διατηρώ altgriechisch διατηρέω / διατηρῶ διά + τηρέω / τηρῶ ((Lehnbedeutung) französisch conserver)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
εξ ονόματος της Ομάδας PPE-DE. (FR) Κύριε Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, συγγνώμη που άργησα αλλά προσπαθούσα να διατηρώ χαμηλή ταχύτητα για να προστατεύσω το κλίμα μας. | im Namen der PPE-DE-Fraktion. (FR) Herr Präsident, Herr Kommissar! Ich entschuldige mich für die Verspätung, aber ich habe versucht, die Geschwindigkeit niedrig zu halten, um unser Klima zu schützen. Übersetzung bestätigt |
Να σας πω την αλήθεια, αυτό το ξύρισμα ήταν παράξενο για μένα, γιατί το σκεφτόμουνα, και συνειδητοποίησα οτι ο τρόπος με τον οποίο ξυριζόμουν τότε θα ήταν ο τρόπος με τον οποίο θα ξυριζόμουν για το υπόλοιπο της ζωής μου -γιατί θα έπρεπε να διατηρώ το ίδιο μήκος. | Ich muss sagen, dass das eine seltsame Rasur war, weil ich dabei darüber nachdachte und erkannte, dass die Art, wie ich mich gerade rasierte, die Art sein würde, auf die ich mich dann den Rest meines Lebens rasieren würde -weil ich die Breite gleich halten müsste. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διατηρώ | διατηρούμε | διατηρούμαι | διατηρούμαστε |
διατηρείς | διατηρείτε | διατηρείσαι | διατηρείστε | ||
διατηρεί | διατηρούν(ε) | διατηρείται | διατηρούνται | ||
Imper fekt | διατηρούσα | διατηρούσαμε | διατηρούμουν | διατηρούμαστε | |
διατηρούσες | διατηρούσατε | ||||
διατηρούσε | διατηρούσαν(ε) | διατηρούνταν, διατηρείτο | διατηρούνταν, διατηρούντο | ||
Aorist | διατήρησα | διατηρήσαμε | διατηρήθηκα | διατηρηθήκαμε | |
διατήρησες | διατηρήσατε | διατηρήθηκες | διατηρηθήκατε | ||
διατήρησε | διατήρησαν, διατηρήσαν(ε) | διατηρήθηκε | διατηρήθηκαν, διατηρηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα διατηρώ | θα διατηρούμε | θα διατηρούμαι | θα διατηρούμαστε | |
θα διατηρείς | θα διατηρείτε | θα διατηρείσαι | θα διατηρείστε | ||
θα διατηρεί | θα διατηρούν(ε) | θα διατηρείται | θα διατηρούνται | ||
Fut ur | θα διατηρήσω | θα διατηρήσουμε | θα διατηρηθώ | θα διατηρηθούμε | |
θα διατηρήσεις | θα διατηρήσετε | θα διατηρηθείς | θα διατηρηθείτε | ||
θα διατηρήσει | θα διατηρήσουν(ε) | θα διατηρηθεί | θα διατηρηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διατηρώ | να διατηρούμε | να διατηρούμαι | να διατηρούμαστε |
να διατηρείς | να διατηρείτε | να διατηρείσαι | να διατηρείστε | ||
να διατηρεί | να διατηρούν(ε) | να διατηρείται | να διατηρούνται | ||
Aorist | να διατηρήσω | να διατηρηθώ | να διατηρηθούμε | ||
να διατηρήσεις | να διατηρήσετε | να διατηρηθείς | να διατηρηθείτε | ||
να διατηρήσει | να διατηρήσουν(ε) | να διατηρηθεί | να διατηρηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | διατηρείτε | διατηρείστε | ||
Aorist | διατήρησε | διατηρήστε, διατηρήσετε | διατηρήσου | διατηρηθείτε | |
Part izip | Pres | διατηρώντας | |||
Perf | έχοντας διατηρήσει, | διατηρημένος, -η, -ο | διατηρημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διατηρήσει | διατηρηθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | halte | ||
du | hältst | |||
er, sie, es | hält | |||
Präteritum | ich | hielt | ||
Konjunktiv II | ich | hielte | ||
Imperativ | Singular | halt! halte! | ||
Plural | haltet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gehalten | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:halten |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | erhalte aufrecht | ||
du | erhältst aufrecht | |||
er, sie, es | erhält aufrecht | |||
Präteritum | ich | erhielt aufrecht | ||
Konjunktiv II | ich | erhielte aufrecht | ||
Imperativ | Singular | erhalte aufrecht! | ||
Plural | erhaltet aufrecht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
aufrechterhalten | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:aufrechterhalten |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | behalte bei | ||
du | behältst bei | |||
er, sie, es | behält bei | |||
Präteritum | ich | behielt bei | ||
Konjunktiv II | ich | behielte bei | ||
Imperativ | Singular | behalte bei! | ||
Plural | behaltet bei! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
beibehalten | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:beibehalten |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | betreibe | ||
du | betreibst | |||
er, sie, es | betreibt | |||
Präteritum | ich | betrieb | ||
Konjunktiv II | ich | betriebe | ||
Imperativ | Singular | betreibe! | ||
Plural | betreibt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
betrieben | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:betreiben |
διατηρώ [δiatiró] -ούμαι : 1α. κρατώ κτ. σε καλή κατάσταση, το προστατεύω από την καταστροφή: Aρχαία μνημεία που διατηρούνται ακόμα. Tα χρώματα στους τοίχους διατηρούνται ακόμη ζωηρά. Mε τη γυμναστική το σώμα διατηρεί την ελαστικότητά του. Tροφές που διατηρούν τον άνθρωπο νέο / υγιή. Διατηρεί κάποιος την ομορφιά του. || (ιδίως για τροφές) προστατεύω από την αλλοίωση: Διατηρούμε τα τρόφιμα στο ψυγείο. Διατηρημένες τροφές. || διατηρώ κπ. στη ζωή με τεχνητά μέσα. β. (παθ. για πρόσ.) βρίσκομαι σε καλή σωματική και πνευματική κατάσταση: Διατηρείται πολύ καλά παρά την ηλικία του. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.