπυραγός

ανθυποπυραγός Etymologie fehlt


ανθυποσμηναγός

ανθυποσμηναγός (αντι-) ανθ- + υποσμηναγός (υπο- + σμηναγός)


ανθυποφορά

ανθυποφορά Koine-Griechisch ἀνθυποφορά altgriechisch ὑποφορά ὑποφέρω φέρω indoeuropäisch (Wurzel) *bʰer-


ανθών


ανία

ανία altgriechisch ἀνία


ανιαρότητα

ανιαρότητα Katharevousa ανιαρότης ανιαρός + -ότης


ανίατος

ανίατος altgriechisch ἀνίατος ἀ- στερητικό + ἰάομαι, -ῶμαι (θεραπεύω) + -τος


ανίδεα


ανίδεος

ανίδεος αν- στερητικό + ιδέα


ανιδιοτέλεια

ανιδιοτέλεια αν- + ιδιοτέλεια (Lehnübersetzung) deutsch Uneigennützigkeit


ανιδιοτελής

ανιδιοτελής αν στερητικό + ιδιοτελής


ανιδιοτελώς

ανιδιοτελώς ανιδιοτελής + -ώς


ανίδρυση

ανίδρυση Katharevousa ανίδρυσις ανιδρύω + -σις Koine-Griechisch ἀνιδρύω altgriechisch ἱδρύω


ανιδρύω

ανιδρύω Koine-Griechisch ἀνιδρύω altgriechisch ἱδρύω


ανίερος

ανίερος altgriechisch ἀνίερος ἀν- + ἱερός


ανίκανα


ανικανοποίηση

ανικανοποίηση αν- + ικανοποίηση


ανικανοποίητο

ανικανοποίητο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: ανικανοποίητος


ανικανοποίητος

ανικανοποίητος αν- + ικανοποιώ + -τος ((Lehnübersetzung) französisch insatisfait)


ανίκανος

ανίκανος Koine-Griechisch ἀνίκανος ἀν- + ἱκανός ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι (2. (Lehnbedeutung) französisch impuissant)


ανικανότητα

ανικανότητα Katharevousa ανικανότης Koine-Griechisch ἀνικανότης


ανίκητος

ανίκητος altgriechisch ἀνίκητος νικάω / νικῶ


ανιλίνη

ανιλίνη französisch aniline deutsch Anilin proto-französisch anil (λουλακί) + -in arabisch نيل (nīl) persisch نیل (nīl: λουλακί) sanskritisch नीला] (βαθύ μπλε)


ανιματέρ

ανιματέρ französisch animateur animer +‎ -ateur lateinisch animare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος animo indoeuropäisch (Wurzel) *h₂én- (πνεύμα)


ανιμισμός

ανιμισμός französisch animisme + -ισμός lateinisch anima indoeuropäisch (Wurzel) *h₂enh₁- (αναπνοή)


ανιόν

ανιόν englisch anion altgriechisch ἀνιόν, ουδέτερο μετοχής του ἄνειμι εἶμι (αντιδάνειο)


ανιόντες

ανιόντες Mehrzahl von ανιών altgriechisch ἀνιών, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄνειμι εἶμι ((Lehnbedeutung) französisch ascendant)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback