Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



κατεργαριά

κατεργαριά κατεργάρης + -ιά


κατεργασία

κατεργασία Koine-Griechisch κατεργασία


κάτεργο

κάτεργο altgriechisch κάτεργον


κατερειπώνω

κατερειπώνω Etymologie fehlt


κατέρχομαι

κατέρχομαι altgriechisch κατέρχομαι


κατεστημένο

κατεστημένο για να αποδοθεί το '50 ο βρετανικός όρος the establishment, ουσιαστικοποιήθηκε το Maskulinum von επιθέτου κατεστημένος


κατευθείαν

κατευθείαν φράση Koine-Griechisch κατ' εὐθεῖαν (εννοείται: γραμμήν) "σε ευθεία γραμμή".


κατεύθυνση

κατεύθυνση κατευθύνω + -ση


κατευθύνω

κατευθύνω altgriechisch κατευθύνω κατά + εὐθύς


κατευνάζω

κατευνάζω Koine-Griechisch κατευνάζω κατά + altgriechisch εὐνή + -άζω (αρχική σημασία: βάζω κάποιον στο κρεβάτι για ύπνο)


κατευνασμός

κατευνασμός Koine-Griechisch κατευνασμός κατευνάζω κατά + altgriechisch εὐνή + -άζω


κατευόδιο

κατευόδιο κατευοδόω κατά + εὖ + ὁδός


κατευοδώνω

κατευοδώνω Koine-Griechisch κατευοδόω κατά + εὖ + ὁδός


κατέχω

κατέχω altgriechisch κατέχω


κατεψυγμένος

κατεψυγμένος mittelgriechisch κατεψυγμένος, Passiv Perfekt von καταψύχω κατά + ψύχος ((Lehnbedeutung) französisch surgelé)


κατηγόρημα

κατηγόρημα Etymologie fehlt


κατηγορηματικότητα

κατηγορηματικότητα κατηγορηματικός + -ότητα


κατηγόρηση

κατηγόρηση Koine-Griechisch κατηγόρησις


κατηγορητήριο

κατηγορητήριο Etymologie fehlt


κατηγόρια

κατηγόρια κατηγορία altgriechisch κατηγορία


κατηγορία

κατηγορία altgriechisch κατηγορία κατήγορος κατά + αγορεύω


κατήγορος

κατήγορος altgriechisch κατήγορος κατά + ἀγορεύω


κατηγορούμενο

κατηγορούμενο altgriechisch κατηγορούμενον, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος κατηγοροῦμαι


κατηγορώ

κατηγορώ altgriechisch κατηγορῶ κατήγορος


κάτης

κάτης Etymologie fehlt


κατής

κατής mittelgriechisch κατής arabisch قاضي (kādī) και türkisch kadı arabisch[1]


κατηφής

κατηφής altgriechisch κατηφής


κατηφόρα

κατηφόρα Etymologie fehlt


κατηφοριά

κατηφοριά Etymologie fehlt


κατηφορίζω

κατηφορίζω Etymologie fehlt


κατηφορικός

κατηφορικός κατηφόρα


κατηφόρισμα

κατηφόρισμα Etymologie fehlt


κατήφορος

κατήφορος Etymologie fehlt


κατήχηση

κατήχηση (λόγιο) Koine-Griechisch κατήχη(σις) + -ση[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε κατ- + -ηχη + -ση altgriechisch ἠχέω, ἠχῶ


κατηχητής

κατηχητής κατηχώ + -της


κατηχούμενα


κατηχούμενος

κατηχούμενος μετοχή ενεστώτα του ρήματος κατηχούμαι, παθητικής φωνής του κατηχώ


κατηχώ

κατηχώ Etymologie fehlt


κάτι

κάτι mittelgriechisch κάτι κἄν + τι με αποβολή του ν > κατά το κάποιος[1]


κατιμάς

κατιμάς türkisch katma (πρόσθετο κομμάτι)


κατιμέρι

κατιμέρι Etymologie fehlt


κατιόν

κατιόν englisch cation altgriechisch κατιόν, ουδέτερο μετοχής του κάτειμι εἶμι (αντιδάνειο)


κατιόντες

κατιόντες Etymologie fehlt


κατιτί

κατιτί Etymologie fehlt


κατιτίς

κατιτίς κατιτί + -ς κατά το τίποτις[1]


κατιφές

κατιφές türkisch katife arabisch قطيفة (katīfa, βελούδο)


κατοίκηση

κατοίκηση Etymologie fehlt


κατοίκησις


κατοικία

κατοικία Koine-Griechisch κατοικία altgriechisch κατοικία (τρόπος διαμονής)


κατοικίζω

κατοικίζω Etymologie fehlt


κατοικοεδρεύω

κατοικοεδρεύω κατοικώ + -ο- + εδρεύω


κάτοικος

κάτοικος altgriechisch κάτοικος κατά (κατ- + οἶκος)[1]


κατοικώ

κατοικώ altgriechisch κατοικέω/κατοικῶ οἶκος


κατολισθαίνω

κατολισθαίνω Koine-Griechisch κατολισθάνω κατά + altgriechisch ὀλισθάνω


κατολίσθηση

κατολίσθηση Koine-Griechisch κατολίσθησις κατολισθάνω κατά + altgriechisch ὀλισθάνω


κατονομάζω

κατονομάζω altgriechisch κατονομάζω (Lehnbedeutung από τη französisch dénommer)


κατονομασία

κατονομασία κατονομάζω + -σία


κατόπαρδος

κατόπαρδος mittelgriechisch κατόπαρδος


κατόπιν

κατόπιν altgriechisch κατόπιν


κατόπτευση

κατόπτευση Koine-Griechisch κατόπτευσις altgriechisch κατοπτεύω κατά + ὀπτεύω ὀπτός ὁράω


κατοπτρίζω

κατοπτρίζω Koine-Griechisch κατοπτρίζω altgriechisch κάτοπτρον


κατοπτρισμός

κατοπτρισμός Etymologie fehlt


κάτοπτρο

κάτοπτρο altgriechisch κάτοπτρον κατά + ὄψ proto-griechisch *ókʷs proto-indogermanisch *h₃ókʷs (μάτι) *h₃ekʷ-[1] (βλέπω)


κατόρθωμα

κατόρθωμα altgriechisch κατόρθωμα κατορθώνω κατορθόω / κατορθῶ


κατορθώνω

κατορθώνω altgriechisch κατορθόω / κατορθῶ κατά + ὀρθόω / ὀρθῶ ὀρθός


κατοστάρα

κατοστάρα εκατοστάρα εκατοστή + -άρα


κατοστάρης

κατοστάρης κατοστάρι + -ης


κατοστάρι

κατοστάρι Etymologie fehlt


κατοστάρικο

κατοστάρικο Etymologie fehlt


κατούρημα

κατούρημα mittelgriechisch κατούρημα(ν) κατουρώ + -μα


κατουρλής

κατουρλής Etymologie fehlt


κατουρλιό

κατουρλιό Etymologie fehlt


κατουρλού

κατουρλού Etymologie fehlt


κάτουρο

κάτουρο mittelgriechisch κάτουρον κατουρώ


κατουρώ

κατουρώ altgriechisch κατουρῶ (κατά + οὐρῶ)


κάτοχος

κάτοχος (λόγιο) Koine-Griechisch κάτοχος (αρχαία σημασία: κατεχόμενος)


κατοχυρώνω

κατοχυρώνω Koine-Griechisch κατοχυρόω / κατοχυρῶ κατά + altgriechisch ὀχυρόω / ὀχυρῶ ὀχυρός


κατοχύρωση

κατοχύρωση κατοχυρώνω + -ση


κάτοψη

κάτοψη κατ- + όψη


κατρακυλώ

κατρακυλώ Koine-Griechisch κατακυλίω κατά + κυλίω


κατράμι

κατράμι italienisch catrame (πίσσα) arabisch قطران (qaṭrān)


κατράμωμα

κατράμωμα Etymologie fehlt


κατραμώνω

κατραμώνω Etymologie fehlt


κατραπακιά

κατραπακιά (άγνωστης ετυμολογίας)


κατς

κατς französisch catch englisch catch (catch-as-catch-can (en)) μέση englisch cacchen αγγλονορμανδική cachier spätlateinisch captiare captio lateinisch capto, θαμιστικό του capio proto-italienisch *kapiō indoeuropäisch (Wurzel) *kh₂pyéti- *keh₂p- (=λαμβάνω, παίρνω)


κατσαβίδι

κατσαβίδι italienisch cacciavite


κατσάβραχα


κατσάδα

κατσάδα venezianisch cazzada


κατσαδιάζω

κατσαδιάζω Etymologie fehlt


κατσάδιασμα

κατσάδιασμα Etymologie fehlt


κατσαπλιάς

κατσαπλιάς (αβέβαιης ετυμολογίας), (πιθανώς) πλιάτσικο


κατσαρίδα

την έπιασε υστερία, όταν είδε την κατσαρίδα


κατσαρόλα

κατσαρόλα venezianisch cazzarola


κατσαρός

κατσαρός Etymologie fehlt


κατσάρωμα

κατσάρωμα Etymologie fehlt


κατσαρώνω

κατσαρώνω Etymologie fehlt


κατσί

κατσί mittelgriechisch κατσί(ν) κατσίον. Δείτε αναλυτικά στο ελληνιστικό κάττα και το lateinisch cattus


κατσιάζω

κατσιάζω κατσί + -άζω


κατσίβελος

κατσίβελος mittelgriechisch κατσίβελος italienisch cattivello cattivo (σκλάβος, δυστυχής) lateinisch captivus


κατσίκα

κατσίκα κατσίκι



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback