schauen
 Verb

βλέπω Verb
(57)
κοιτάζω Verb
(42)
βλεμματίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Das Wichtige hierbei ist ich kann sehen, dass einige von Ihnen anfangen, besorgt zu schauen, weil Sie denken, es geht um eine langsame und schwerfällige Organisation, aber was die UN tun kann, ist uns etwas Neutralität zu verschaffen, sodass dies nicht als westliche oder christliche Initiative gesehen wird, sondern in diesem Fall, von den Vereinten Nationen käme, von der Welt was bei dieser Art von Bürokraktie hilfreich wäre.Η σημασία αυτού του πράγματος --βλέπω κάποιους ν' αρχίζουν ν' ανησυχούν, επειδή ο ΟΗΕ είναι αργό και δυσκίνητο σώμα, ο ΟΗΕ όμως μας προσδίδει ουδετερότητα, και η πρωτοβουλία μας δεν θα αντιμετωπιστεί ως Δυτική ή Χριστιανική, αλλά θα προέρχεται, σαν να λέμε, από τα Ηνωμένα Έθνη, από ολόκληρον τον κόσμο -και ο ΟΗΕ θα βοηθήσει με τη γραφειοκρατία της υπόθεσης.

Übersetzung nicht bestätigt

Nach ihrem Bau werden Sie endlich verstehen, wie ein Computer funktioniert, denn statt eines winzigen Chips vor Ihnen schauen Sie dieses riesige Ding an und sagen: "Ah, ich sehe, wie der Speicher arbeitet, ich sehe den CPU-Betrieb, ich höre sie arbeiten.Όταν φτιαχτεί, θα μπορέσετε τελικά να καταλάβετε πώς λειτουργεί ένας υπολογιστής, γιατί αντί να έχετε ένα μικρό τσιπάκι μπροστά σας, θα πρέπει να κοιτάξετε αυτό το γιγαντιαία πράγμα και να πείτε, "Αα, βλέπω τη μνήμη σε λειτουργία, βλέπω τον επεξεργαστή σε λειτουργία, την ακούω να λειτουργεί.

Übersetzung nicht bestätigt

In meinem armen Haus schauen, um in dieser Nacht Earth-Treten Sterne, die dunklen Himmel Licht machen da:Στο φτωχό σπίτι μου φαίνονται να βλέπω αυτό το βράδυ της Γης-πορεύεται σε αστέρια που κάνουν σκοτεινό φως τον ουρανό:

Übersetzung nicht bestätigt

Ist zum Teil auf meine Dame ins Gesicht schauen, sondern vor allem um von dort zu nehmen von ihrem toten FingerΕίναι εν μέρει να βλέπω το πρόσωπο κυρία μου, αλλά κυρίως για να λάβουν εκεί από νεκρά το δάχτυλό της

Übersetzung nicht bestätigt

Du weist, für fehrnseh schauen habe ich nicht mehr so viel zeitΞέρεις, δεν έχω τόσο πολύ χρόνο για να βλέπω τηλεόραση πια.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βλέπωβλέπουμε, βλέπομεβλέπομαιβλεπόμαστε
βλέπειςβλέπετεβλέπεσαιβλέπεστε, βλεπόσαστε
βλέπειβλέπουν(ε)βλέπεταιβλέπονται
Imper
fekt
έβλεπαβλέπαμεβλεπόμουν(α)βλεπόμαστε, βλεπόμασταν
έβλεπεςβλέπατεβλεπόσουν(α)βλεπόσαστε, βλεπόσασταν
έβλεπεέβλεπαν, βλέπανεβλεπόταν(ε)βλέπονταν, βλεπόντανε, βλεπόντουσαν
Aoristείδαείδαμεειδώθηκαειδωθήκαμε
είδεςείδατεειδώθηκεςειδωθήκατε
είδεείδαν(ε)ειδώθηκεειδώθηκαν, ειδωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δει/ιδείέχουμε δει/ιδείέχω ιδωθεί
είμαι ιδωμένος, -η
έχουμε ιδωθεί
είμαστε ιδωμένοι, -ες
έχεις δει/ιδείέχετε δει/ιδείέχεις ιδωθεί
είσαι ιδωμένος, -η
έχετε ιδωθεί
είστε ιδωμένοι, -ες
έχει δει/ιδείέχουν δει/ιδείέχει ιδωθεί
είναι ιδωμένος, -η, -ο
έχουν ιδωθεί
είναι ιδωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δει/ιδείείχαμε δει/ιδείείχα ιδωθεί
ήμουν ιδωμένος, -η
είχαμε ιδωθεί
ήμαστε ιδωμένοι, -ες
είχες δει/ιδείείχατε δει/ιδείείχες ιδωθεί
ήσουν ιδωμένος, -η
είχατε ιδωθεί
ήσαστε ιδωμένοι, -ες
είχε δει/ιδείείχαν δει/ιδείείχε ιδωθεί
ήταν ιδωμένος, -η, -ο
είχαν ιδωθεί
ήταν ιδωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βλέπωθα βλέπουμε, θα βλέπομεθα βλέπομαιθα βλεπόμαστε
θα βλέπειςθα βλέπετεθα βλέπεσαιθα βλέπεστε, θα βλεπόσατε
θα βλέπειθα βλέπουν(ε)θα βλέπεταιθα βλέπονται
Fut
ur
θα δω/ιδώθα δούμε/ιδούμεθα ιδωθώθα ιδωθούμε
θα δεις/ιδείςθα δείτε/ιδείτεθα ιδωθείςθα ιδωθείτε
θα δει/ιδείθα δουν, θα δούνε/ιδούν(ε)θα ιδωθείθα ιδωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δει/ιδείθα έχουμε δει/ιδείθα έχω ιδωθεί
θα είμαι ιδωμένος, -η
θα έχουμε ιδωθεί
θα είμαστε ιδωμένοι, -ες
θα έχεις δει/ιδείθα έχετε δει/ιδείθα έχεις ιδωθεί
θα είσαι ιδωμένος, -η
θα έχετε δει/ιδεί
θα είστε ιδωμένοι, -ες
θα έχει δει/ιδείθα έχουν δει/ιδείθα έχει ιδωθεί
θα είναι ιδωμένος, -η, -ο
θα έχουν ιδωθεί
θα είναι ιδωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βλέπωνα βλέπουμε, να βλέπομενα βλέπομαινα βλεπόμαστε
να βλέπειςνα βλέπετενα βλέπεσαινα βλέπεστε, να βλεπόσαστε
να βλέπεινα βλέπουν(ε)να βλέπεταινα βλέπονται
Aoristνα δω/ιδώνα δούμε/ιδούμενα ιδωθώνα ιδωούμε
να δεις/ιδείςνα δείτε/ιδείτενα ιδωθείςνα ιδωθείτε
να δει/ιδείνα δουν/δούνε/ιδούν(ε)να ιδωθείνα ιδωθούν(ε)
Perfνα έχω δει/ιδείνα έχουμε δει/ιδείνα έχω ιδωθεί
να είμαι ιδωμένος, -η
να έχουμε ιδωθεί
να είμαστε ιδωμένοι, -ες
να έχεις δει/ιδείνα έχετε δει/ιδείνα έχεις ιδωθεί
να είσαι ιδωμένος, -η
να έχετε ιδωθεί
να είστε ιδωμένοι, -ες
να έχει δει/ιδείνα έχουν δει/ιδείνα έχει ιδωθεί
να είναι ιδωμένος, -η, -ο
να έχουν ιδωθεί
να είναι ιδωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβλέπεβλέπετεβλέπεστε
Aoristδες, ιδέ(ς)δείτε, δέστε, ιδέστειδωθείτε
Part
izip
Presβλέποντας
Perfέχοντας δει
έχοντας ιδεί
ιδωμένος, -η, -οιδωμένοι, -ες, -α
InfinAoristδει, ιδείιδωθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κοιτάζω, koitao">κοιτάω/κοιτώκοιτάζουμε, κοιτάζομεκοιτάζομαικοιταζόμαστε
κοιτάζειςκοιτάζετεκοιτάζεσαικοιτάζεστε, κοιταζόσαστε
κοιτάζεικοιτάζουν(ε)κοιτάζεταικοιτάζονται
Imper
fekt
κοίταζακοιτάζαμεκοιταζόμουν(α)κοιταζόμαστε, κοιταζόμασταν
κοίταζεςκοιτάζατεκοιταζόσουν(α)κοιταζόσαστε, κοιταζόσασταν
κοίταζεκοίταζαν, κοιτάζαν(ε)κοιταζόταν(ε)κοιτάζονταν, κοιταζόντανε, κοιταζόντουσαν
Aoristκοίταξακοιτάξαμεκοιτάχτηκακοιταχτήκαμε
κοίταξεςκοιτάξατεκοιτάχτηκεςκοιταχτήκατε
κοίταξεκοίταξαν, κοιτάξαν(ε)κοιτάχτηκεκοιτάχτηκαν, κοιταχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κοιτάξει
έχω κοιταγμένο
έχουμε κοιτάξει
έχουμε κοιταγμένο
έχω κοιταχτεί
είμαι κοιταγμένος, -η
έχουμε κοιταχτεί
είμαστε κοιταγμένοι, -ες
έχεις κοιτάξει
έχεις κοιταγμένο
έχετε κοιτάξει
έχετε κοιταγμένο
έχεις κοιταχτεί
είσαι κοιταγμένος, -η
έχετε κοιταχτεί
είστε κοιταγμένοι, -ες
έχει κοιτάξει
έχει κοιταγμένο
έχουν κοιτάξει
έχουν κοιταγμένο
έχει κοιταχτεί
είναι κοιταγμένος, -η, -ο
έχουν κοιταχτεί
είναι κοιταγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κοιτάξει
είχα κοιταγμένο
είχαμε κοιτάξει
είχαμε κοιταγμένο
είχα κοιταχτεί
ήμουν κοιταγμένος, -η
είχαμε κοιταχτεί
ήμαστε κοιταγμένοι, -ες
είχες κοιτάξει
είχες κοιταγμένο
είχατε κοιτάξει
είχατε κοιταγμένο
είχες κοιταχτεί
ήσουν κοιταγμένος, -η
είχατε κοιταχτεί
ήσαστε κοιταγμένοι, -ες
είχε κοιτάξει
είχε κοιταγμένο
είχαν κοιτάξει
είχαν κοιταγμένο
είχε κοιταχτεί
ήταν κοιταγμένος, -η, -ο
είχαν κοιταχτεί
ήταν κοιταγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κοιτάζωθα κοιτάζουμε, θα κοιτάζομεθα κοιτάζομαιθα κοιταζόμαστε
θα κοιτάζειςθα κοιτάζετεθα κοιτάζεσαιθα κοιτάζεστε, θα κοιταζόσαστε
θα κοιτάζειθα κοιτάζουν(ε)θα κοιτάζεταιθα κοιτάζονται
Fut
ur
θα κοιτάξωθα κοιτάξουμε, θα κοιτάξομεθα κοιταχτώθα κοιταχτούμε
θα κοιτάξειςθα κοιτάξετεθα κοιταχτείςθα κοιταχτείτε
θα κοιτάξειθα κοιτάξουν(ε)θα κοιταχτείθα κοιταχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κοιτάξει
θα έχω κοιταγμένο
θα έχουμε κοιτάξει
θα έχουμε κοιταγμένο
θα έχω κοιταχτεί
θα είμαι κοιταγμένος, -η
θα έχουμε κοιταχτεί
θα είμαστε κοιταγμένοι, -ες
θα έχεις κοιτάξει
θα έχεις κοιταγμένο
θα έχετε κοιτάξει
θα έχετε κοιταγμένο
θα έχεις κοιταχτεί
θα είσαι κοιταγμένος, -η
θα έχετε κοιταχτεί
θα είστε κοιταγμένοι, -ες
θα έχει κοιτάξει
θα έχει κοιταγμένο
θα έχουν κοιτάξει
θα έχουν κοιταγμένο
θα έχει κοιταχτεί
θα είναι κοιταγμένος, -η, -ο
θα έχουν κοιταχτεί
θα είναι κοιταγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κοιτάζωνα κοιτάζουμε, να κοιτάζομενα κοιτάζομαινα κοιταζόμαστε
να κοιτάζειςνα κοιτάζετενα κοιτάζεσαινα κοιτάζεστε, να κοιταζόσαστε
να κοιτάζεινα κοιτάζουν(ε)να κοιτάζεταινα κοιτάζονται
Aoristνα κοιτάξωνα κοιτάξουμε, να κοιτάξομενα κοιταχτώνα κοιταχτούμε
να κοιτάξειςνα κοιτάξετενα κοιταχτείςνα κοιταχτείτε
να κοιτάξεινα κοιτάξουν(ε)να κοιταχτείνα κοιταχτούν(ε)
Perfνα έχω κοιτάξει
να έχω κοιταγμένο
να έχουμε κοιτάξει
να έχουμε κοιταγμένο
να έχω κοιταχτεί
να είμαι κοιταγμένος, -η
να έχουμε κοιταχτεί
να είμαστε κοιταγμένοι, -ες
να έχεις κοιτάξει
να έχεις κοιταγμένο
να έχετε κοιτάξει
να έχετε κοιταγμένο
να έχεις κοιταχτεί
να είσαι κοιταγμένος, -η
να έχετε κοιταχτεί
να είστε κοιταγμένοι, -ες
να έχει κοιτάξει
να έχει κοιταγμένο
να έχουν κοιτάξει
να έχουν κοιταγμένο
να έχει κοιταχτεί
να είναι κοιταγμένος, -η, -ο
να έχουν κοιταχτεί
να είναι κοιταγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκοίταζεκοιτάζετεκοιτάζεστε
Aoristκοίταξεκοιτάξτε, κοιτάχτεκοιτάξουκοιταχτείτε
Part
izip
Presκοιτάζοντας
Perfέχοντας κοιτάξει, έχοντας κοιταγμένοκοιταγμένος, -η, -οκοιταγμένοι, -ες, -α
InfinAoristκοιτάξεικοιταχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback