pflegen
 Verb

φροντίζω Verb
(14)
περιποιούμαι Verb
(2)
διατηρώ Verb
(0)
καλλιεργώ Verb
(0)
περιθάλπω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wenn ich älter bin, möchte ich Tierärztin sein damit ich ausgesetzte Katzen und Hunde pflegen kann, die auf den Straßen des Dorfes, wo ich lebe, in Gilgit im Norden von Pakistan, herumstreunen.Ελπίζω να γίνω κτηνίατρος όταν μεγαλώσω ώστε να μπορώ να φροντίζω αδέσποτες γάτες και σκύλους που περιπλανώνται στους δρόμους του χωριού Γκίγκλιτ στο βόρειο Πακιστάν, όπου κατοικώ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φροντίζωφροντίζουμε, φροντίζομε
φροντίζειςφροντίζετε
φροντίζειφροντίζουν(ε)
Imper
fekt
φρόντιζαφροντίζαμε
φρόντιζεςφροντίζατε
φρόντιζεφρόντιζαν, φροντίζαν(ε)
Aoristφρόντισαφροντίσαμε
φρόντισεςφροντίσατε
φρόντισεφρόντισαν, φροντίσαν(ε)
Per
fekt
έχω φροντίσειέχουμε φροντίσει
έχεις φροντίσειέχετε φροντίσει
έχει φροντίσειέχουν φροντίσει
Plu
per
fekt
είχα φροντίσειείχαμε φροντίσει
είχες φροντίσειείχατε φροντίσει
είχε φροντίσειείχαν φροντίσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φροντίζωθα φροντίζουμε, θα φροντίζομε
θα φροντίζειςθα φροντίζετε
θα φροντίζειθα φροντίζουν(ε)
Fut
ur
θα φροντίσωθα φροντίσουμε, θα φροντίζομε
θα φροντίσειςθα φροντίσετε
θα φροντίσειθα φροντίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φροντίσειθα έχουμε φροντίσει
θα έχεις φροντίσειθα έχετε φροντίσει
θα έχει φροντίσειθα έχουν φροντίσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φροντίζωνα φροντίζουμε, να φροντίζομε
να φροντίζειςνα φροντίζετε
να φροντίζεινα φροντίζουν(ε)
Aoristνα φροντίσωνα φροντίσουμε, να φροντίσομε
να φροντίσειςνα φροντίσετε
να φροντίσεινα φροντίσουν(ε)
Perfνα έχω φροντίσεινα έχουμε φροντίσει
να έχεις φροντίσεινα έχετε φροντίσει
να έχει φροντίσεινα έχουν φροντίσει
Imper
ativ
Presφρόντιζεφροντίζετε
Aoristφρόντισεφροντίστε
Part
izip
Presφροντίζοντας
Perfέχοντας φροντίσει
InfinAoristφροντίσει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
περιποιούμαιπεριποιούμαστε, περιποιόμαστε
περιποιείσαιπεριποιείστε, περιποιόσαστε
περιποιείταιπεριποιούνται
Imper
fekt
περιποόμουν(α)περιποιόμαστε, περιποιόμασταν
περιποιόσουν(α)περιποιόσαστε, περιποιόσασταν
περιποιόταν(ε)περιποιόνταν(ε), περιποιούνταν, περιποιόντουσαν
Aoristπεριποιήθηκαπεριποιηθήκαμε
περιποιήθηκεςπεριποιηθήκατε
περιποιήθηκεπεριποιήθηκαν, περιποιηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω περιποιηθείέχουμε περιποιηθεί
έχεις περιποιηθείέχετε περιποιηθεί
έχει περιποιηθείέχουν περιποιηθεί
Plu
perf
ekt
είχα περιποιηθείείχαμε περιποιηθεί
είχες περιποιηθείείχατε περιποιηθεί
είχε περιποιηθείείχαν περιποιηθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα περιποιούμαιθα περιποιόμαστε, θα περιποιούμαστε
θα περιποιείσαιθα περιποιείστε, θα περιποιειόσαστε
θα περιποιείταιθα περιποιούνται
Fut
ur
θα περιποιηθώθα περιποιηθούμε
θα περιποιηθείςθα περιποιηθείτε
