Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.
Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischκαταστρέφω altgriechisch καταστρέφω κατά + στρέφω
καταστροφέας Etymologie fehlt
καταστροφή Koine-Griechisch καταστροφή "ξέκαμα" altgriechisch καταστροφή
καταστροφισμός Etymologie fehlt
κατάστρωμα altgriechisch κατάστρωμα καταστρώννυμι
καταστρώνω altgriechisch καταστρώννυμι κατά + στρώννυμι
κατάστρωση Koine-Griechisch κατάστρωσις altgriechisch καταστρώννυμι
κατασυγκινώ κατά + συγκινώ
κατασυκοφάντηση Etymologie fehlt
κατασυκοφαντώ Etymologie fehlt
κατασυντρίβω mittelgriechisch κατασυντρίβω κατά + altgriechisch συντρίβω
κατασφάζω altgriechisch κατασφάζω κατά + σφάζω
κατάσχεση spätgriechisch κατάσχεσις
κατάσχω altgriechisch κατάσχω, υποτακτική αορίστου β' (κατέσχον) του ρήματος κατέχω das Wort πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1897 σε νομικό έγγραφο του υπουργείου εξωτερικών (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Α, σελ. 531). Ο Κουμανούδης επικρίνει το (λανθασμένο -κατά τη γνώμη του) σχηματισμό της λέξης και τη χρήση της.
καταταλαιπωρώ Etymologie fehlt
κατάταξη Koine-Griechisch κατάταξις altgriechisch κατατάσσω κατά + τάσσω
καταταράζω κατα- + ταράζω
κατατάσσω altgriechisch κατατάσσω κατά + τάσσω proto-griechisch *taťťō proto-indogermanisch *teh₂g-
κατατείνω altgriechisch κατατείνω κατά + τείνω
κατατεμαχίζω mittelgriechisch κατατεμαχίζω κατα- + Koine-Griechisch τεμαχίζω altgriechisch τέμαχος τέμνω indoeuropäisch (Wurzel) *tem- (τέμνω, κόβω)
κατατεμαχισμός κατατεμαχίζω + -μός mittelgriechisch κατατεμαχίζω κατα- + Koine-Griechisch τεμαχίζω altgriechisch τέμαχος τέμνω indoeuropäisch (Wurzel) *tem- (τέμνω, κόβω)
κατατέμνω altgriechisch κατατέμνω κατά + τέμνω
κατάτμηση κατατέμνω + -ση
κατατομή altgriechisch κατατομή ((Lehnbedeutung) französisch profil)
κατατόπι mittelgriechisch κατατόπι έκφραση κατά τόπον
κατατοπίζω κατά + τόπος + -ίζω ((Lehnübersetzung) französisch localiser) Wort verwendet ab 1871
κατατόπιση κατατοπίζω + -ση
κατατοπισμός κατατοπίζω + -μός
κατατρεγμός κατά + τρέχω
κατατρέχω altgriechisch κατατρέχω κατά + τρέχω
κατατρίβομαι Etymologie fehlt
κατατρομάζω κατα- (επιτατικό) + τρομάζω
κατατροπώνω altgriechisch κατατροπῶ κατα- + τροπῶ τρόπος
κατατρόπωση Etymologie fehlt
κατατρυπώ Etymologie fehlt
κατατρύχω altgriechisch κατατρύχω
κατατρώγω mittelgriechisch κατατρώγω κατά + τρώγω
κατατρώω κατατρώγω mittelgriechisch κατατρώγω κατα- + τρώγω
κατατσακίζω mittelgriechisch κατατσακίζω. Συγχρονικά αναλύεται σε επιτατικό κατα- + τσακίζω.
κατατυραννώ Etymologie fehlt
καταυγάζω Etymologie fehlt
καταυλίζομαι Etymologie fehlt
καταυλισμός καταυλίζομαι + -μός ((Lehnübersetzung) französisch bivouac)
καταϋποχρεώνω κατα- + υποχρεώνω
κατάφαση altgriechisch κατάφασις ((Lehnbedeutung) französisch affirmation)
κατάφατσα Etymologie fehlt
καταφέρνω altgriechisch καταφέρω κατά + φέρω proto-griechisch *pʰérō indoeuropäisch (Wurzel) *bʰéreti *bʰer- (φέρω, μεταφέρω)
καταφερτζής καταφέρνω + -τζής
καταφέρω altgriechisch καταφέρω (κατά) κατα- + φέρω
καταφεύγω altgriechisch καταφεύγω κατά + φεύγω
καταφθάνω Etymologie fehlt
καταφορά altgriechisch καταφορά
καταφρόνηση mittelgriechisch καταφρόνηση altgriechisch καταφρόνησις καταφρονέω / καταφρονῶ κατά + φρονέω / φρονῶ φρήν
καταφρονητής Etymologie fehlt
καταφρόνια mittelgriechisch καταφρόνια καταφρον(ώ) + -ια
καταφρονώ altgriechisch καταφρονέω / καταφρονῶ κατά + φρονέω / φρονῶ φρήν
καταφτάνω Etymologie fehlt
καταφυγή altgriechisch καταφυγή
καταφύγιο altgriechisch καταφύγιον, υποκοριστικό του καταφυγή καταφεύγω
καταφύγιον Etymologie fehlt
καταχαίρομαι Etymologie fehlt
κατάχαμα κατά + χαμαί
καταχείμωνο κατά + χειμών
καταχειροκροτώ κατά + χειροκροτώ
καταχερίζω κατά + χέρι + -ίζω, mittelgriechisch
καταχθόνιος κατα- + χθων
καταχνιά Etymologie fehlt
καταχνιάζει Etymologie fehlt
καταχραστής καταχρώμαι
καταχρεώνομαι Etymologie fehlt
κατάχρηση κατάχρησις καταχρώμαι
καταχρώμαι καταχράομαι-ῶμαι κατά + χρῶμαι
καταχωνιάζω καταχώνω + -ιάζω
καταχώνιασμα Etymologie fehlt
καταχώνω mittelgriechisch καταχώνω altgriechisch καταχώννυμι κατά + χώννυμι χόω indoeuropäisch (Wurzel) *ǵʰew- (χύνω)
καταχώρηση καταχωρώ + -ση
καταχωρίζω altgriechisch καταχωρίζω από τις λέξεις κατά και χωρίζω
καταχώριση καταχωρίζω + -ση
καταχωρώ Koine-Griechisch καταχωρέω / καταχωρῶ (η λέξη άρχισε να χρησιμοποιείται παλιότερα με την εσφαλμένη έννοια καταχωρίζω, λόγω του κοινού τους θέματος "καταχωρισ-")
κατάχωση Etymologie fehlt
καταψηφίζω altgriechisch καταψηφίζομαι ψῆφος ((Lehnbedeutung) (γαλλικά voter [[contre])
καταψήφιση Etymologie fehlt
καταψιά Etymologie fehlt
καταψυγμένος mittelgriechisch κατεψυγμένος ((Lehnbedeutung) französisch surgelé)
καταψύκτης altgriechisch καταψύχω
κατάψυξη altgriechisch κατάψυξις καταψύχω κατά + ψύχω (ψύχω κάτι πολύ)
καταψύχω altgriechisch καταψύχω κατά + ψύχω ((Lehnbedeutung) französisch réfrigérer)
κατεβάζω mittelgriechisch altgriechisch καταβιβάζω
κατεβαίνω Etymologie fehlt
κατεβασιά Koine-Griechisch καταβασία altgriechisch κατάβασις καταβαίνω κατά + βαίνω
κατέβασμα Etymologie fehlt
κατεβατό μεσαιωνικό καταβατόν, σελίδα μεταγενέστερο καταβατός καταβαίνω
κατεδαφίζω mittelgriechisch κατεδαφίζω κατ(α)- + mittelgriechisch και altgriechisch ἐδαφίζω ("ρίχνω στο έδαφος"). Αναλύεται σε κατ(α)- + έδαφ(ος) + -ίζω
κατεδάφιση mittelgriechisch κατεδάφισ(ις) ("κατακρήμνιση")[1] + -ση
κατενώπιον Etymologie fehlt
κατεξοχήν Koine-Griechisch
κατεπειγόντως Etymologie fehlt
κατεργάζομαι altgriechisch κατεργάζομαι κατά + ἐργάζομαι ἔργον
κατεργάρης μεσαιωνικό ουσιαστικό για τους καταδίκους που ως καταναγκαστικό έργο εκτελουσαν κωπηλασία σε μεγάλα πλοία) κάτεργον (το μεγάλο πλοίο, η γαλέρα) von ελληνιστική κάτεργος (επεξεργασμένος)
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.