κατεβαίνω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Aber die, die danach trachten, meine Seele zu zerstören... werden hinabgehen in die Tiefe der Erde. | 'Ολοι όσοι θέλουν να καταστρέψουν την ψυχή μου θα κατέβουνχαμηλά. Übersetzung nicht bestätigt |
Du sollst aber vor mir hinabgehen gen Gilgal; siehe, da will ich zu dir hinabkommen, zu opfern Brandopfer und Dankopfer. Sieben Tage sollst du harren, bis ich zu dir komme und dir kundtue, was du tun sollst. | Και θέλεις καταβή προ εμού εις Γάλγαλα· και ιδού, εγώ θέλω καταβή προς σε, διά να προσφέρω ολοκαυτώματα, να θυσιάσω θυσίας ειρηνικάς· πρόσμενε επτά ημέρας, εωσού έλθω προς σε και σοι αναγγείλω τι έχεις να κάμης. Übersetzung nicht bestätigt |
Da aber der Aufruhr groà ward, besorgte sich der oberste Hauptmann, sie möchten Paulus zerreià en, und hieà das Kriegsvolk hinabgehen und ihn von ihnen reià en und in das Lager führen. | Και επειδή έγεινε μεγάλη διαίρεσις, φοβηθείς ο χιλίαρχος μη διασπαραχθή ο Παύλος υπ' αυτών, προσέταξε να καταβή το στράτευμα και να αρπάση αυτόν εκ μέσου αυτών και να φέρη εις το φρούριον. Übersetzung nicht bestätigt |
20 So mußte ganz Israel zu den Philistern hinabgehen, wenn jemand seine Pflugschar, seinen Karst, seine Axt und seinen Ochsenstachel schmieden lassen wollte. | 20 αλλά κατέβαινον πάντες οι Ισραηλίται προς τους Φιλισταίους, διά να ακονώσιν έκαστος το υνίον αυτού και την δικέλλαν αυτού και την αξίνην αυτού, και την σκαπάνην αυτού, Übersetzung nicht bestätigt |
8. Du sollst aber vor mir hinabgehen gen Gilgal; siehe, da will ich zu dir hinabkommen, zu opfern Brandopfer und Dankopfer. Sieben Tage sollst du harren, bis ich zu dir komme und dir kundtue, was du tun sollst. | 8 Και θα κατέβεις πριν από μένα στα Γάλγαλα· και δες, εγώ θα κατέβω σε σένα, για να προσφέρω ολοκαυτώματα, να θυσιάσω ειρηνικές θυσίες· περίμενε επτά ημέρες, μέχρις ότου έρθω σε σένα, και σου αναγγείλω τι έχεις να κάνεις. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
hinabgehen |
hinuntergehen |
hinuntersteigen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κατεβαίνω | κατεβαίνουμε, κατεβαίνομε |
κατεβαίνεις | κατεβαίνετε | ||
κατεβαίνει | κατεβαίνουν(ε) | ||
Imper fekt | κατέβαινα | κατεβαίναμε | |
κατέβαινες | κατεβαίνατε | ||
κατέβαινε | κατεβαιναν, κατεβαίναν(ε) | ||
Aorist | κατέβηκα, katebazo">κατέβασα | κατεβήκαμε | |
κατέβηκες | κατεβήκατε | ||
κατέβηκε | κατέβηκαν, κατεβήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω κατέβει/κατεβεί είμαι κατεβασμένος, -η | έχουμε κατέβει/κατεβεί είμαστε κατεβασμένοι, -ες | |
έχεις κατέβει/κατεβεί είσαι κατεβασμένος, -η | έχετε κατέβει/κατεβεί είστε κατεβασμένοι, -ες | ||
έχει κατέβει/κατεβεί είναι κατεβασμένος, -η, -ο | έχουν κατέβει/κατεβεί είναι κατεβασμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα κατέβει/κατεβεί ήμουν κατεβασμένος, -η | είχαμε κατέβει/κατεβεί ήμαστε κατεβασμένοι, -ες | |
είχες κατέβει/κατεβεί ήσουν κατεβασμένος, -η | είχατε κατέβει/κατεβεί ήσαστε κατεβασμένοι, -ες | ||
είχε κατέβει/κατεβεί ήταν κατεβασμένος, -η, -ο | είχαν κατέβει/κατεβεί ήταν κατεβασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα κατεβαίνω | θα κατεβαίνουμε, θα κατεβαίνομε | |
θα κατεβαίνεις | θα κατεβαίνετε | ||
θα κατεβαίνει | θα κατεβαίνουν(ε) | ||
Fut ur | θα κατέβω, θα κατεβώ | θα κατέβουμε, θα κατέβομε, θα κατεβούμε | |
θα κατέβεις, θα κατέβεις | θα κατέβετε, θα κατεβείτε | ||
θα κατέβει, θα κατέβει | θα κατέβουν(ε), θα κατεβούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω κατέβει/κατεβεί θα είμαι κατεβασμένος, -η | θα έχουμε κατέβει/κατεβεί θα είμαστε κατεβασμένοι, -ες | |
θα έχεις κατέβει/κατεβεί θα είσαι κατεβασμένος, -η | θα έχετε κατέβει/κατεβεί θα είστε κατεβασμένοι, -ες | ||
θα έχει κατέβει/κατεβεί θα είναι κατεβασμένος, -η, -ο | θα έχουν κατέβει/κατεβεί θα είναι κατεβασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κατεβαίνω | να κατεβαίνουμε, να κατεβαίνομε |
να κατεβαίνεις | να κατεβαίνετε | ||
να κατεβαίνει | να κατεβαίνουν(ε) | ||
Aorist | να κατέβω, να κατεβώ | να κατέβουμε, να κατέβομε, να κατεβούμε | |
να κατέβεις, να κατέβεις | να κατέβειτε, να κατεβείτε | ||
να κατέβει, να κατεβεί | να κατέβουν(ε), να κατεβούν | ||
Perf | να έχω κατέβει/κατεβεί να είμαι κατεβασμένος, -η | να έχουμε κατέβει/κατεβεί να είμαστε κατεβασμένοι, -ες | |
να έχεις κατέβει/κατεβεί να είσαι κατεβασμένος, -η | να έχετε κατέβει/κατεβεί να είστε κατεβασμένοι, -ες | ||
να έχει κατέβει/κατεβεί να είναι κατεβασμένος, -η, -ο | να έχουν κατέβει/κατεβεί να είναι κατεβασμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | κατέβαινε | κατεβαίνετε |
Aorist | κατέβα | κατεβείτε | |
Part izip | Pres | κατεβαίνοντας | |
Perf | έχοντας κατέβει/κατεβεί, όντας κατεβασμένος | ||
Infin | Aorist | κατέβει/κατεβεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.