θα περιποιηθείθα περιποιηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω περιποιηθείθα έχουμε περιποιηθεί
θα έχεις περιποιηθείθα έχετε περιποιηθεί
θα έχει περιποιηθείθα έχουν περιποιηθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να περιποιούμαινα περιποιόμαστε, να περιποιούμαστε
να περιποιείσαινα περιποιείστε, να περιποιόσαστε
να περιποιείταινα περιποιούνται
Aoristνα περιποιηθώνα περιποιηθούμε
να περιποιηθείςνα περιποιηθείτε
να περιποιηθείνα περιποιηθούν(ε)
Perfνα έχω περιποιηθείνα έχουμε περιποιηθεί
να έχεις περιποιηθείνα έχετε περιποιηθεί
να έχει περιποιηθείνα έχουν περιποιηθεί
Imper
ativ
Presπεριποιείστε
Aoristπεριποιήσουπεριποιηθείτε
Part
izip
Presπεριποιούμενος
Perfπεριποιημένος, -η, -οπεριποιημένοι, -ες, -α
InfinAoristπεριποιηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διατηρώδιατηρούμεδιατηρούμαιδιατηρούμαστε
διατηρείςδιατηρείτεδιατηρείσαιδιατηρείστε
διατηρείδιατηρούν(ε)διατηρείταιδιατηρούνται
Imper
fekt
διατηρούσαδιατηρούσαμεδιατηρούμουνδιατηρούμαστε
διατηρούσεςδιατηρούσατε
διατηρούσεδιατηρούσαν(ε)διατηρούνταν, διατηρείτοδιατηρούνταν, διατηρούντο
Aoristδιατήρησαδιατηρήσαμεδιατηρήθηκαδιατηρηθήκαμε
διατήρησεςδιατηρήσατεδιατηρήθηκεςδιατηρηθήκατε
διατήρησεδιατήρησαν, διατηρήσαν(ε)διατηρήθηκεδιατηρήθηκαν, διατηρηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω διατηρήσει
έχω διατηρημένο
έχουμε διατηρήσει
έχουμε διατηρημένο
έχω διατηρηθεί
είμαι διατηρημένος, -η
έχουμε διατηρηθεί
είμαστε διατηρημένοι, -ες
έχεις διατηρήσει
έχεις διατηρημένο
έχετε διατηρήσει
έχετε διατηρημένο
έχεις διατηρηθεί
είσαι διατηρημένος, -η
έχετε διατηρηθεί
είστε διατηρημένοι, -ες
έχει διατηρήσει
έχει διατηρημένο
έχουν διατηρήσει
έχουν διατηρημένο
έχει διατηρηθεί
είναι διατηρημένος, -η, -ο
έχουν διατηρηθεί
είναι διατηρημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα διατηρήσει
είχα διατηρημένο
είχαμε διατηρήσει
είχαμε διατηρημένο
είχα διατηρηθεί
ήμουν διατηρημένος, -η
είχαμε διατηρηθεί
ήμαστε διατηρημένοι, -ες
είχες διατηρήσει
είχες διατηρημένο
είχατε διατηρήσει
είχατε διατηρημένο
είχες διατηρηθεί
ήσουν διατηρημένος, -η
είχατε διατηρηθεί
ήσαστε διατηρημένοι, -ες
είχε διατηρήσει
είχε διατηρημένο
είχαν διατηρήσει
είχαν διατηρημένο
είχε διατηρηθεί
ήταν διατηρημένος, -η, -ο
είχαν διατηρηθεί
ήταν διατηρημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διατηρώθα διατηρούμεθα διατηρούμαιθα διατηρούμαστε
θα διατηρείςθα διατηρείτεθα διατηρείσαιθα διατηρείστε
θα διατηρείθα διατηρούν(ε)θα διατηρείταιθα διατηρούνται
Fut
ur
θα διατηρήσωθα διατηρήσουμεθα διατηρηθώθα διατηρηθούμε
θα διατηρήσειςθα διατηρήσετεθα διατηρηθείςθα διατηρηθείτε
θα διατηρήσειθα διατηρήσουν(ε)θα διατηρηθείθα διατηρηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διατηρήσει
θα έχω διατηρημένο
θα έχουμε διατηρήσει
θα έχουμε διατηρημένο
θα έχω διατηρηθεί
θα είμαι διατηρημένος, -η
θα έχουμε διατηρηθεί
θα είμαστε διατηρημένοι, -ες
θα έχεις διατηρήσει
θα έχεις διατηρημένο
θα έχετε διατηρήσει
θα έχετε διατηρημένο
θα έχεις διατηρηθεί
θα είσαι διατηρημένος, -η
θα έχετε διατηρηθεί
θα είστε διατηρημένοι, -η
θα έχει διατηρήσει
θα έχει διατηρημένο
θα έχουν διατηρήσει
θα έχουν διατηρημένο
θα έχει διατηρηθεί
θα είναι διατηρημένος, -η, -ο
θα έχουν διατηρηθεί
θα είναι διατηρημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διατηρώνα διατηρούμενα διατηρούμαινα διατηρούμαστε
να διατηρείςνα διατηρείτενα διατηρείσαινα διατηρείστε
να διατηρείνα διατηρούν(ε)να διατηρείταινα διατηρούνται
Aoristνα διατηρήσωνα διατηρήσουμε, να διατηρήσομενα διατηρηθώνα διατηρηθούμε
να διατηρήσειςνα διατηρήσετενα διατηρηθείςνα διατηρηθείτε
να διατηρήσεινα διατηρήσουν(ε)να διατηρηθείνα διατηρηθούν(ε)
Perfνα έχω διατηρήσει
να έχω διατηρημένο
να έχουμε διατηρήσει
να έχουμε διατηρημένο
να έχω διατηρηθεί
να είμαι διατηρημένος, -η
να έχουμε διατηρηθεί
να είμαστε διατηρημένοι, -ες
να έχεις διατηρήσει
να έχεις διατηρημένο
να έχετε διατηρήσει
να έχετε διατηρημένο
να έχεις διατηρηθεί
να είσαι διατηρημένος, -η
να έχετε διατηρηθεί
να είστε διατηρημένοι, -ες
να έχει διατηρήσει
να έχει διατηρημένο
να έχουν διατηρήσει
να έχουν διατηρημένο
να έχει διατηρηθεί
να είναι διατηρημένος, -η, -ο
να έχουν διατηρηθεί
να είναι διατηρημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιατηρείτεδιατηρείστε
Aoristδιατήρησεδιατηρήστε, διατηρήσετεδιατηρήσουδιατηρηθείτε
Part
izip
Presδιατηρώντας
Perfέχοντας διατηρήσει, έχοντας διατηρημένοδιατηρημένος, -η, -οδιατηρημένοι, -ες, -α
InfinAoristδιατηρήσειδιατηρηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καλλιεργώκαλλιεργούμεκαλλιεργούμαικαλλιεργούμαστε
καλλιεργείςκαλλιεργείτεκαλλιεργείσαικαλλιεργείστε
καλλιεργείκαλλιεργούν(ε)καλλιεργείταικαλλιεργούνται
Imper
fekt
καλλιεργούσακαλλιεργούσαμεκαλλιεργούμουνκαλλιεργούμαστε
καλλιεργούσεςκαλλιεργούσατε
καλλιεργούσεκαλλιεργούσαν(ε)καλλιεργούνταν, καλλιεργείτοκαλλιεργούνταν, καλλιεργούντο
Aoristκαλλιέργησακαλλιεργήσαμεκαλλιεργήθηκακαλλιεργηθήκαμε
καλλιέργησεςκαλλιεργήσατεκαλλιεργήθηκεςκαλλιεργηθήκατε
καλλιέργησεκαλλιέργησαν, καλλιεργήσαν(ε)καλλιεργήθηκεκαλλιεργήθηκαν, καλλιεργηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω καλλιεργήσει
έχω καλλιεργημένο
έχουμε καλλιεργήσει
έχουμε καλλιεργημένο
έχω καλλιεργηθεί
είμαι καλλιεργημένος, -η
έχουμε καλλιεργηθεί
είμαστε καλλιεργημένοι, -ες
έχεις καλλιεργήσει
έχεις καλλιεργημένο
έχετε καλλιεργήσει
έχετε καλλιεργημένο
έχεις καλλιεργηθεί
είσαι καλλιεργημένος, -η
έχετε καλλιεργηθεί
είστε καλλιεργημένοι, -ες
έχει καλλιεργήσει
έχει καλλιεργημένο
έχουν καλλιεργήσει
έχουν καλλιεργημένο
έχει καλλιεργηθεί
είναι καλλιεργημένος, -η, -ο
έχουν καλλιεργηθεί
είναι καλλιεργημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα καλλιεργήσει
είχα καλλιεργημένο
είχαμε καλλιεργήσει
είχαμε καλλιεργημένο
είχα καλλιεργηθεί
ήμουν καλλιεργημένος, -η
είχαμε καλλιεργηθεί
ήμαστε καλλιεργημένοι, -ες
είχες καλλιεργήσει
είχες καλλιεργημένο
είχατε καλλιεργήσει
είχατε καλλιεργημένο
είχες καλλιεργηθεί
ήσουν καλλιεργημένος, -η
είχατε καλλιεργηθεί
ήσαστε καλλιεργημένοι, -ες
είχε καλλιεργήσει
είχε καλλιεργημένο
είχαν καλλιεργήσει
είχαν καλλιεργημένο
είχε καλλιεργηθεί
ήταν καλλιεργημένος, -η, -ο
είχαν καλλιεργηθεί
ήταν καλλιεργημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καλλιεργώθα καλλιεργούμεθα καλλιεργούμαιθα καλλιεργούμαστε
θα καλλιεργείςθα καλλιεργείτεθα καλλιεργείσαιθα καλλιεργείστε
θα καλλιεργείθα καλλιεργούν(ε)θα καλλιεργείταιθα καλλιεργούνται
Fut
ur
θα καλλιεργήσωθα καλλιεργήσουμεθα καλλιεργηθώθα καλλιεργηθούμε
θα καλλιεργήσειςθα καλλιεργήσετεθα καλλιεργηθείςθα καλλιεργηθείτε
θα καλλιεργήσειθα καλλιεργήσουν(ε)θα καλλιεργηθείθα καλλιεργηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καλλιεργήσει
θα έχω καλλιεργημένο
θα έχουμε καλλιεργήσει
θα έχουμε καλλιεργημένο
θα έχω καλλιεργηθεί
θα είμαι καλλιεργημένος, -η
θα έχουμε καλλιεργηθεί
θα είμαστε καλλιεργημένοι, -ες
θα έχεις καλλιεργήσει
θα έχεις καλλιεργημένο
θα έχετε καλλιεργήσει
θα έχετε καλλιεργημένο
θα έχεις καλλιεργηθεί
θα είσαι καλλιεργημένος, -η
θα έχετε καλλιεργηθεί
θα είστε καλλιεργημένοι, -η
θα έχει καλλιεργήσει
θα έχει καλλιεργημένο
θα έχουν καλλιεργήσει
θα έχουν καλλιεργημένο
θα έχει καλλιεργηθεί
θα είναι καλλιεργημένος, -η, -ο
θα έχουν καλλιεργηθεί
θα είναι καλλιεργημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καλλιεργώνα καλλιεργούμενα καλλιεργούμαινα καλλιεργούμαστε
να καλλιεργείςνα καλλιεργείτενα καλλιεργείσαινα καλλιεργείστε
να καλλιεργείνα καλλιεργούν(ε)να καλλιεργείταινα καλλιεργούνται
Aoristνα καλλιεργήσωνα καλλιεργήσουμε, να καλλιεργήσομενα καλλιεργηθώνα καλλιεργηθούμε
να καλλιεργήσειςνα καλλιεργήσετενα καλλιεργηθείςνα καλλιεργηθείτε
να καλλιεργήσεινα καλλιεργήσουν(ε)να καλλιεργηθείνα καλλιεργηθούν(ε)
Perfνα έχω καλλιεργήσει
να έχω καλλιεργημένο
να έχουμε καλλιεργήσει
να έχουμε καλλιεργημένο
να έχω καλλιεργηθεί
να είμαι καλλιεργημένος, -η
να έχουμε καλλιεργηθεί
να είμαστε καλλιεργημένοι, -ες
να έχεις καλλιεργήσει
να έχεις καλλιεργημένο
να έχετε καλλιεργήσει
να έχετε καλλιεργημένο
να έχεις καλλιεργηθεί
να είσαι καλλιεργημένος, -η
να έχετε καλλιεργηθεί
να είστε καλλιεργημένοι, -ες
να έχει καλλιεργήσει
να έχει καλλιεργημένο
να έχουν καλλιεργήσει
να έχουν καλλιεργημένο
να έχει καλλιεργηθεί
να είναι καλλιεργημένος, -η, -ο
να έχουν καλλιεργηθεί
να είναι καλλιεργημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκαλλιεργείτεκαλλιεργείστε
Aoristκαλλιέργησεκαλλιεργήστε, καλλιεργήσετεκαλλιεργήσουκαλλιεργηθείτε
Part
izip
Presκαλλιεργώντας
Perfέχοντας καλλιεργήσει, έχοντας καλλιεργημένοκαλλιεργημένος, -η, -οκαλλιεργημένοι, -ες, -α
InfinAoristκαλλιεργήσεικαλλιεργηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback