zusehen
 Verb

βλέπω Verb
(297)
παρακολουθώ Verb
(57)
κοιτάζω Verb
(13)
παρατηρώ Verb
(1)
φροντίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich erzählte dem Psychiater, dass ich Frauen beim Sterben zusehen wollte, weil es mir ein Gefühl der Normalität geben würde.""Ναι. Είπα στον ψυχίατρο ότι ήθελα να βλέπω γυναίκες καθώς πέθαιναν επειδή αυτό θα με έκανε να νιώθω πιο φυσιολογικός".

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βλέπωβλέπουμε, βλέπομεβλέπομαιβλεπόμαστε
βλέπειςβλέπετεβλέπεσαιβλέπεστε, βλεπόσαστε
βλέπειβλέπουν(ε)βλέπεταιβλέπονται
Imper
fekt
έβλεπαβλέπαμεβλεπόμουν(α)βλεπόμαστε, βλεπόμασταν
έβλεπεςβλέπατεβλεπόσουν(α)βλεπόσαστε, βλεπόσασταν
έβλεπεέβλεπαν, βλέπανεβλεπόταν(ε)βλέπονταν, βλεπόντανε, βλεπόντουσαν
Aoristείδαείδαμεειδώθηκαειδωθήκαμε
είδεςείδατεειδώθηκεςειδωθήκατε
είδεείδαν(ε)ειδώθηκεειδώθηκαν, ειδωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δει/ιδείέχουμε δει/ιδείέχω ιδωθεί
είμαι ιδωμένος, -η
έχουμε ιδωθεί
είμαστε ιδωμένοι, -ες
έχεις δει/ιδείέχετε δει/ιδείέχεις ιδωθεί
είσαι ιδωμένος, -η
έχετε ιδωθεί
είστε ιδωμένοι, -ες
έχει δει/ιδείέχουν δει/ιδείέχει ιδωθεί
είναι ιδωμένος, -η, -ο
έχουν ιδωθεί
είναι ιδωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δει/ιδείείχαμε δει/ιδείείχα ιδωθεί
ήμουν ιδωμένος, -η
είχαμε ιδωθεί
ήμαστε ιδωμένοι, -ες
είχες δει/ιδείείχατε δει/ιδείείχες ιδωθεί
ήσουν ιδωμένος, -η
είχατε ιδωθεί
ήσαστε ιδωμένοι, -ες
είχε δει/ιδείείχαν δει/ιδείείχε ιδωθεί
ήταν ιδωμένος, -η, -ο
είχαν ιδωθεί
ήταν ιδωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βλέπωθα βλέπουμε, θα βλέπομεθα βλέπομαιθα βλεπόμαστε
θα βλέπειςθα βλέπετεθα βλέπεσαιθα βλέπεστε, θα βλεπόσατε
θα βλέπειθα βλέπουν(ε)θα βλέπεταιθα βλέπονται
Fut
ur
θα δω/ιδώθα δούμε/ιδούμεθα ιδωθώθα ιδωθούμε
θα δεις/ιδείςθα δείτε/ιδείτεθα ιδωθείςθα ιδωθείτε
θα δει/ιδείθα δουν, θα δούνε/ιδούν(ε)θα ιδωθείθα ιδωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δει/ιδείθα έχουμε δει/ιδείθα έχω ιδωθεί
θα είμαι ιδωμένος, -η
θα έχουμε ιδωθεί
θα είμαστε ιδωμένοι, -ες
θα έχεις δει/ιδείθα έχετε δει/ιδείθα έχεις ιδωθεί
θα είσαι ιδωμένος, -η
θα έχετε δει/ιδεί
θα είστε ιδωμένοι, -ες
θα έχει δει/ιδείθα έχουν δει/ιδείθα έχει ιδωθεί
θα είναι ιδωμένος, -η, -ο
θα έχουν ιδωθεί
θα είναι ιδωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βλέπωνα βλέπουμε, να βλέπομενα βλέπομαινα βλεπόμαστε
να βλέπειςνα βλέπετενα βλέπεσαινα βλέπεστε, να βλεπόσαστε
να βλέπεινα βλέπουν(ε)να βλέπεταινα βλέπονται
Aoristνα δω/ιδώνα δούμε/ιδούμενα ιδωθώνα ιδωούμε
να δεις/ιδείςνα δείτε/ιδείτενα ιδωθείςνα ιδωθείτε
να δει/ιδείνα δουν/δούνε/ιδούν(ε)να ιδωθείνα ιδωθούν(ε)
Perfνα έχω δει/ιδείνα έχουμε δει/ιδείνα έχω ιδωθεί
να είμαι ιδωμένος, -η
να έχουμε ιδωθεί
να είμαστε ιδωμένοι, -ες
να έχεις δει/ιδείνα έχετε δει/ιδείνα έχεις ιδωθεί
να είσαι ιδωμένος, -η
να έχετε ιδωθεί
να είστε ιδωμένοι, -ες
να έχει δει/ιδείνα έχουν δει/ιδείνα έχει ιδωθεί
να είναι ιδωμένος, -η, -ο
να έχουν ιδωθεί
να είναι ιδωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβλέπεβλέπετεβλέπεστε
Aoristδες, ιδέ(ς)δείτε, δέστε, ιδέστειδωθείτε
Part
izip
Presβλέποντας
Perfέχοντας δει
έχοντας ιδεί
ιδωμένος, -η, -οιδωμένοι, -ες, -α
InfinAoristδει, ιδείιδωθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κοιτάζω, koitao">κοιτάω/κοιτώκοιτάζουμε, κοιτάζομεκοιτάζομαικοιταζόμαστε
κοιτάζειςκοιτάζετεκοιτάζεσαικοιτάζεστε, κοιταζόσαστε
κοιτάζεικοιτάζουν(ε)κοιτάζεταικοιτάζονται
Imper
fekt
κοίταζακοιτάζαμεκοιταζόμουν(α)κοιταζόμαστε, κοιταζόμασταν
κοίταζεςκοιτάζατεκοιταζόσουν(α)κοιταζόσαστε, κοιταζόσασταν
κοίταζεκοίταζαν, κοιτάζαν(ε)κοιταζόταν(ε)κοιτάζονταν, κοιταζόντανε, κοιταζόντουσαν
Aoristκοίταξακοιτάξαμεκοιτάχτηκακοιταχτήκαμε
κοίταξεςκοιτάξατεκοιτάχτηκεςκοιταχτήκατε
κοίταξεκοίταξαν, κοιτάξαν(ε)κοιτάχτηκεκοιτάχτηκαν, κοιταχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κοιτάξει
έχω κοιταγμένο
έχουμε κοιτάξει
έχουμε κοιταγμένο
έχω κοιταχτεί
είμαι κοιταγμένος, -η
έχουμε κοιταχτεί
είμαστε κοιταγμένοι, -ες
έχεις κοιτάξει
έχεις κοιταγμένο
έχετε κοιτάξει
έχετε κοιταγμένο
έχεις κοιταχτεί
είσαι κοιταγμένος, -η
έχετε κοιταχτεί
είστε κοιταγμένοι, -ες
έχει κοιτάξει
έχει κοιταγμένο
έχουν κοιτάξει
έχουν κοιταγμένο
έχει κοιταχτεί
είναι κοιταγμένος, -η, -ο
έχουν κοιταχτεί
είναι κοιταγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κοιτάξει
είχα κοιταγμένο
είχαμε κοιτάξει
είχαμε κοιταγμένο
είχα κοιταχτεί
ήμουν κοιταγμένος, -η
είχαμε κοιταχτεί
ήμαστε κοιταγμένοι, -ες
είχες κοιτάξει
είχες κοιταγμένο
είχατε κοιτάξει
είχατε κοιταγμένο
είχες κοιταχτεί
ήσουν κοιταγμένος, -η
είχατε κοιταχτεί
ήσαστε κοιταγμένοι, -ες
είχε κοιτάξει
είχε κοιταγμένο
είχαν κοιτάξει
είχαν κοιταγμένο
είχε κοιταχτεί
ήταν κοιταγμένος, -η, -ο
είχαν κοιταχτεί
ήταν κοιταγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κοιτάζωθα κοιτάζουμε, θα κοιτάζομεθα κοιτάζομαιθα κοιταζόμαστε
θα κοιτάζειςθα κοιτάζετεθα κοιτάζεσαιθα κοιτάζεστε, θα κοιταζόσαστε
θα κοιτάζειθα κοιτάζουν(ε)θα κοιτάζεταιθα κοιτάζονται
Fut
ur
θα κοιτάξωθα κοιτάξουμε, θα κοιτάξομεθα κοιταχτώθα κοιταχτούμε
θα κοιτάξειςθα κοιτάξετεθα κοιταχτείςθα κοιταχτείτε
θα κοιτάξειθα κοιτάξουν(ε)θα κοιταχτείθα κοιταχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κοιτάξει
θα έχω κοιταγμένο
θα έχουμε κοιτάξει
θα έχουμε κοιταγμένο
θα έχω κοιταχτεί
θα είμαι κοιταγμένος, -η
θα έχουμε κοιταχτεί
θα είμαστε κοιταγμένοι, -ες
θα έχεις κοιτάξει
θα έχεις κοιταγμένο
θα έχετε κοιτάξει
θα έχετε κοιταγμένο
θα έχεις κοιταχτεί
θα είσαι κοιταγμένος, -η
θα έχετε κοιταχτεί
θα είστε κοιταγμένοι, -ες
θα έχει κοιτάξει
θα έχει κοιταγμένο
θα έχουν κοιτάξει
θα έχουν κοιταγμένο
θα έχει κοιταχτεί
θα είναι κοιταγμένος, -η, -ο
θα έχουν κοιταχτεί
θα είναι κοιταγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κοιτάζωνα κοιτάζουμε, να κοιτάζομενα κοιτάζομαινα κοιταζόμαστε
να κοιτάζειςνα κοιτάζετενα κοιτάζεσαινα κοιτάζεστε, να κοιταζόσαστε
να κοιτάζεινα κοιτάζουν(ε)να κοιτάζεταινα κοιτάζονται
Aoristνα κοιτάξωνα κοιτάξουμε, να κοιτάξομενα κοιταχτώνα κοιταχτούμε
να κοιτάξειςνα κοιτάξετενα κοιταχτείςνα κοιταχτείτε
να κοιτάξεινα κοιτάξουν(ε)να κοιταχτείνα κοιταχτούν(ε)
Perfνα έχω κοιτάξει
να έχω κοιταγμένο
να έχουμε κοιτάξει
να έχουμε κοιταγμένο
να έχω κοιταχτεί
να είμαι κοιταγμένος, -η
να έχουμε κοιταχτεί
να είμαστε κοιταγμένοι, -ες
να έχεις κοιτάξει
να έχεις κοιταγμένο
να έχετε κοιτάξει
να έχετε κοιταγμένο
να έχεις κοιταχτεί
να είσαι κοιταγμένος, -η
να έχετε κοιταχτεί
να είστε κοιταγμένοι, -ες
να έχει κοιτάξει
να έχει κοιταγμένο
να έχουν κοιτάξει
να έχουν κοιταγμένο
να έχει κοιταχτεί
να είναι κοιταγμένος, -η, -ο
να έχουν κοιταχτεί
να είναι κοιταγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκοίταζεκοιτάζετεκοιτάζεστε
Aoristκοίταξεκοιτάξτε, κοιτάχτεκοιτάξουκοιταχτείτε
Part
izip
Presκοιτάζοντας
Perfέχοντας κοιτάξει, έχοντας κοιταγμένοκοιταγμένος, -η, -οκοιταγμένοι, -ες, -α
InfinAoristκοιτάξεικοιταχτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παρατηρώπαρατηρούμεπαρατηρούμαιπαρατηρούμαστε
παρατηρείςπαρατηρείτεπαρατηρείσαιπαρατηρείστε
παρατηρείπαρατηρούν(ε)παρατηρείταιπαρατηρούνται
Imper
fekt
παρατηρούσαπαρατηρούσαμεπαρατηρούμουνπαρατηρούμαστε
παρατηρούσεςπαρατηρούσατε
παρατηρούσεπαρατηρούσαν(ε)παρατηρούνταν, παρατηρείτοπαρατηρούνταν, παρατηρούντο
Aoristπαρατήρησαπαρατηρήσαμεπαρατηρήθηκαπαρατηρηθήκαμε
παρατήρησεςπαρατηρήσατεπαρατηρήθηκεςπαρατηρηθήκατε
παρατήρησεπαρατήρησαν, παρατηρήσαν(ε)παρατηρήθηκεπαρατηρήθηκαν, παρατηρηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω παρατηρήσει
έχω παρατηρημένο
έχουμε παρατηρήσει
έχουμε παρατηρημένο
έχω παρατηρηθεί
είμαι παρατηρημένος, -η
έχουμε παρατηρηθεί
είμαστε παρατηρημένοι, -ες
έχεις παρατηρήσει
έχεις παρατηρημένο
έχετε παρατηρήσει
έχετε παρατηρημένο
έχεις παρατηρηθεί
είσαι παρατηρημένος, -η
έχετε παρατηρηθεί
είστε παρατηρημένοι, -ες
έχει παρατηρήσει
έχει παρατηρημένο
έχουν παρατηρήσει
έχουν παρατηρημένο
έχει παρατηρηθεί
είναι παρατηρημένος, -η, -ο
έχουν παρατηρηθεί
είναι παρατηρημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα παρατηρήσει
είχα παρατηρημένο
είχαμε παρατηρήσει
είχαμε παρατηρημένο
είχα παρατηρηθεί
ήμουν παρατηρημένος, -η
είχαμε παρατηρηθεί
ήμαστε παρατηρημένοι, -ες
είχες παρατηρήσει
είχες παρατηρημένο
είχατε παρατηρήσει
είχατε παρατηρημένο
είχες παρατηρηθεί
ήσουν παρατηρημένος, -η
είχατε παρατηρηθεί
ήσαστε παρατηρημένοι, -ες
είχε παρατηρήσει
είχε παρατηρημένο
είχαν παρατηρήσει
είχαν παρατηρημένο
είχε παρατηρηθεί
ήταν παρατηρημένος, -η, -ο
είχαν παρατηρηθεί
ήταν παρατηρημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παρατηρώθα παρατηρούμεθα παρατηρούμαιθα παρατηρούμαστε
θα παρατηρείςθα παρατηρείτεθα παρατηρείσαιθα παρατηρείστε
θα παρατηρείθα παρατηρούν(ε)θα παρατηρείταιθα παρατηρούνται
Fut
ur
θα παρατηρήσωθα παρατηρήσουμεθα παρατηρηθώθα παρατηρηθούμε
θα παρατηρήσειςθα παρατηρήσετεθα παρατηρηθείςθα παρατηρηθείτε
θα παρατηρήσειθα παρατηρήσουν(ε)θα παρατηρηθείθα παρατηρηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παρατηρήσει
θα έχω παρατηρημένο
θα έχουμε παρατηρήσει
θα έχουμε παρατηρημένο
θα έχω παρατηρηθεί
θα είμαι παρατηρημένος, -η
θα έχουμε παρατηρηθεί
θα είμαστε παρατηρημένοι, -ες
θα έχεις παρατηρήσει
θα έχεις παρατηρημένο
θα έχετε παρατηρήσει
θα έχετε παρατηρημένο
θα έχεις παρατηρηθεί
θα είσαι παρατηρημένος, -η
θα έχετε παρατηρηθεί
θα είστε παρατηρημένοι, -η
θα έχει παρατηρήσει
θα έχει παρατηρημένο
θα έχουν παρατηρήσει
θα έχουν παρατηρημένο
θα έχει παρατηρηθεί
θα είναι παρατηρημένος, -η, -ο
θα έχουν παρατηρηθεί
θα είναι παρατηρημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παρατηρώνα παρατηρούμενα παρατηρούμαινα παρατηρούμαστε
να παρατηρείςνα παρατηρείτενα παρατηρείσαινα παρατηρείστε
να παρατηρείνα παρατηρούν(ε)να παρατηρείταινα παρατηρούνται
Aoristνα παρατηρήσωνα παρατηρήσουμε, να παρατηρήσομενα παρατηρηθώνα παρατηρηθούμε
να παρατηρήσειςνα παρατηρήσετενα παρατηρηθείςνα παρατηρηθείτε
να παρατηρήσεινα παρατηρήσουν(ε)να παρατηρηθείνα παρατηρηθούν(ε)
Perfνα έχω παρατηρήσει
να έχω παρατηρημένο
να έχουμε παρατηρήσει
να έχουμε παρατηρημένο
να έχω παρατηρηθεί
να είμαι παρατηρημένος, -η
να έχουμε παρατηρηθεί
να είμαστε παρατηρημένοι, -ες
να έχεις παρατηρήσει
να έχεις παρατηρημένο
να έχετε παρατηρήσει
να έχετε παρατηρημένο
να έχεις παρατηρηθεί
να είσαι παρατηρημένος, -η
να έχετε παρατηρηθεί
να είστε παρατηρημένοι, -ες
να έχει παρατηρήσει
να έχει παρατηρημένο
να έχουν παρατηρήσει
να έχουν παρατηρημένο
να έχει παρατηρηθεί
να είναι παρατηρημένος, -η, -ο
να έχουν παρατηρηθεί
να είναι παρατηρημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπαρατηρείτεπαρατηρείστε
Aoristπαρατήρησεπαρατηρήστε, παρατηρήσετεπαρατηρήσουπαρατηρηθείτε
Part
izip
Presπαρατηρώντας
Perfέχοντας παρατηρήσει, έχοντας παρατηρημένοπαρατηρημένος, -η, -οπαρατηρημένοι, -ες, -α
InfinAoristπαρατηρήσειπαρατηρηθεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φροντίζωφροντίζουμε, φροντίζομε
φροντίζειςφροντίζετε
φροντίζειφροντίζουν(ε)
Imper
fekt
φρόντιζαφροντίζαμε
φρόντιζεςφροντίζατε
φρόντιζεφρόντιζαν, φροντίζαν(ε)
Aoristφρόντισαφροντίσαμε
φρόντισεςφροντίσατε
φρόντισεφρόντισαν, φροντίσαν(ε)
Per
fekt
έχω φροντίσειέχουμε φροντίσει
έχεις φροντίσειέχετε φροντίσει
έχει φροντίσειέχουν φροντίσει
Plu
per
fekt
είχα φροντίσειείχαμε φροντίσει
είχες φροντίσειείχατε φροντίσει
είχε φροντίσειείχαν φροντίσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φροντίζωθα φροντίζουμε, θα φροντίζομε
θα φροντίζειςθα φροντίζετε
θα φροντίζειθα φροντίζουν(ε)
Fut
ur
θα φροντίσωθα φροντίσουμε, θα φροντίζομε
θα φροντίσειςθα φροντίσετε
θα φροντίσειθα φροντίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φροντίσειθα έχουμε φροντίσει
θα έχεις φροντίσειθα έχετε φροντίσει
θα έχει φροντίσειθα έχουν φροντίσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φροντίζωνα φροντίζουμε, να φροντίζομε
να φροντίζειςνα φροντίζετε
να φροντίζεινα φροντίζουν(ε)
Aoristνα φροντίσωνα φροντίσουμε, να φροντίσομε
να φροντίσειςνα φροντίσετε
να φροντίσεινα φροντίσουν(ε)
Perfνα έχω φροντίσεινα έχουμε φροντίσει
να έχεις φροντίσεινα έχετε φροντίσει
να έχει φροντίσεινα έχουν φροντίσει
Imper
ativ
Presφρόντιζεφροντίζετε
Aoristφρόντισεφροντίστε
Part
izip
Presφροντίζοντας
Perfέχοντας φροντίσει
InfinAoristφροντίσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback