Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



κλούβα

κλούβα κλουβί + augmentativer Suffix -α


κλουβάκι

κλουβάκι κλουβί + υποκοριστικό επίθημα -άκι


κλουβί

κλουβί mittelgriechisch κλουβί(ν) κλουβίον Koine-Griechisch κλωβίον altgriechisch κλωβός


κλουβιάζω

κλουβιάζω κλούβιος + -άζω


κλούβιασμα

κλούβιασμα κλουβιάζω + -μα


κλύδων

κλύδων altgriechisch κλύδων


κλυδωνίζομαι

κλυδωνίζομαι spätgriechisch κλυδωνίζομαι altgriechisch κλύδων


κλύσμα

κλύσμα Etymologie fehlt


κλωβός

κλωβός altgriechisch κλωβός


κλωθογυρίζω

κλωθογυρίζω Etymologie fehlt


κλώθω

κλώθω altgriechisch κλώθω, κάλαθος


κλωνάρι

κλωνάρι mittelgriechisch κλωνάρι(ν) Koine-Griechisch κλωνάριον, υποκοριστικό του altgriechisch κλών


κλωνί

κλωνί Etymologie fehlt


κλωνιά

κλωνιά Etymologie fehlt


κλωνισμός

κλωνισμός ουσιαστικό κλώνος + επίθημα -ισμός englisch cloning mittelgriechisch κλῶνος


κλωνοποίηση

κλωνοποίηση ουσιαστικό κλώνος + επίθημα -ποίηση englisch cloning mittelgriechisch κλῶνος


κλώνος

κλώνος mittelgriechisch κλῶνος


κλώσα

κλώσα Koine-Griechisch κλώσσω[1] (αναδρομικός σχηματισμός) altgriechisch κλώζω Onomatopoetikum[2]


κλώση

κλώση Etymologie fehlt


κλώσημα

κλώσημα κλωσώ + -μα


κλώσιμο

κλώσιμο Etymologie fehlt


κλώσμα

κλώσμα Etymologie fehlt


κλωσομηχανή

κλωσομηχανή κλωσσώ + -ο- + μηχανή


κλωσόπουλο

κλωσόπουλο mittelgriechisch κλωσσόπουλον Koine-Griechisch κλώσσω + mittelgriechisch πουλίον / πουλλίον altgriechisch κλώζω + lateinisch pullus


κλωσσώ

κλωσσώ Koine-Griechisch κλώσσω altgriechisch κλώζω Onomatopoetikum[1]


κλωστή

κλωστή altgriechisch κλωστή θηλ. του επιθέτου κλωστός κλώθω


κλώστης

κλώστης Etymologie fehlt


κλωστοϋφαντουργείο

κλωστοϋφαντουργείο Etymologie fehlt


κλωστοϋφαντουργία

κλωστοϋφαντουργία Etymologie fehlt


κλωστοϋφαντουργός

κλωστοϋφαντουργός Etymologie fehlt


κλωσώ

κλωσώ Koine-Griechisch κλώσσω[1] altgriechisch κλώζω Onomatopoetikum[2]


κνήμη

κνήμη altgriechisch κνήμη


κνησμός

κνησμός altgriechisch κνησμός


κνίζω

κνίζω Etymologie fehlt


κνούτο

κνούτο ρωσική кнут (knut) αρχαία ανατολική slawisch γλώσσα кнутъ (knutŭ) altnorwegisch knútr


κνώδαλο

κνώδαλο von αρχαίο κνώδαλον.


κοάζω

κοάζω κοάξ + -άζω altgriechisch κοάξ Onomatopoetikum


κοάλα

κοάλα englisch koala Darug gula


κόασμα

κόασμα κοάζω + -μα altgriechisch κοάξ Onomatopoetikum


κοβάλτιο

κοβάλτιο deutsch Kobold (καλικάντζαρος)


κόβω

ΔΦΑ : /ˈkɔ.vɔ/


κογιονάρω

κογιονάρω venezianisch cogionar italienisch coglione lateinisch coleus cudo indoeuropäisch (Wurzel) *keh₂u-


κογκρέσο

κογκρέσο Etymologie fehlt


κόγχη

κόγχη (λόγιο) altgriechisch κόγχη (δείτε και κόχη) vorhellenistisch[1] ή proto-indogermanisch *kongʰ- (κέλυφος, κοχύλι)


κογχύλη

κογχύλη Etymologie fehlt


κοζάρω

κοζάρω von ουσιαστικό κόζι και την κατάληξη -άρω türkisch λέξη koz


κόζι

κόζι türkisch koz


κόθορνος

κόθορνος altgriechisch κόθορνος


κοιλάδα

κοιλάδα altgriechisch κοιλάς


κοιλαίνω

κοιλαίνω Etymologie fehlt


κοιλαράς

κοιλαράς κοιλ(ιά) + augmentativer Suffix -αράς


κοιλεντερωτά

κοιλεντερωτά Etymologie fehlt


κοιλία

κοιλία altgriechisch κοιλία


κοιλιά

κοιλιά Etymologie fehlt


κοιλιακός

κοιλιακός κοιλία + -ικός


κοιλιοκήλη

κοιλιοκήλη Etymologie fehlt


κοιλόπονος

κοιλόπονος Etymologie fehlt


κοιλοπονώ

κοιλοπονώ Etymologie fehlt


κοίλος

κοίλος altgriechisch κοῖλος


κοιλότητα

κοιλότητα altgriechisch κοιλότης


κοίλωμα

κοίλωμα Etymologie fehlt


κοιμάμαι

κοιμάμαι altgriechisch κοιμῶμαι


κοίμηση

κοίμηση Etymologie fehlt


κοιμήσης

κοιμήσης mittelgriechisch το κοιμήσει(ν) altgriechisch κοιμοῦμαι


κοιμητήρι

κοιμητήρι spätgriechisch κοιμητήριον κοιμῶμαι


κοιμητήριο

κοιμητήριο spätgriechisch κοιμητήριον κοιμῶμαι


κοιμίζω

κοιμίζω altgriechisch κοιμίζω


κοιμούμαι

κοιμούμαι altgriechisch κοιμῶμαι


κοινά


κοινό

κοινό altgriechisch κοινός (Lehnübersetzung) französisch public


κοινοβιάτης

κοινοβιάτης mittelgriechisch κοινοβιάτης / κοινοβίτης / κοινοβιώτης Koine-Griechisch κοινόβιον, Maskulinum von κοινόβιος


κοινόβιο

κοινόβιο Etymologie fehlt


κοινοβουλευτισμός

κοινοβουλευτισμός κοινοβούλιο + -ισμός


κοινοβούλιο

κοινοβούλιο Etymologie fehlt


κοινοκτημοσύνη

κοινοκτημοσύνη κοινοκτήμων κοινός + κτήμων


κοινολόγηση

κοινολόγηση κοινολογώ + -ση


κοινολογώ

κοινολογώ altgriechisch κοινολογέομαι / κοινολογοῦμαι κοινός + λέγω


κοινοποίηση

κοινοποίηση κοινοποιώ + -ση


κοινοποιώ

κοινοποιώ Koine-Griechisch κοινοποιέω / κοινοποιῶ altgriechisch κοινός + ποιέω


κοινοπολιτεία

κοινοπολιτεία Etymologie fehlt


κοινοπραξία

κοινοπραξία κοινός + πράξη


κοινός

κοινός altgriechisch κοινός


κοινοτάρχης

κοινοτάρχης κοινότητα + -άρχης


κοινότης

κοινότης Etymologie fehlt


κοινότητα

κοινότητα κοινός + -ότητα


κοινοτοπία

κοινοτοπία (Lehnübersetzung) englisch commonplace


κοινωνία

κοινωνία altgriechisch κοινωνία κοινωνέω / κοινωνῶ κοινός


κοινωνικοποίηση

κοινωνικοποίηση κοινωνικός + -ποίηση ((Lehnübersetzung) französisch socialisation)


κοινωνικοποιώ

κοινωνικοποιώ Etymologie fehlt


κοινωνικότητα

κοινωνικότητα → siehe: κοινωνικός και -ότητα


κοινωνιογλωσσολογία

κοινωνιογλωσσολογία κοινωνιο- + γλωσσολογία (γλωσσο- + -λογία), Lehnübersetzung von englisch sociolinguistics[1]


κοινωνιολογία

κοινωνιολογία κοινωνιο- + -λογία, Lehnübersetzung από τη französisch sociologie[1]


κοινωνιολόγος

κοινωνιολόγος κοινωνιολογ(ία) + -ος, (entlehnt aus) (Lehnübersetzung) französisch sociologue socio- + -logue (κοινωνιο- + -λόγος)[1]


κοινωνισμός

κοινωνισμός κοινωνία + -ισμός, μετάφραση von γαλλικό όρο socialisme με πρώτες χρήσεις μεταξύ 1828-1833 σε ελληνικά κείμενα επηρεασμένα από τις διδασκαλίες του Ανρί ντε Σαιν-Σιμόν


κοινωνός

κοινωνός altgriechisch κοινωνός κοινός


κοινωνώ

κοινωνώ mittelgriechisch κοινωνῶ (παρόμοια σημασία) altgriechisch κοινωνέω / κοινωνῶ κοινωνός κοινός


κοίταγμα

κοίταγμα Etymologie fehlt


κοιτάζω

κοιτάζω mittelgriechisch altgriechisch κοιτάζω κοίτη


κοίτασμα

κοίτασμα mittelgriechisch κοίτασμα (κρεβάτι)


κοιτίδα

κοιτίδα κοιτίς κοίτη



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback