schonen
 Verb

φυλάω Verb
(1)
προσέχω Verb
(1)
φροντίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Es ist besser, du wählst, ich muss meine Bowlinghand schonen.Πάρε εσύ τον αριθμό, φυλάω το χέρι μου για τον αγώνα.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
pfleglich behandeln
schonen
Ähnliche Wörter
schonend

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φυλάω (φυλάγω)φυλάμε (φυλάγουμε, φυλάγομε)φυλάγομαιφυλαγόμαστε
φυλάς (φυλάγεις)φυλάτε (φυλάγετε)φυλάγεσαιφυλάγεστε, φυλαγόσαστε
φυλάει (φυλάγει)φυλάν(ε) (φυλάγουν(ε))φυλάγεταιφυλάγονται
Imper
fekt
φύλαγαφυλάγαμεφυλαγόμουν(α)φυλαγόμαστε, φυλαγόμασταν
φύλαγεςφυλάγατεφυλαγόσουν(α)φυλαγόσαστε, φυλαγόσασταν
φύλαγεφύλαγαν, φυλάγαν(ε)φυλαγόταν(ε)φυλάγονταν, φυλαγόντανε, φυλαγόντουσαν
Aoristφύλαξαφυλάξαμεφυλάχτηκαφυλαχτήκαμε
φύλαξεςφυλάξατεφυλάχτηκεςφυλαχτήκατε
φύλαξεφύλαξαν, φυλάξαν(ε)φυλάχτηκεφυλάχτηκαν, φυλαχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω φυλάξει
έχω φυλαγμένο
έχουμε φυλάξει
έχουμε φυλαγμένο
έχω φυλαχτεί
είμαι φυλαγμένος, -η
έχουμε φυλαχτεί
είμαστε φυλαγμένοι, -ες
έχεις φυλάξει
έχεις φυλαγμένο
έχετε φυλάξει
έχετε φυλαγμένο
έχεις φυλαχτεί
είσαι φυλαγμένος, -η
έχετε φυλαχτεί
είστε φυλαγμένοι, -ες
έχει φυλάξει
έχει φυλαγμένο
έχουν φυλάξει
έχουν φυλαγμένο
έχει φυλαχτεί
είναι φυλαγμένος, -η, -ο
έχουν φυλαχτεί
είναι φυλαγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα φυλάξει
είχα φυλαγμένο
είχαμε φυλάξει
είχαμε φυλαγμένο
είχα φυλαχτεί
ήμουν φυλαγμένος, -η
είχαμε φυλαχτεί
ήμαστε φυλαγμένοι, -ες
είχες φυλάξει
είχες φυλαγμένο
είχατε φυλάξει
είχατε φυλαγμένο
είχες φυλαχτεί
ήσουν φυλαγμένος, -η
είχατε φυλαχτεί
ήσαστε φυλαγμένοι, -ες
είχε φυλάξει
είχε φυλαγμένο
είχαν φυλάξει
είχαν φυλαγμένο
είχε φυλαχτεί
ήταν φυλαγμένος, -η, -ο
είχαν φυλαχτεί
ήταν φυλαγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φυλάω (θα φυλάγω)θα φυλάγαμε (θα φυλάγουμε, θα φυλάγομε)θα φυλάγομαιθα φυλαγόμαστε
θα φυλάς (θα φυλάγεις)θα φυλάτε (θα φυλάγετε)θα φυλάγεσαιθα φυλάγεστε, θα φυλαγόσαστε
θα φυλάει (θα φυλάγει)θα φυλάν(ε) (θα φυλάγουν(ε))θα φυλάγεταιθα φυλάγονται
Fut
ur
θα φυλάξωθα φυλάξουμε, θα φυλάξομεθα φυλαχτώθα φυλαχτούμε
θα φυλάξειςθα φυλάξετεθα φυλαχτείςθα φυλαχτείτε
θα φυλάξειθα φυλάξουν(ε)θα φυλαχτείθα φυλαχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φυλάξει
θα έχω φυλαγμένο
θα έχουμε φυλάξει
θα έχουμε φυλαγμένο
θα έχω φυλαχτεί
θα είμαι φυλαγμένος, -η
θα έχουμε φυλαχτεί
θα είμαστε φυλαγμένοι, -ες
θα έχεις φυλάξει
θα έχεις φυλαγμένο
θα έχετε φυλάξει
θα έχετε φυλαγμένο
θα έχεις φυλαχτεί
θα είσαι φυλαγμένος, -η
θα έχετε φυλαχτεί
θα είστε φυλαγμένοι, -ες
θα έχει φυλάξει
θα έχει φυλαγμένο
θα έχουν φυλάξει
θα έχουν φυλαγμένο
θα έχει φυλαχτεί
θα είναι φυλαγμένος, -η, -ο
θα έχουν φυλαχτεί
θα είναι φυλαγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φυλάω (να φυλάγω)να φυλάμε (να φυλάγουμε, να φυλάγομε)να φυλάγομαινα φυλαγόμαστε
να φυλάς (να φυλάγεις)να φυλάτε (να φυλάγετε)να φυλάγεσαινα φυλάγεστε, να φυλαγόσαστε
να φυλάει (να φυλάγει)να φυλάν(ε) (να φυλάγουν(ε))να φυλάγεταινα φυλάγονται
Aoristνα φυλάξωνα φυλάξουμε, να φυλάξομενα φυλαχτώνα φυλαχτούμε
να φυλάξειςνα φυλάξετενα φυλαχτείςνα φυλαχτείτε
να φυλάξεινα φυλάξουν(ε)να φυλαχτείνα φυλαχτούν(ε)
Perfνα έχω φυλάξει
να έχω φυλαγμένο
να έχουμε φυλάξει
να έχουμε φυλαγμένο
να έχω φυλαχτεί
να είμαι φυλαγμένος, -η
να έχουμε φυλαχτεί
να είμαστε φυλαγμένοι, -ες
να έχεις φυλάξει
να έχεις φυλαγμένο
να έχετε φυλάξει
να έχετε φυλαγμένο
να έχεις φυλαχτεί
να είσαι φυλαγμένος, -η
να έχετε φυλαχτεί
να είστε φυλαγμένοι, -ες
να έχει φυλάξει
να έχει φυλαγμένο
να έχουν φυλάξει
να έχουν φυλαγμένο
να έχει φυλαχτεί
να είναι φυλαγμένος, -η, -ο
να έχουν φυλαχτεί
να είναι φυλαγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presφύλα, φύλαγεφυλάτε (φυλάγετε)φυλάγεστε
Aoristφύλαξεφυλάξτε (φυλάξτε)φυλάξουφυλαχτείτε
Part
izip
Presφυλώντας, φυλάγοντας
Perfέχοντας φυλάξει, έχοντας φυλαγμένοφυλαγμένος, -η, -οφυλαγμένοι, -ες, -α
InfinAoristφυλάξειφυλαχτεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προσέχωπροσέχουμε, προσέχομε
προσέχειςπροσέχετε
προσέχειπροσέχουν(ε)
Imper
fekt
πρόσεχαπροσέχαμε
πρόσεχεςπροσέχατε
πρόσεχεπρόσεχαν, προσέχαν(ε)
Aoristπρόσεξαπροσέξαμε
πρόσεξεςπροσέξατε
πρόσεξεπρόσεξαν, προσέξαν(ε)
Per
fekt
έχω προσέξειέχουμε προσέξει
έχεις προσέξειέχετε προσέξει
έχει προσέξειέχουν προσέξει
Plu
per
fekt
είχα προσέξειείχαμε προσέξει
είχες προσέξειείχατε προσέξει
είχε προσέξειείχαν προσέξει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προσέχωθα προσέχουμε, θα προσέχομε
θα προσέχειςθα προσέχετε
θα προσέχειθα προσέχουν(ε)
Fut
ur
θα προσέξωθα προσέξουμε, θα προσέξομε
θα προσέξειςθα προσέξετε
θα προσέξειθα προσέξουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω προσέξειθα έχουμε προσέξει
θα έχεις προσέξειθα έχετε προσέξει
θα έχει προσέξειθα έχουν προσέξει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να προσέχωνα προσέχουμε, να προσέχομε
να προσέχειςνα προσέχετε
να προσέχεινα προσέχουν(ε)
Aoristνα προσέξωνα προσέξουμε, να προσέξομε
να προσέξειςνα προσέξετε
να προσέξεινα προσέξουν(ε)
Perfνα έχω προσέξεινα έχουμε προσέξει
να έχεις προσέξεινα έχετε προσέξει
να έχει προσέξεινα έχουν προσέξει
Imper
ativ
Presπρόσεχεπροσέχετε
Aoristπρόσεξεπροσέξτε, προσέξετε
Part
izip
Presπροσέχοντας
Perfέχοντας προσέξει
InfinAoristπροσέξει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φροντίζωφροντίζουμε, φροντίζομε
φροντίζειςφροντίζετε
φροντίζειφροντίζουν(ε)
Imper
fekt
φρόντιζαφροντίζαμε
φρόντιζεςφροντίζατε
φρόντιζεφρόντιζαν, φροντίζαν(ε)
Aoristφρόντισαφροντίσαμε
φρόντισεςφροντίσατε
φρόντισεφρόντισαν, φροντίσαν(ε)
Per
fekt
έχω φροντίσειέχουμε φροντίσει
έχεις φροντίσειέχετε φροντίσει
έχει φροντίσειέχουν φροντίσει
Plu
per
fekt
είχα φροντίσειείχαμε φροντίσει
είχες φροντίσειείχατε φροντίσει
είχε φροντίσειείχαν φροντίσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φροντίζωθα φροντίζουμε, θα φροντίζομε
θα φροντίζειςθα φροντίζετε
θα φροντίζειθα φροντίζουν(ε)
Fut
ur
θα φροντίσωθα φροντίσουμε, θα φροντίζομε
θα φροντίσειςθα φροντίσετε
θα φροντίσειθα φροντίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φροντίσειθα έχουμε φροντίσει
θα έχεις φροντίσειθα έχετε φροντίσει
θα έχει φροντίσειθα έχουν φροντίσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φροντίζωνα φροντίζουμε, να φροντίζομε
να φροντίζειςνα φροντίζετε
να φροντίζεινα φροντίζουν(ε)
Aoristνα φροντίσωνα φροντίσουμε, να φροντίσομε
να φροντίσειςνα φροντίσετε
να φροντίσεινα φροντίσουν(ε)
Perfνα έχω φροντίσεινα έχουμε φροντίσει
να έχεις φροντίσεινα έχετε φροντίσει
να έχει φροντίσεινα έχουν φροντίσει
Imper
ativ
Presφρόντιζεφροντίζετε
Aoristφρόντισεφροντίστε
Part
izip
Presφροντίζοντας
Perfέχοντας φροντίσει
InfinAoristφροντίσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback