Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



επίνειο

επίνειο altgriechisch ἐπίνειον ἐπί + ναῦς


επινεύω

επινεύω altgriechisch ἐπινεύω ἐπί + νεύω


επινικελώνω

επινικελώνω επι- + νικελώνω


επινικέλωση

επινικέλωση επινικελώνω + -ση επι- + νίκελ deutsch Nickel Kupfernickel Kupfer + Nickel ( Nikolaus lateinisch Nicolaus altgriechisch Νικόλαος (αντιδάνειο) νίκη + λαός)


επινόημα

επινόημα altgriechisch ἐπινόημα


επινόηση

επινόηση Koine-Griechisch ἐπινόησις altgriechisch ἐπινοέω / ἐπινοῶ


επινοητής

επινοητής Koine-Griechisch ἐπινοητής


επινοητικότητα

επινοητικότητα επινοητικός + -ότητα


επινοώ

επινοώ altgriechisch ἐπινοέω / ἐπινοῶ ἐπί + νοέω νόος / νοῦς


επίπαγος

επίπαγος (λόγιο) Koine-Griechisch ἐπίπαγος (πετρωμένη κρούστα) ἐπί + πάγος θέμα πᾱγ- του ρήματος πήγνυμι


επίπαση

επίπαση επιπάσσω + -ση altgriechisch ἐπιπάσσω ἐπί + πάσσω


επίπεδο

επίπεδο επίπεδος


επιπεδογραφία

επιπεδογραφία επιπεδογράφος + -ία


επιπεδογράφος

επιπεδογράφος επίπεδ(ο) + -ο- + -γράφος, (Lehnübersetzung) französisch planigraphe


επιπεδομετρία

επιπεδομετρία επίπεδος + -ο- + -μετρία ((Lehnübersetzung) französisch planimétrie)


επίπεδος

επίπεδος altgriechisch ἐπίπεδος ἐπί + πέδον proto-indogermanisch *pedóm *pṓds (πόδι, πούς) *ped-


επιπεφυκίτιδα

επιπεφυκίτιδα von επιπεφυκώς.


επιπεφυκώς

επιπεφυκώς altgriechisch ἐπιπεφυκώς, μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (με μέση-παθητική σημασία) του ρήματος ἐπιφύω,-ομαι


επιπλάδικο

επιπλάδικο έπιπλο + -άδικο


επιπλάς

επιπλάς έπιπλο + -άς


επίπλαστος

επίπλαστος Koine-Griechisch ἐπίπλαστος ἐπί + altgriechisch πλαστός πλάθω


επιπλέον

επιπλέον altgriechisch ἐπιπλέον → siehe: ἐπί και πλέον


επιπλέω

επιπλέω altgriechisch ἐπιπλέω


επίπληξη

επίπληξη altgriechisch ἐπίπληξις ( επί + πλήττω )


επιπλήττω

επιπλήττω altgriechisch ἐπιπλήττω / ἐπιπλήσσω ἐπί + πλήττω / πλήσσω indoeuropäisch (Wurzel) *pleh₂k-


έπιπλο

έπιπλο altgriechisch πληθυντικός ἔπιπλα


επιπλοκή

επιπλοκή Koine-Griechisch ἐπιπλοκή altgriechisch ἐπιπλέκω ἐπί + πλέκω ((Lehnübersetzung) französisch complication)


επιπλοποιείο

επιπλοποιείο έπιπλο + -ο- + -ποιείο


επιπλοποιία

επιπλοποιία έπιπλο + -ο- + -ποιία


επιπλοποιός

επιπλοποιός έπιπλο + -ο- + -ποιός


επιπλώνω

επιπλώνω έπιπλο + -ώνω ((Lehnübersetzung) französisch ameubler)


επίπλωση

επίπλωση επιπλώνω + -ση


επιπολαιότητα

επιπολαιότητα ἐπιπολαιότης (Wort verwendet ab 1816) ἐπιπόλαιος


επίπτωση

επίπτωση Koine-Griechisch ἐπίπτωσις altgriechisch ἐπιπίπτω ἐπί + πίπτω ((Lehnbedeutung) französisch incidence)


επιρρεπής

επιρρεπής Koine-Griechisch ἐπιρρεπής altgriechisch ἐπιρρέπω ἐπι- + ῤέπω


επίρρημα

επίρρημα spätgriechisch ἐπίρρημα ἐπί και ῥῆμα


επιρρίπτω

επιρρίπτω altgriechisch ἐπιρρίπτω ἐπί + ῥίπτω


επιρροή

επιρροή (λόγιο) altgriechisch ἐπιρροή "εισροή υγρού" ( ἐπὶ + ῥέω) - Lehnbedeutung από τη französisch influence[1] Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + ροή


επίσημα

επίσημα επίσημος + -α


επισημαίνω

επισημαίνω altgriechisch ἐπισημαίνω


επισήμανση

επισήμανση altgriechisch ἐπισήμανσις


επισημοποίηση

επισημοποίηση επισημοποιώ + -ση


επισημοποιώ

επισημοποιώ επίσημος + -ο- + ποιώ


επίσημος

επίσημος altgriechisch ἐπίσημος ἐπί + σῆμα proto-indogermanisch *dʰyeh₂- (σημειώνω)


επισημότητα

επισημότητα Koine-Griechisch ἐπισημότης


επίσης

επίσης altgriechisch ἐπ' ἴσης


επισκέπτης

επισκέπτης altgriechisch ἐπισκέπτης ((Lehnbedeutung) französisch visiteur)


επισκέπτομαι

επισκέπτομαι (λόγιο) altgriechisch ἐπισκέπτομαι ἐπι- + σκέπτομαι


επισκευάζω

επισκευάζω altgriechisch ἐπισκευάζω ἐπί + σκευάζω σκευή


επισκευαστής

επισκευαστής altgriechisch ἐπισκευαστής


επισκευή

επισκευή altgriechisch ἐπισκευή


επίσκεψη

επίσκεψη altgriechisch ἐπίσκεψις


επισκιάζω

επισκιάζω altgriechisch ἐπισκιάζω ((Lehnbedeutung) englisch overshadow)


επισκίαση

επισκίαση Koine-Griechisch ἐπισκίασις ((Lehnbedeutung) englisch overshadowing)


επισκοπάτο

επισκοπάτο mittelgriechisch επισκοπάτον


επισκοπεία

επισκοπεία Koine-Griechisch ἐπισκοπεία


επισκοπή

επισκοπή Koine-Griechisch ἐπισκοπή


επισκόπηση

επισκόπηση altgriechisch ἐπισκόπησις ἐπισκοπέω / ἐπισκοπῶ σκοπέω / σκοπῶ indoeuropäisch (Wurzel) *speḱ-


επισμηναγός

επισμηναγός επι- + σμηναγός


επισμηνίας

επισμηνίας Etymologie fehlt


επισπεύδω

επισπεύδω altgriechisch ἐπισπεύδω


επίσπευση

επίσπευση mittelgriechisch ἐπίσπευσις altgriechisch ἐπισπεύδω ἐπί + σπεύδω


επιστασία

επιστασία Etymologie fehlt


επιστάτης

επιστάτης Etymologie fehlt


επιστατώ

επιστατώ altgriechisch ἐπιστατέω / ἐπιστατῶ ἐπιστάτης


επιστεγάζω

επιστεγάζω altgriechisch ἐπιστεγάζω ἐπί + στεγάζω


επιστέγασμα

επιστέγασμα επιστεγάζω + -μα


επιστήθιος

επιστήθιος Koine-Griechisch ἐπιστήθιος ἐπί + στῆθος


επιστήμη

επιστήμη (λόγιο) altgriechisch ἐπιστήμη ἐπίσταμαι (γνωρίζω καλά) και (entlehnt aus) (Lehnbedeutung) französisch science, sciences lateinisch scientia (Lehnübersetzung) altgriechisch ἐπιστήμη[1]


επιστημολογία

επιστημολογία Lehnübersetzung von deutsch Wissenschaftslehre,[1] ή englisch epistemology[2] που όμως αποδίδεται ως γνωσιολογία altgriechisch ἐπιστήμ(η) + -ο- + -λογία


επιστήμονας

επιστήμονας altgriechisch ἐπιστήμων ἐπιστήμ(η) + -ων (-ονας)


επιστημονικός

επιστημονικός altgriechisch ἐπιστημονικός


επιστημονικότητα

επιστημονικότητα επιστημονικ(ός) + -ότητα


επιστημονισμός

επιστημονισμός επιστήμη + -ονίζω/-ονισμός/-ισμός


επιστημοσύνη

επιστημοσύνη Koine-Griechisch ἐπιστημοσύνη ("ικανότητα")[1] ἐπιστήμη + -οσύνη


επιστητό

επιστητό altgriechisch ἐπιστητόν, Maskulinum von ρηματικού επιθέτου ἐπιστητός ἐπίσταμαι (γνωρίζω καλά)


επιστολή

επιστολή επιστέλλω


επιστολογραφία

επιστολογραφία (entlehnt aus) französisch épistolographie altgriechisch ἐπιστολή + γράφω


επιστολογράφος

επιστολογράφος Koine-Griechisch ἐπιστολογράφος. Συγχρονικά αναλύεται σε επιστολ(ή) + -ο- + -γράφος


επιστολόχαρτο

επιστολόχαρτο επιστολ(ή) + -ό- + χάρτ(ης) + -ο[1]


επίστομα

επίστομα mittelgriechisch επίστομα altgriechisch ἐπί στόμα


επιστόμιο

επιστόμιο Koine-Griechisch ἐπιστόμιον


επιστράτευση

επιστράτευση επί + στράτευση, altgriechisch ἐπιστράτευσις,


επιστρατεύω

επιστρατεύω altgriechisch ἐπιστρατεύω


επίστρατος

επίστρατος επιστρατεύω + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)


επιστρέφω

επιστρέφω altgriechisch ἐπιστρέφω


επιστροφή

επιστροφή altgriechisch ἐπιστροφή ἐπιστρέφω ἐπί + στρέφω


επιστρώνω

επιστρώνω Etymologie fehlt


επίστρωση

επίστρωση επιστρώνω + -ση


επιστύλιο

επιστύλιο Koine-Griechisch ἐπιστύλιον ἐπί + στῦλος


επισύναψη


επισφραγίζω

επισφραγίζω Koine-Griechisch ἐπισφραγίζω


επισφράγιση

επισφράγιση επισφραγίζω + -ση


επισφράγισμα

επισφράγισμα επισφραγίζω + -μα


επίσωτρο

επίσωτρο altgriechisch ἐπίσωτρον


επιταγή

επιταγή Koine-Griechisch ἐπιταγή altgriechisch ἐπιτάσσω ἐπί + τάσσω (2.(Lehnbedeutung) französisch mandat)


επίταξη

επίταξη Koine-Griechisch ἐπίταξις altgriechisch ἐπίταξις ἐπιτάσσω ἐπί + τάσσω ((Lehnbedeutung) γαλλικά requisition)


επίταση

επίταση altgriechisch ἐπίτασις


επιτάσσω

επιτάσσω altgriechisch ἐπιτάσσω ἐπί + τάσσω


επιτάφιος

επιτάφιος altgriechisch ἐπιτάφιος



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback