κατεβαίνω Verb  [kateveno, katebainw]

  Verb
(11)
  Verb
(0)
absteigen (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)
(0)
(0)

Etymologie zu κατεβαίνω

κατεβαίνω Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
Σε αυτή τη γωνία κατεβαίνω απ' το τρόλεϊ.Ich werde hier aussteigen.

Übersetzung nicht bestätigt

Εδώ κατεβαίνω.Ich muss aussteigen.

Übersetzung nicht bestätigt

Εδώ κατεβαίνω.Hier muss ich aussteigen.

Übersetzung nicht bestätigt

Λοιπόν, εδώ κατεβαίνω.Hier muss ich leider aussteigen.

Übersetzung nicht bestätigt

Εδώ κατεβαίνω.Hier muss ich aussteigen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu κατεβαίνω


Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κατεβαίνωκατεβαίνουμε, κατεβαίνομε
κατεβαίνειςκατεβαίνετε
κατεβαίνεικατεβαίνουν(ε)
Imper
fekt
κατέβαινακατεβαίναμε
κατέβαινεςκατεβαίνατε
κατέβαινεκατεβαιναν, κατεβαίναν(ε)
Aoristκατέβηκα, katebazo">κατέβασακατεβήκαμε
κατέβηκεςκατεβήκατε
κατέβηκεκατέβηκαν, κατεβήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κατέβει/κατεβεί
είμαι κατεβασμένος, -η
έχουμε κατέβει/κατεβεί
είμαστε κατεβασμένοι, -ες
έχεις κατέβει/κατεβεί
είσαι κατεβασμένος, -η
έχετε κατέβει/κατεβεί
είστε κατεβασμένοι, -ες
έχει κατέβει/κατεβεί
είναι κατεβασμένος, -η, -ο
έχουν κατέβει/κατεβεί
είναι κατεβασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κατέβει/κατεβεί
ήμουν κατεβασμένος, -η
είχαμε κατέβει/κατεβεί
ήμαστε κατεβασμένοι, -ες
είχες κατέβει/κατεβεί
ήσουν κατεβασμένος, -η
είχατε κατέβει/κατεβεί
ήσαστε κατεβασμένοι, -ες
είχε κατέβει/κατεβεί
ήταν κατεβασμένος, -η, -ο
είχαν κατέβει/κατεβεί
ήταν κατεβασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κατεβαίνωθα κατεβαίνουμε, θα κατεβαίνομε
θα κατεβαίνειςθα κατεβαίνετε
θα κατεβαίνειθα κατεβαίνουν(ε)
Fut
ur
θα κατέβω, θα κατεβώθα κατέβουμε, θα κατέβομε, θα κατεβούμε
θα κατέβεις, θα κατέβειςθα κατέβετε, θα κατεβείτε
θα κατέβει, θα κατέβειθα κατέβουν(ε), θα κατεβούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κατέβει/κατεβεί
θα είμαι κατεβασμένος, -η
θα έχουμε κατέβει/κατεβεί
θα είμαστε κατεβασμένοι, -ες
θα έχεις κατέβει/κατεβεί
θα είσαι κατεβασμένος, -η
θα έχετε κατέβει/κατεβεί
θα είστε κατεβασμένοι, -ες
θα έχει κατέβει/κατεβεί
θα είναι κατεβασμένος, -η, -ο
θα έχουν κατέβει/κατεβεί
θα είναι κατεβασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κατεβαίνωνα κατεβαίνουμε, να κατεβαίνομε
να κατεβαίνειςνα κατεβαίνετε
να κατεβαίνεινα κατεβαίνουν(ε)
Aoristνα κατέβω, να κατεβώνα κατέβουμε, να κατέβομε, να κατεβούμε
να κατέβεις, να κατέβειςνα κατέβειτε, να κατεβείτε
να κατέβει, να κατεβείνα κατέβουν(ε), να κατεβούν
Perfνα έχω κατέβει/κατεβεί
να είμαι κατεβασμένος, -η
να έχουμε κατέβει/κατεβεί
να είμαστε κατεβασμένοι, -ες
να έχεις κατέβει/κατεβεί
να είσαι κατεβασμένος, -η
να έχετε κατέβει/κατεβεί
να είστε κατεβασμένοι, -ες
να έχει κατέβει/κατεβεί
να είναι κατεβασμένος, -η, -ο
να έχουν κατέβει/κατεβεί
να είναι κατεβασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκατέβαινεκατεβαίνετε
Aoristκατέβακατεβείτε
Part
izip
Presκατεβαίνοντας
Perfέχοντας κατέβει/κατεβεί, όντας κατεβασμένος
InfinAoristκατέβει/κατεβεί











Griechische Definition zu κατεβαίνω

κατεβαίνω [katevéno] Ρ αόρ. κατέβηκα, προστ. κατέβα, απαρέμφ. κατέβει και κατεβεί, μππ. κατεβασμένος· (πρβ. κατεβάζω, ως αντίστοιχο ενεργ.) : ANT ανεβαίνω. I. (υπ. έμψ.) 1α. βαδίζω, κινούμαι από πάνω προς τα κάτω, από υψηλότερο επίπεδο σε χαμηλότερο: κατεβαίνω από το βουνό / τον κατήφορο / στο υπόγειο. κατεβαίνω τη σκάλα / δύο δύο τα σκαλοπάτια. κατεβαίνω με τη σκάλα / με τα πόδια / με το ασανσέρ. κατεβαίνω από το δέντρο / από την ταράτσα. Kατέβα κάτω! κατεβαίνω στο δρόμο, από κάποιο κτίριο ή ύψωμα και ως έκφραση, παίρνω μέρος σε εκδήλωση διαμαρτυρίας: Aν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά μας θα κατεβούμε στους δρόμους. (έκφρ.) κατεβαίνω στον τάφο, πεθαίνω: Είδε τα πιο αγαπητά του πρόσωπα να κατεβαίνουν στον τάφο. κατεβαίνω στην εκτίμηση κάποιου, με εκτιμά λιγότερο από πριν. κατεβαίνω στο επίπεδο κάποιου, συμπεριφέρομαι με μικροπρέπεια ή με χυδαιότητα όπως αυτός: Δεν απαντώ στις ύβρεις του, γιατί δε θέλω να κατεβώ στο επίπεδό του. ΦΡ κατέβα να φάμε, πειραχτικά για άτομο πανύψηλο: Aυτός είναι κατέ βα να φάμε. (λαϊκ.) κατέβαινε (το παραδάκι), δώσε τα χρήματα. β. κατεβαίνω από την έδρα / από το βήμα / από τον άμβωνα, τελειώνω την αγόρευση, την ομιλία μου και απομακρύνομαι και ως έκφραση, τελειώνω τη σταδιοδρομία μου ή παύω να προσφέρω τις υπηρεσίες μου ως δάσκαλος, δικαστής, ιεροκήρυκας κτλ. (έκφρ.) κατεβαίνω από το θρόνο, χάνω τη βασιλική ή αυτοκρατορική εξουσία. κατεβαίνω από την εξουσία, χάνω την εξουσία. γ. (για μεταφορικό μέσο) αποβιβάζομαι ή αφιππεύω: κατεβαίνω από το ποδήλατο / από το αυτοκίνητο / από το τρένο / από το πλοίο / από το αεροπλάνο. Θα κατεβώ στην επόμενη στάση. Άλλος για να κατέβει!, ποιος θα κατεβεί στην επόμενη στάση; κατεβαίνω από το άλογο / από το μουλάρι. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback