Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



παναθηναϊκός

παναθηναϊκός altgriechisch παναθηναϊκός Ἀθῆναι


πανάθλιος

πανάθλιος παν- + άθλιος


πανάκι

πανάκι παν(ί) + υποκοριστικό επίθημα -άκι


παναμάς

παναμάς von ομώνυμο κράτος της κεντρικής Αμερικής


παναμερικανισμός

παναμερικανισμός Etymologie fehlt


παναμώμητος

παναμώμητος mittelgriechisch παν + αμώμητος


πανάμωμος

πανάμωμος παν + άμωμος


παναραβισμός

παναραβισμός Etymologie fehlt


παναραβιστής

παναραβιστής Etymologie fehlt


πανάσχημος

πανάσχημος → siehe: παν- και άσχημος


πανδαιμόνιο

πανδαιμόνιο englisch pandaemonium Ρandaemonium[1] altgriechisch πᾶν + δαίμων (αντιδάνειο)


πανδαισία

πανδαισία altgriechisch πανδαισία παν- + δαίς δαίω


πανδαμάτωρ

πανδαμάτωρ προέρχεται από τη λέξη «παν» που σημαίνει «όλα, τα πάντα» και το αρχαίο ρήμα «δάμνημι» που σημαίνει «δαμάζω».


πανδέκτης

πανδέκτης Koine-Griechisch πανδέκτης altgriechisch πᾶς + δέκτης δέχομαι


πανδημία

πανδημία (entlehnt aus) neulateinisch pandemia altgriechisch πανδημία πάνδημος + -ία πᾶν + δῆμος


πάνδημος

πάνδημος altgriechisch παν + δήμος


πανδοχέας

πανδοχέας altgriechisch πανδοκεύς παν- + δέχομαι


πανδοχείο

πανδοχείο altgriechisch πανδοκεῖον


πανέ

πανέ französisch pané paner pain lateinisch panis *pāstnis indoeuropäisch (Wurzel) *peh₂-


πάνελ

πάνελ englisch panel


πανέμορφα


πανέμορφος

πανέμορφος mittelgriechisch πανέμορφος / πανεύμορφος altgriechisch παν- + εὔμορφος


πανενθεϊσμός

πανενθεϊσμός παν- + -εν- + θεϊσμός


πανεπιστήμιο

πανεπιστήμιο spätgriechisch πανεπιστήμιον παν + επιστήμη ((Lehnübersetzung) (λατινικά) universitas) Λέξη που πλάσθηκε von Αδαμάντιο Κοραή το 1810 (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Β, σελ. 763)


πανεπιστημιούπολη

πανεπιστημιούπολη πανεπιστήμιο + -ούπολη


πανεράς

πανεράς πανέρι + -άς mittelgriechisch πανέρι Koine-Griechisch πανάριον lateinisch panarium


πανέρι

πανέρι mittelgriechisch πανέρι Koine-Griechisch πανάριον lateinisch panarium panis *pāstnis indoeuropäisch (Wurzel) *peh₂-


πανζουρλισμός

πανζουρλισμός παν- + ζούρλα + -ισμός Πρωτοαπαντά το 1896 (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Β, σελ. 764)


πανήγυρη

πανήγυρη altgriechisch πανήγυρις


πανηγύρι

πανηγύρι mittelgriechisch πανηγύριν Koine-Griechisch πανηγύριον, υποκοριστικό του (altgriechisch ) πανήγυρις


πανηγυρίζω

πανηγυρίζω Etymologie fehlt


πανηγυρικός

πανηγυρικός altgriechisch


πανήγυρις

Τὴν ἑσπέραν τῆς Παρασκευῆς, 25 Σεπτεμβρίου, ὡδεύομεν ὁμοῦ ἀνὰ τὴν ἀμπελόφυτον πεδιάδα, ἀπερχόμενοι εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, μετόχιον τοῦ ἱεροῦ Κοινοβίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἐτελεῖτο ἐκεῖ μικρὰ πανήγυρις. Ἔμελλε νὰ γίνῃ παννυχίς ἀπὸ τῆς ἐνάτης ὥρας μέχρι τῆς τρίτης τοῦ ὄρθρου, εἶτα δέ, μετὰ δίωρον διάλειμμα, θὰ ἐτελεῖτο λειτουργία. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αμαρτίας φάντασμα)


πανηγυρισμός

πανηγυρισμός Koine-Griechisch πανηγυρίζω


πανηγυριστής

πανηγυριστής Etymologie fehlt


πανηγυριτζής

πανηγυριτζής πανηγύρ(ι) + -ιτζής (ή -τζής για τη μορφή πανηγυρτζής)


πανηγυριώτης

πανηγυριώτης πανηγύρ(ι) + -ιώτης


πανθεϊσμός

πανθεϊσμός Etymologie fehlt


πανθεϊστής

πανθεϊστής Etymologie fehlt


πάνθεο

πάνθεο Etymologie fehlt


πάνθηρας

πάνθηρας altgriechisch πάνθηρ


πανί

πανί mittelgriechisch πανίον Koine-Griechisch πάννος lateinisch pannus proto-indogermanisch *peh₂n- (ύφασμα)


πανιάζω

πανιάζω Etymologie fehlt


πανίδα


πανίερος

πανίερος Koine-Griechisch


πανικός

πανικός altgriechisch πανικός, ο αναφερόμενος στον θεό Πάνα


πανισλαμισμός

πανισλαμισμός παν- + ισλαμισμός französisch panislamisme


πανισλαμιστής

πανισλαμιστής πανισλαμισ(μός) + -τής


πανκ

πανκ englisch punk


παννυχίδα

παννυχίδα altgriechisch παννυχίς πᾶς + νύχος + -ίς νύξ


πανό

πανό französisch panneau παλαιά französisch panel mittellateinisch *pannellus lateinisch pannus proto-indogermanisch *peh₂n- (ύφασμα)


πανόμοιος

πανόμοιος Etymologie fehlt


πανοπλία

πανοπλία altgriechisch πανοπλία


πανόραμα

πανόραμα (entlehnt aus) englisch panorama παν- + ὅραμα


πανοσιολογιότατος

πανοσιολογιότατος πανόσιος + λογιότατος/λογιώτατος, υπερθετικός του λόγιος


πανούκλα

πανούκλα lateinisch panucula panicula panus (πρήξιμο, οίδημα)


πανουκλιάζω

πανουκλιάζω πανούκλα + -ιάζω


πανουργία

πανουργία altgriechisch πανουργία πανοῦργος πᾶς + ἔργον


πανούργος

πανούργος altgriechisch πανοῦργος


πανσέληνος

πανσέληνος altgriechisch πανσέληνος παν- + σελήν(η) + -ος


πανσές

πανσές französisch pensée


πανσιόν

πανσιόν französisch pension


πανσπερμία

πανσπερμία französisch panspermie + -α altgriechisch πανσπερμία (αντιδάνειο) παν- + σπέρμα σπείρω indoeuropäisch (Wurzel) *sper-


πανστρατιά

πανστρατιά altgriechisch πανστρατιᾷ, δοτική ενικού του πανστρατιά πᾶς + στρατός proto-indogermanisch *stratos *sterh₃- (αναπτύσσω, (επ)εκτείνω)


παντάπασι

παντάπασι Etymologie fehlt


παντατίφ

παντατίφ französisch pendentif


πανταχόθεν

πανταχόθεν πανταχοῦ + -θεν


πανταχού

πανταχού altgriechisch πανταχοῦ


παντελής

παντελής altgriechisch παντελής παν- + τέλος


παντελόνι

παντελόνι italienisch pantaloni Pantalone (von ομώνυμο χαρακτήρα Πανταλόνε της italienisch κωμωδίας) Pantaleon altgriechisch Πανταλέων (αντιδάνειο) πᾶς + λέων


παντελώς

παντελώς Etymologie fehlt


παντεπόπτης

παντεπόπτης Koine-Griechisch παντεπόπτης altgriechisch ἐπόπτης ἐφοράω / ἐφορῶ ἐπί + ὁράω / ὁρῶ


παντέρημος

παντέρημος πάντα + έρημος (μάλλον μεσαιωνικός σχηματισμός)


παντεσπάνι

παντεσπάνι venezianisch pan de Spagna (spanisch ψωμί) italienisch pandispagna pan di Spagna


παντζάρι

παντζάρι türkisch pancar αρμενική banjar


παντζούρι

παντζούρι türkisch panjur / pancur französisch abat-jour abattre + jour


παντογνωσία

παντογνωσία παντο- + γνῶσ(ις) + -ία, (Lehnübersetzung) mittellateinisch omniscientia[1]


παντογνώστης

παντογνώστης παντο- + γνώστης {(Lehnübersetzung) französisch omniscient)


παντοδυναμία

παντοδυναμία παντοδύναμος


παντοδύναμος

παντοδύναμος spätgriechisch παντοδύναμος altgriechisch πᾶς (αιτιατική: πάντα) + δύναμη


παντοίως

παντοίως Etymologie fehlt


παντοκράτορας

παντοκράτορας παντοκράτωρ πάντα + κραταιός altgriechisch κάρτος και κράτος (ο σφοδρός ή πολύ ισχυρός)


παντομίμα

παντομίμα (αντιδάνειο) französisch pantomime lateinisch pantomimus spätgriechisch παντόμιμος παντο- + μίμος altgriechisch πᾶς + μιμέομαι


παντοπωλείο

παντοπωλείο παντοπωλεῖον (λέξη της μεταγενέστερης ελληνικής για την αγορά που χρησιμοποιήθηκε με σκοπό να αντικαταστήσει την türkisch προέλευσης μπακάλικο) παντοπώλιον


παντοπώλης

παντοπώλης παντο- (πας + -πώλης ( πωλώ)


πάντοτε

πάντοτε altgriechisch πάντοτε


παντοτινά

παντοτινά παντοτινός


παντοτινός

παντοτινός πάντοτε + -ινός


παντού

παντού mittelgriechisch παντοῦ πάντα


παντουρκισμός

παντουρκισμός παν- + Τούρκος + -ισμός


παντόφλα

παντόφλα italienisch pantofola (ανομοίωση του δεύτερου [o][1] ή διάλεκτος: pantofla). Nach Μπαμπινιώτη[2], δεν φαίνεται να ευσταθεί η δημοφιλής άποψη προέλευσης από υποθετικό μεσαιωνικό τύπο *παντό-φελλον (εξ ολοκλήρου από φελλό). Αναφέρει και προτάσεις όπως η παλαιά französisch panne (κομμάτι πανί) ή το διαλεκτικό γαλλικό patte (γάμπα).


παντοφλάδικο

παντοφλάδικο παντόφλα + -άδικο


παντοφλέ

παντοφλέ παντόφλα


παντρειά

παντρειά mittelgriechisch παντρειά ὑπανδρειά ὑπανδρία altgriechisch ὕπανδρος (γυνή)


πάντρεμα

πάντρεμα παντρεύω


παντρεύω

παντρεύω mittelgriechisch παντρεύω και ὑπανδρεύω Koine-Griechisch ὕπανδρος (που είχε προφορά με [nd])[1] altgriechisch ὑπό + ἀνήρ


πάντως

πάντως altgriechisch


πανύψηλος

πανύψηλος παν- + υψηλός


πανωβελονιά

πανωβελονιά πάνω + βελονιά


πανωλεθρία

Η πανωλεθρία του Δράμαλη



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback