κοιτάζω Verb (1) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich wollte gerade den Plan noch mal durchgehen. | Απλώς κοιτάζω το σχέδιο. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
durchgehen |
durchseihen (durch ein Sieb) |
sieben |
seihen |
Ähnliche Wörter |
---|
durchgehend |
durchgehende Arbeitszeit |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | gehe durch | ||
du | gehst durch | |||
er, sie, es | geht durch | |||
Präteritum | ich | ging durch | ||
Konjunktiv II | ich | ginge durch | ||
Imperativ | Singular | geh durch! | ||
Plural | geht durch! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
durchgegangen | sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:durchgehen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κοιτάζω, koitao">κοιτάω/κοιτώ | κοιτάζουμε, κοιτάζομε | κοιτάζομαι | κοιταζόμαστε |
κοιτάζεις | κοιτάζετε | κοιτάζεσαι | κοιτάζεστε, κοιταζόσαστε | ||
κοιτάζει | κοιτάζουν(ε) | κοιτάζεται | κοιτάζονται | ||
Imper fekt | κοίταζα | κοιτάζαμε | κοιταζόμουν(α) | κοιταζόμαστε, κοιταζόμασταν | |
κοίταζες | κοιτάζατε | κοιταζόσουν(α) | κοιταζόσαστε, κοιταζόσασταν | ||
κοίταζε | κοίταζαν, κοιτάζαν(ε) | κοιταζόταν(ε) | κοιτάζονταν, κοιταζόντανε, κοιταζόντουσαν | ||
Aorist | κοίταξα | κοιτάξαμε | κοιτάχτηκα | κοιταχτήκαμε | |
κοίταξες | κοιτάξατε | κοιτάχτηκες | κοιταχτήκατε | ||
κοίταξε | κοίταξαν, κοιτάξαν(ε) | κοιτάχτηκε | κοιτάχτηκαν, κοιταχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω κοιτάξει έχω κοιταγμένο | έχουμε κοιτάξει έχουμε κοιταγμένο | έχω κοιταχτεί είμαι κοιταγμένος, -η | έχουμε κοιταχτεί είμαστε κοιταγμένοι, -ες | |
έχεις κοιτάξει έχεις κοιταγμένο | έχετε κοιτάξει έχετε κοιταγμένο | έχεις κοιταχτεί είσαι κοιταγμένος, -η | έχετε κοιταχτεί είστε κοιταγμένοι, -ες | ||
έχει κοιτάξει έχει κοιταγμένο | έχουν κοιτάξει έχουν κοιταγμένο | έχει κοιταχτεί είναι κοιταγμένος, -η, -ο | έχουν κοιταχτεί είναι κοιταγμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα κοιτάξει είχα κοιταγμένο | είχαμε κοιτάξει είχαμε κοιταγμένο | είχα κοιταχτεί ήμουν κοιταγμένος, -η | είχαμε κοιταχτεί ήμαστε κοιταγμένοι, -ες | |
είχες κοιτάξει είχες κοιταγμένο | είχατε κοιτάξει είχατε κοιταγμένο | είχες κοιταχτεί ήσουν κοιταγμένος, -η | είχατε κοιταχτεί ήσαστε κοιταγμένοι, -ες | ||
είχε κοιτάξει είχε κοιταγμένο | είχαν κοιτάξει είχαν κοιταγμένο | είχε κοιταχτεί ήταν κοιταγμένος, -η, -ο | είχαν κοιταχτεί ήταν κοιταγμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα κοιτάζω | θα κοιτάζουμε, θα κοιτάζομε | θα κοιτάζομαι | θα κοιταζόμαστε | |
θα κοιτάζεις | θα κοιτάζετε | θα κοιτάζεσαι | θα κοιτάζεστε, θα κοιταζόσαστε | ||
θα κοιτάζει | θα κοιτάζουν(ε) | θα κοιτάζεται | θα κοιτάζονται | ||
Fut ur | θα κοιτάξω | θα κοιτάξουμε, θα κοιτάξομε | θα κοιταχτώ | θα κοιταχτούμε | |
θα κοιτάξεις | θα κοιτάξετε | θα κοιταχτείς | θα κοιταχτείτε | ||
θα κοιτάξει | θα κοιτάξουν(ε) | θα κοιταχτεί | θα κοιταχτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω κοιτάξει θα έχω κοιταγμένο | θα έχουμε κοιτάξει θα έχουμε κοιταγμένο | θα έχω κοιταχτεί θα είμαι κοιταγμένος, -η | θα έχουμε κοιταχτεί θα είμαστε κοιταγμένοι, -ες | |
θα έχεις κοιτάξει θα έχεις κοιταγμένο | θα έχετε κοιτάξει θα έχετε κοιταγμένο | θα έχεις κοιταχτεί θα είσαι κοιταγμένος, -η | θα έχετε κοιταχτεί θα είστε κοιταγμένοι, -ες | ||
θα έχει κοιτάξει θα έχει κοιταγμένο | θα έχουν κοιτάξει θα έχουν κοιταγμένο | θα έχει κοιταχτεί θα είναι κοιταγμένος, -η, -ο | θα έχουν κοιταχτεί θα είναι κοιταγμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κοιτάζω | να κοιτάζουμε, να κοιτάζομε | να κοιτάζομαι | να κοιταζόμαστε |
να κοιτάζεις | να κοιτάζετε | να κοιτάζεσαι | να κοιτάζεστε, να κοιταζόσαστε | ||
να κοιτάζει | να κοιτάζουν(ε) | να κοιτάζεται | να κοιτάζονται | ||
Aorist | να κοιτάξω | να κοιτάξουμε, να κοιτάξομε | να κοιταχτώ | να κοιταχτούμε | |
να κοιτάξεις | να κοιτάξετε | να κοιταχτείς | να κοιταχτείτε | ||
να κοιτάξει | να κοιτάξουν(ε) | να κοιταχτεί | να κοιταχτούν(ε) | ||
Perf | να έχω κοιτάξει να έχω κοιταγμένο | να έχουμε κοιταγμένο | να έχω κοιταχτεί | να έχουμε κοιταχτεί | |
να έχεις κοιταγμένο | να έχετε κοιτάξει να έχετε κοιταγμένο | να έχεις κοιταχτεί να είσαι κοιταγμένος, -η | να έχετε κοιταχτεί να είστε κοιταγμένοι, -ες | ||
να έχει κοιτάξει να έχει κοιταγμένο | να έχουν κοιτάξει να έχουν κοιταγμένο | να έχει κοιταχτεί | να έχουν κοιταχτεί | ||
Imper ativ | Pres | κοίταζε | κοιτάζετε | κοιτάζεστε | |
Aorist | κοίταξε | κοιτάξτε, κοιτάχτε | κοιτάξου | κοιταχτείτε | |
Part izip | Pres | κοιτάζοντας | |||
Perf | έχοντας κοιτάξει, έχοντας κοιταγμένο | κοιταγμένος, -η, -ο | κοιταγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κοιτάξει | κοιταχτεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.