κοιτάζω Verb  [kitazo, koitazw]

  Verb
(58)
  Verb
(42)
  Verb
(22)
  Verb
(13)
  Verb
(10)
  Verb
(8)
  Verb
(2)
  Verb
(2)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
beäugen (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu κοιτάζω

κοιτάζω mittelgriechisch altgriechisch κοιτάζω κοίτη


GriechischDeutsch
Πήγαινε στα άκρα. Μα θα σε κοιτάζω μόνο με τα μάτια μου." Παρατήρησε.Aber ich werde dich nur ansehen, einfach nur durch meine Augen schauen."

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu κοιτάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κοιτάζω, koitao">κοιτάω/κοιτώκοιτάζουμε, κοιτάζομεκοιτάζομαικοιταζόμαστε
κοιτάζειςκοιτάζετεκοιτάζεσαικοιτάζεστε, κοιταζόσαστε
κοιτάζεικοιτάζουν(ε)κοιτάζεταικοιτάζονται
Imper
fekt
κοίταζακοιτάζαμεκοιταζόμουν(α)κοιταζόμαστε, κοιταζόμασταν
κοίταζεςκοιτάζατεκοιταζόσουν(α)κοιταζόσαστε, κοιταζόσασταν
κοίταζεκοίταζαν, κοιτάζαν(ε)κοιταζόταν(ε)κοιτάζονταν, κοιταζόντανε, κοιταζόντουσαν
Aoristκοίταξακοιτάξαμεκοιτάχτηκακοιταχτήκαμε
κοίταξεςκοιτάξατεκοιτάχτηκεςκοιταχτήκατε
κοίταξεκοίταξαν, κοιτάξαν(ε)κοιτάχτηκεκοιτάχτηκαν, κοιταχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κοιτάξει
έχω κοιταγμένο
έχουμε κοιτάξει
έχουμε κοιταγμένο
έχω κοιταχτεί
είμαι κοιταγμένος, -η
έχουμε κοιταχτεί
είμαστε κοιταγμένοι, -ες
έχεις κοιτάξει
έχεις κοιταγμένο
έχετε κοιτάξει
έχετε κοιταγμένο
έχεις κοιταχτεί
είσαι κοιταγμένος, -η
έχετε κοιταχτεί
είστε κοιταγμένοι, -ες
έχει κοιτάξει
έχει κοιταγμένο
έχουν κοιτάξει
έχουν κοιταγμένο
έχει κοιταχτεί
είναι κοιταγμένος, -η, -ο
έχουν κοιταχτεί
είναι κοιταγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κοιτάξει
είχα κοιταγμένο
είχαμε κοιτάξει
είχαμε κοιταγμένο
είχα κοιταχτεί
ήμουν κοιταγμένος, -η
είχαμε κοιταχτεί
ήμαστε κοιταγμένοι, -ες
είχες κοιτάξει
είχες κοιταγμένο
είχατε κοιτάξει
είχατε κοιταγμένο
είχες κοιταχτεί
ήσουν κοιταγμένος, -η
είχατε κοιταχτεί
ήσαστε κοιταγμένοι, -ες
είχε κοιτάξει
είχε κοιταγμένο
είχαν κοιτάξει
είχαν κοιταγμένο
είχε κοιταχτεί
ήταν κοιταγμένος, -η, -ο
είχαν κοιταχτεί
ήταν κοιταγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κοιτάζωθα κοιτάζουμε, θα κοιτάζομεθα κοιτάζομαιθα κοιταζόμαστε
θα κοιτάζειςθα κοιτάζετεθα κοιτάζεσαιθα κοιτάζεστε, θα κοιταζόσαστε
θα κοιτάζειθα κοιτάζουν(ε)θα κοιτάζεταιθα κοιτάζονται
Fut
ur
θα κοιτάξωθα κοιτάξουμε, θα κοιτάξομεθα κοιταχτώθα κοιταχτούμε
θα κοιτάξειςθα κοιτάξετεθα κοιταχτείςθα κοιταχτείτε
θα κοιτάξειθα κοιτάξουν(ε)θα κοιταχτείθα κοιταχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κοιτάξει
θα έχω κοιταγμένο
θα έχουμε κοιτάξει
θα έχουμε κοιταγμένο
θα έχω κοιταχτεί
θα είμαι κοιταγμένος, -η
θα έχουμε κοιταχτεί
θα είμαστε κοιταγμένοι, -ες
θα έχεις κοιτάξει
θα έχεις κοιταγμένο
θα έχετε κοιτάξει
θα έχετε κοιταγμένο
θα έχεις κοιταχτεί
θα είσαι κοιταγμένος, -η
θα έχετε κοιταχτεί
θα είστε κοιταγμένοι, -ες
θα έχει κοιτάξει
θα έχει κοιταγμένο
θα έχουν κοιτάξει
θα έχουν κοιταγμένο
θα έχει κοιταχτεί
θα είναι κοιταγμένος, -η, -ο
θα έχουν κοιταχτεί
θα είναι κοιταγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κοιτάζωνα κοιτάζουμε, να κοιτάζομενα κοιτάζομαινα κοιταζόμαστε
να κοιτάζειςνα κοιτάζετενα κοιτάζεσαινα κοιτάζεστε, να κοιταζόσαστε
να κοιτάζεινα κοιτάζουν(ε)να κοιτάζεταινα κοιτάζονται
Aoristνα κοιτάξωνα κοιτάξουμε, να κοιτάξομενα κοιταχτώνα κοιταχτούμε
να κοιτάξειςνα κοιτάξετενα κοιταχτείςνα κοιταχτείτε
να κοιτάξεινα κοιτάξουν(ε)να κοιταχτείνα κοιταχτούν(ε)
Perfνα έχω κοιτάξει
να έχω κοιταγμένο
να έχουμε κοιτάξει
να έχουμε κοιταγμένο
να έχω κοιταχτεί
να είμαι κοιταγμένος, -η
να έχουμε κοιταχτεί
να είμαστε κοιταγμένοι, -ες
να έχεις κοιτάξει
να έχεις κοιταγμένο
να έχετε κοιτάξει
να έχετε κοιταγμένο
να έχεις κοιταχτεί
να είσαι κοιταγμένος, -η
να έχετε κοιταχτεί
να είστε κοιταγμένοι, -ες
να έχει κοιτάξει
να έχει κοιταγμένο
να έχουν κοιτάξει
να έχουν κοιταγμένο
να έχει κοιταχτεί
να είναι κοιταγμένος, -η, -ο
να έχουν κοιταχτεί
να είναι κοιταγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκοίταζεκοιτάζετεκοιτάζεστε
Aoristκοίταξεκοιτάξτε, κοιτάχτεκοιτάξουκοιταχτείτε
Part
izip
Presκοιτάζοντας
Perfέχοντας κοιτάξει, έχοντας κοιταγμένοκοιταγμένος, -η, -οκοιταγμένοι, -ες, -α
InfinAoristκοιτάξεικοιταχτεί





























Griechische Definition zu κοιτάζω

κοιτάζω [kitázo] -ομαι μππ. κοιταγμένος : 1α. στρέφω το βλέμμα μου σε κπ. ή σε κτ., επικεντρώνω κάπου την προσοχή μου με σκοπό να δω κπ. ή κτ.: Aν κοιτάξεις προσεκτικά θα δεις ένα μικρό λεκέ. Kοιτούσε από το παράθυρο. Tι κοιτάζεις; Tον κοίταξε με την άκρη του ματιού. Δε γύρισε να κοιτάξει πίσω του. Tη στιγμή εκείνη έτυχε να κοιτάει αλλού. Kοίτα μπροστά σου! Kοίτα πού πατάς! Aντί να κοιτάς μόνο, βοήθησε και λίγο. || Kοιτάει τις μικρές, με ερωτική διάθεση. || (έκφρ.) κοιτάζω κπ. στα μάτια / κατάματα, με ήσυχη τη συνείδησή μου. κοίτα ποιος ήρθε! / τι σου έφερα!, με έκπληξη. με κοίταζε με κάτι γυάλινα* μάτια. || (πληθ.) με αλληλοπάθεια: Kοιταχτήκαμε αλλά δε μίλη σε ο ένας στον άλλο. β. περιεργάζομαι: Mε κοίταξε με θαυμασμό / με τρυφερότητα / με υποψία / με περιφρόνηση. Mε κοίταξε από πάνω ως κάτω. Kοιτιέται στον καθρέφτη. || ΦΡ κοιτάζω κπ. με μισό μάτι* / με το ασπράδι* του ματιού μου. (έκφρ.) κοιτάζω κπ. αφ΄ υψηλού*. ΠAΡ H κότα πίνει νερό, κοιτάει και τον ουρανό / το Θεό, η ευγνωμοσύνη πρέπει να εκδηλώνεται. Kοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό, για αργόσχολους ή οκνηρούς. Kάποιου του χάριζαν* γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback