φροντίζω Verb  [frontizo, frontizw]

  Verb
(72)
  Verb
(14)
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu φροντίζω

φροντίζω Katharevousa με την έννοια της δημοτικής mittelgriechisch φροντίζω (σκέφομαι, μεριμνώ, μηχανεύομαι τρόπους) και περιφροντίζω altgriechisch φροντίζω φροντίς


GriechischDeutsch
Κατά κάποιον τρόπο έχω αναλάβει το έργο του θεματοφύλακα: φροντίζω να προωθώ την αμοιβαία κατανόηση μεταξύ μας γύρω από αυτό το τραπέζι, γνωρίζοντας ότι έχουμε όλοι το κοινό καθήκον να διαφυλάξουμε την εμπιστοσύνη των πολιτών στην Ένωση.In gewisser Weise habe ich die Aufgabe, ein Wächter des Vertrauens zu sein: In dem Wissen, dass wir alle die Pflicht haben, dafür zu sorgen, dass das Vertrauen der Bürger in die Union erhalten bleibt, muss ich an diesem Tisch – hier unter uns – das gegenseitige Verständnis fördern.

Übersetzung bestätigt

Θα σας φροντίζω ιδιαίτερα."Überwachungssystem. Ich werde gut für euch sorgen!"

Übersetzung nicht bestätigt

Θα πιάσω δουλειά και θα φροντίζω και τους τρεις μας.Wir müssen heiraten und ich muss Arbeit finden und für uns sorgen.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu φροντίζω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φροντίζωφροντίζουμε, φροντίζομε
φροντίζειςφροντίζετε
φροντίζειφροντίζουν(ε)
Imper
fekt
φρόντιζαφροντίζαμε
φρόντιζεςφροντίζατε
φρόντιζεφρόντιζαν, φροντίζαν(ε)
Aoristφρόντισαφροντίσαμε
φρόντισεςφροντίσατε
φρόντισεφρόντισαν, φροντίσαν(ε)
Per
fekt
έχω φροντίσειέχουμε φροντίσει
έχεις φροντίσειέχετε φροντίσει
έχει φροντίσειέχουν φροντίσει
Plu
per
fekt
είχα φροντίσειείχαμε φροντίσει
είχες φροντίσειείχατε φροντίσει
είχε φροντίσειείχαν φροντίσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φροντίζωθα φροντίζουμε, θα φροντίζομε
θα φροντίζειςθα φροντίζετε
θα φροντίζειθα φροντίζουν(ε)
Fut
ur
θα φροντίσωθα φροντίσουμε, θα φροντίζομε
θα φροντίσειςθα φροντίσετε
θα φροντίσειθα φροντίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φροντίσειθα έχουμε φροντίσει
θα έχεις φροντίσειθα έχετε φροντίσει
θα έχει φροντίσειθα έχουν φροντίσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φροντίζωνα φροντίζουμε, να φροντίζομε
να φροντίζειςνα φροντίζετε
να φροντίζεινα φροντίζουν(ε)
Aoristνα φροντίσωνα φροντίσουμε, να φροντίσομε
να φροντίσειςνα φροντίσετε
να φροντίσεινα φροντίσουν(ε)
Perfνα έχω φροντίσεινα έχουμε φροντίσει
να έχεις φροντίσεινα έχετε φροντίσει
να έχει φροντίσεινα έχουν φροντίσει
Imper
ativ
Presφρόντιζεφροντίζετε
Aoristφρόντισεφροντίστε
Part
izip
Presφροντίζοντας
Perfέχοντας φροντίσει
InfinAoristφροντίσει











Griechische Definition zu φροντίζω

φροντίζω [frondízo] .1α μππ. φροντισμένος : 1α. σκέφτομαι ή και ενερ γώ με βάση το ενδιαφέρον μου για κπ. ή για κτ., επιμελούμαι, μεριμνώ, νοιάζομαι: Φροντίζει για την ευτυχία της οικογένειάς του / για το μέλλον των παιδιών του. β. ασχολούμαι με κπ. ή με κτ. από αγάπη, ενδιαφέρον· περιποιούμαι, συντηρώ: Φροντίζει τα λουλούδια του / το ντύσιμό του / την υγεία του. Πήραν νοσοκόμο να φροντίζει τον άρρωστο. Οι γονείς φροντίζουν τα παιδιά τους. γ. επιμελούμαι, περιποιούμαι κτ., ενεργώ έτσι ώστε να διατηρείται σε καλή κατάσταση: Πήραν μια γυναίκα να φροντίζει το σπίτι. Προσέλαβαν έναν κηπουρό για να φροντίζει τον κήπο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback