{η}  κοινωνιολογία Subst.  [kinoniologia, kinoniolojia, koinwniologia]

{die}    Subst.
(42)

Etymologie zu κοινωνιολογία

κοινωνιολογία κοινωνιο- + -λογία, Lehnübersetzung από τη französisch sociologie[1]


GriechischDeutsch
Ο προβληματισμός και ο διάλογος σχετικά με την επιστήμη και την τεχνολογία και τη θέση αυτών στην κοινωνία, ο οποίος θα αντλεί στοιχεία από επιστημονικούς κλάδους όπως η ιστορία, η κοινωνιολογία και η φιλοσοφία της επιστήμης και της τεχνολογίας.Überlegungen und Diskussionen über Wissenschaft und Technik und ihren Platz in der Gesellschaft aufbauend auf Fachgebieten wie Geschichte, Soziologie und Philosophie von Wissenschaft und Technik.

Übersetzung bestätigt

Για να αναπτυχθούν ορθές πολιτικές διαχείρισης των σχέσεων μεταξύ της επιστήμης και της κοινωνίας, οι γνώσεις που έχουν συγκεντρωθεί από την ιστορία, την επιστημονική και τεχνική κληρονομιά, την κοινωνιολογία και τη φιλοσοφία των επιστημών θα πρέπει να επεκταθούν, να ενοποιηθούν και να διαδοθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο.Um die Beziehungen zwischen Wissenschaft und Gesellschaft sachlich gut aufarbeiten zu können, müssen die in den Disziplinen Geschichte, wissenschaftlich-technisches Erbe, Soziologie und Philosophie vorhandenen Erkenntnisse über die Wissenschaften erweitert, konsolidiert und europaweit verbreitet werden.

Übersetzung bestätigt

Οι επιτροπές δεοντολογίας απαρτίζονται από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες προερχόμενους από μια πληθώρα επιστημονικών κλάδων όπως νομική, κοινωνιολογία, ψυχολογία, φιλοσοφία και ηθική, ιατρική, μοριακή βιολογία, χημεία, φυσική, τεχνολογία, κτηνιατρικές επιστήμες, με λογική ισορροπία μεταξύ των μελών που είναι επιστήμονες και των μελών που δεν είναι.Ethikausschüssen gehören unabhängige Experten aus verschiedenen Disziplinen — wie Recht, Soziologie, Psychologie, Philosophie und Ethik, Medizin, Molekularbiologie, Chemie, Physik, Ingenieurwissenschaften, Tiermedizin — an, wobei ein angemessenes Gleichgewicht zwischen wissenschaftlichen und nichtwissenschaftlichen Mitgliedern gewährleistet ist.

Übersetzung bestätigt

Όπως και οι επιτροπές δεοντολογικού ελέγχου, οι επιτροπές δεοντολογικής εξέτασης απαρτίζονται από εμπειρογνώμονες εξειδικευμένους σε ζητήματα δεοντολογίας, που προέρχονται από διάφορους επιστημονικούς κλάδους, όπως νομική, κοινωνιολογία, ψυχολογία, φιλοσοφία, ιατρική, μοριακή βιολογία, χημεία, φυσική, τεχνολογία, κτηνιατρική κ.λπ. Η σύνθεση της κάθε επιτροπής εξαρτάται από τη φύση των προτάσεων που εξετάζονται και καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για να επιτευχθεί γεωγραφική ισορροπία και ισόρροπη συμμετοχή των δύο φύλων.Wie bei den Ethik-Screening-Ausschüssen gehören Ethikausschüssen Ethik-Experten aus verschiedenen Disziplinen — wie Recht, Soziologie, Psychologie, Philosophie und Ethik, Medizin, Molekularbiologie, Chemie, Physik, Ingenieurwissenschaften, Tiermedizin — an. Die Zusammensetzung jedes Gremiums hängt von der Art der zu prüfenden Vorschläge ab; dabei werden stets eine ausgewogene geographische Repräsentanz sowie eine ausgewogene Mitwirkung von Frauen und Männern angestrebt.

Übersetzung bestätigt

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι αυτή η νέα διεπιστημονική, διεθνής και διαχρονική στατιστική έρευνα ασύγκριτης ποιότητας όσον αφορά τη συνοχή, το εύρος και τη διεθνή συγκρισιμότητα θα έχει στο μέλλον μεγάλη σημασία για πολλούς διαφορετικούς βασικούς και εφαρμοσμένους επιστημονικούς τομείς όπως δημογραφία, οικονομία, επιδημιολογία, γεροντολογία, βιολογία, ιατρική, ψυχολογία, δημόσια υγεία, πολιτική για την υγεία, κοινωνιολογία και στατιστική,IN ANERKENNUNG dessen, dass diese neue interdisziplinäre, internationale Längsschnittstudie, die sich durch beispiellose Qualität in Bezug auf Kohärenz, Breite und internationale Vergleichbarkeit auszeichnet, in Zukunft von großer Bedeutung für viele unterschiedliche Felder der Grundlagenund angewandten Forschung sein wird, etwa im Bereich der Demografie, Ökonomie, Epidemiologie, Gerontologie, Biologie, Medizin, Psychologie, öffentlichen Gesundheit, Gesundheitspolitik, Soziologie und Statistik,

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu κοινωνιολογία

κοινωνιολογία η [kinoniolojía] : η επιστήμη που εξετάζει το χαρακτήρα και τις μορφές της ζωής των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία, τις ιστορικές μεταβολές που υφίσταται μια κοινωνία, καθώς και τις δυνάμεις που τη διαμορφώνουν: Εφαρμοσμένη κοινωνιολογία. Bιομηχανική κοινωνιολογία. κοινωνιολογία της δουλειάς / της θρησκείας / του Δικαίου.

[λόγ. κοινωνιο- + -λογία μτφρδ. γαλλ. sociologie]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback