Griechische Wörter mit türkischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



μουσαφίρης

μουσαφίρης türkisch misafir arabisch مسافر (mosâfer: ταξιδιώτης)


μουσαμάς

μουσαμάς türkisch muşamba + -ς arabisch مشمّع (muşamma, διαλεκτικό)[1]


μουσακάς

μουσακάς türkisch musakka arabisch مسقعة‎ (musaqqa κρύο)


μουρντάρης

μουρντάρης türkisch murdar (βρόμικος) + -ης persisch مردار (murdār)


μούλκι

μούλκι türkisch mülk arabisch ملك (mulk)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)


μουλάς

μουλάς mittelgriechisch μουλάς türkisch molla persisch ملا arabisch مولى (mawlā: ιερωμένος, φύλακας)


μουεζίνης

μουεζίνης türkisch müezzin[1] + -ης arabisch مؤذن (mu’aḏḏin)


μιντέρι

μιντέρι türkisch minder οθωμανικά τουρκικά مندر


μιναρές

μιναρές türkisch minare + -ς arabisch منارة (manāra)


μετερίζι

μετερίζι türkisch meteris


μερεμέτι

μερεμέτι osmanisch türkisch meremet (πλέον παρωχημένο) arabisch مرمّت (murammat) "επισκευή" "επανόρθωση"


μερακλής

μερακλής türkisch meraklı + -ής merak arabisch مراق (maraq). Μορφολογικά αναλύεται σε μεράκ(ι) + -λής


μεράκι

μεράκι türkisch merak arabisch مراق (maraq)


μεντρεσές

μεντρεσές türkisch medrese arabisch مدرسة (madrasa)


μεντεσές

μεντεσές türkisch menteşe persisch بندگشا (bandguşā). [1]


μενεξές

μενεξές türkisch menekşe osmanisch türkisch منكشه (menekşe) persisch بنفشه (banafše: μενεξές, βιολέτα) μέση persisch wnpšk' (wanafšag: βιολέτα, μενεξές)


μελτέμι

μελτέμι türkisch meltem


μεϊντάνι

μεϊντάνι türkisch meydan persisch میدان (meydân) arabisch ميدان (maydān)


μεζές

μεζές türkisch meze persisch مزه (mæˈze)


μεζελίκι

μεζελίκι türkisch mezelik meze persisch مزه (mæˈze)


μαχμουρλής

μαχμουρλής türkisch mahmurlu arabisch مخمور (mahmūr, μεθυσμένος)


μαχαλάς

μαχαλάς türkisch mahalle arabisch محل (mahalla)


ματικάπι

ματικάπι türkisch matkap arabisch مثقب (mathqab, τρυπάνι)


ματζίρης

ματζίρης türkisch muhacir arabisch مُهَاجِر (muhājir, μετανάστης). Άλλη ετυμολογία hebräisch mamzir (νόθος). das Wort μαμζίρης, von εβραϊκό mamzir, που ήταν βρισιά στους Εβραίους, συναντάται σε ελληνικά κείμενα της ύστερης αρχαιότητας, υποδηλώνοντας υποτιμητικά τον Εβραίο.


μαστραπάς

μαστραπάς mittelgriechisch μαστραπάς türkisch maşrapa [1] arabisch مشربة (mashraba) ρίζα "σούρμπ" (πίνω)


μαστούρα

μαστούρα μαστούρης + -α türkisch mastur


μασούρι

μασούρι mittelgriechisch μασούριον (υποκοριστικό για το οθωμανικό τουρκικό) osmanisch türkisch masura persisch ماسوره (māsūra)


μασιά

μασιά türkisch maşa persisch ماشه (māsha)


μαρκούτσι

μαρκούτσι türkisch markuç (τοπική διάλεκτος) marpuç persisch مارپيچ (mārpīc)


μαραφέτι

μαραφέτι türkisch marifet arabisch معرفة (maʿrifa, γνώση)


μαράζι

μαράζι türkisch maraz (αρρώστια, ασθένεια) arabisch مرض (marad) (αρρώστια, ασθένεια)


μαούνα

μαούνα mittelgriechisch μαούνα türkisch mavuna (που τώρα γράφεται mavna) arabisch معونة (maˁ una) (αναφέρεται και η παλιά französisch λέξη mahonne που δεν υπάρχει πια, αλλά και η englisch επισης παλιά λέξη mahone που σημαίνει μεγάλο τουρκικό πλοίο)


μαξούλι

μαξούλι türkisch mahsul arabisch محصول (mahsūl, συγκομιδή)


μαντζούνι

μαντζούνι türkisch macun arabisch معجون (macun)


μαντέμι

μαντέμι türkisch maden arabisch معدن (maˁdin: μέταλλο, ορυκτό)


μανάβης

μανάβης türkisch manav[1]


μακαράς

μακαράς türkisch makara arabisch بكرة (bakara)


μαϊντανός

μαϊντανός türkisch maydanoz arabisch مقدونس (makdanws) mittelgriechisch μακεδονήσι / μακεδονήσιον lateinisch macedonense, Maskulinum von macedonensis Macedo altgriechisch Μακεδών (αντιδάνειο) Μακεδονία μακεδονία μακεδνός


μαϊμού

μαϊμού mittelgriechisch μαϊμού türkisch maymun arabisch ميمون (maymūn)


μάγκας

μάγκας μάγκα (θηλυκό, επί Τουρκοκρατίας: ομάδα άτακτων πολεμιστών)[1] albanisch mang(ë) + -ας türkisch manga (μικρό στρατιωτικό σώμα, διμοιρία)[2] παλαιά italienisch banca ή banka (πάγκος κωπηλατών σε γαλέρα)


μαγκάλι

μαγκάλι türkisch mangal arabisch منقل (minqal)


μαγιά

μαγιά türkisch maya persisch مايه (māya)


λουφές

λουφές türkisch ulûfe arabisch علوفه (ʻalūfa)


λουτσέκι

λουτσέκι mittelgriechisch λουτσέκι türkisch ölçek ölçmek (μετρώ) αρχαία türkisch *ül(ü)ş-


λουλάς

λουλάς türkisch lüle persisch لوله (lule)


λουκούμι

λουκούμι türkisch (rahat) hulkum arabisch الحلقوم (Hulquum)


λουκουμάς

λουκουμάς türkisch lokma arabisch لقمة (luqma(t), κομματάκι)


λιμάνι

λιμάνι türkisch liman mittelgriechisch λιμένι(ν) (αντιδάνειο) Koine-Griechisch λιμένιον altgriechisch λιμήν


Λέχος

Λέχος mittelgriechisch Λέχος türkisch Leh ρωσική лях (ljax) πρωτοslawisch *lęxъ *lęděninъ *lędo +‎ *-ěninъ proto-indogermanisch *lendʰ- (γη, ξηρά)


λελέκι

λελέκι türkisch leylek + -ι prototürkisch *(j)eglek (πελαργός)


λεκές

λεκές türkisch leke persisch لکه (lakā)


λεβέντης

λεβέντης türkisch levend[1] persisch لوند (lavand: νέος, τσαχπίνης, ερωτύλος)


λαχανοσαρμάς

λαχανοσαρμάς λαχανο- (λάχανο) + σαρμάς türkisch sarma


λαχανοντολμάς

λαχανοντολμάς λάχανο + ντολμάς türkisch dolma


λατέρνα

λατέρνα türkisch laterna ιταλικά lanterna (=φάρος, φανάρι[1]) λατινικά lanterna και laterna


λαπάς

λαπάς türkisch lâpa αρμενική lap’ 'νερουλή τροφή για σκύλους, λαπάς για μωρά'


λακιρντί

λακιρντί türkisch lâkırdı (lakırdı, lakırtı)


λαδομπογιατίζω

λαδομπογιατίζω λάδι + -ο- + μπογιατίζω ( μπογιά türkisch boya)


λαδομπογιά

λαδομπογιά λάδι + -ο- + μπογιά ( türkisch boya)


λαγούμι

λαγούμι türkisch lağım arabisch لغم (laḡam: ορυχείο, λαγούμι) Koine-Griechisch λαχαίνω (σκάβω) altgriechisch λαγχάνω (αντιδάνειο)


κούτσικο

κούτσικο türkisch küçük


κουτουρού

κουτουρού türkisch götürü (τυχαία, με το μάτι, χωρίς να υπολογίζω)


κουτούκι

κουτούκι türkisch kütük


κουσούρι

κουσούρι türkisch kusur + -ι arabisch كسور (küsûr)


κουσκούς

κουσκούς türkisch kuskus [1] arabisch كسكس (kuskus)


κουρσουνιά

κουρσουνιά κουρσούνι + -ιά türkisch kurşun


κουρμπέτι

κουρμπέτι türkisch gurbet arabisch غربة (ġurbat)


κουρμπάτσι

κουρμπάτσι slawisch korbač türkisch kırbaç (kɯɾbɑtʃ)


κουρμπάνι

κουρμπάνι türkisch kurban arabisch قربان (ḳurbān, θυσία)


κουρασάνι

κουρασάνι türkisch horasan Khorasan (persisch πόλη)


κουραμπιές

κουραμπιές türkisch kurabiye arabisch غربية (ḡarbiyya), Femininum von غربي (ḡarribī)


κουμπούρι

κουμπούρι mittelgriechisch κουμπούρι türkisch kubur arabisch قبور (qubūr), πληθυντικός τού قبر (qabara: τάφος, μνήμα) ρίζα ق ب ر (q-b-r)


κουμπές

κουμπές türkisch kubbe arabisch قبة (qúbba τρούλος, θόλος) persisch کپه (koppe)


κουμπαράς

κουμπαράς türkisch kumbara persisch خمبره (khum-barah) خم (khum)


κουμάσι

κουμάσι (1,2) mittelgriechisch κουμάσι(ν) / κουμάσιον / κομάσι türkisch kümes persisch کومه (kume: καλύβα)


κουμαρτζής

κουμαρτζής türkisch kumarcı


κουμάρι

κουμάρι türkisch kumar arabisch قمار (kumār)


κουλαντρίζω

κουλαντρίζω türkisch kullandι (αόριστος του:) kullanmak (οδηγώ, χειρίζομαι, χρησιμοποιώ)


κουβάς

κουβάς türkisch kova


κοτζάμπασης

κοτζάμπασης türkisch kocabaşı


κοτζάμ

κοτζάμ türkisch kocam, κτητικός τύπος τού koca


κόπιτσα

κόπιτσα türkisch kopça ουγγρική kapocs


κονάκι

κονάκι türkisch konak


κομιτατζής

κομιτατζής türkisch komitacı komita französisch comité lateinisch committo mitto indoeuropäisch (Wurzel) *meyth₂- / *mith₂- (αλλάζω, μετακινώ


κολομπαράς

κολομπαράς türkisch kulampara persisch غلام باره (gẖulām-bāra)


κολαούζος

κολαούζος türkisch kılavuz


κολαούζο

κολαούζο türkisch kılavuz (von έννοια οδηγός, δηλαδή: οδηγός για δημιουργία σπειρώματος)


κολάι

κολάι türkisch kolay (εύκολος, απλός)


κόζι

κόζι türkisch koz


κοζάρω

κοζάρω von ουσιαστικό κόζι και την κατάληξη -άρω türkisch λέξη koz


κιτάπι

κιτάπι türkisch kitap arabisch كتاب (kitāb, ιερό βιβλίο)


κισμέτ

κισμέτ türkisch kısmet arabisch قسمة


κιρκινέζι

κιρκινέζι türkisch kerkenez + -ι[1] persischς προέλευσης. Απίθανη η προέλευση von αρχαίαίο κίρκος[2]


κιοφτές

κιοφτές türkisch köfte


κιούπι

κιούπι türkisch küp persisch کوب (kūp)


κιούγκι

κιούγκι türkisch künk persisch گنگ (gung)


κιοτής

κιοτής türkisch kötü


κιμπάρης

κιμπάρης türkisch kibar persisch کبار (kibār) Mehrzahl von کبیر (kabīr) arabisch كبير (kabīr)


κιμάς

κιμάς türkisch kıyma


κιλίμι

κιλίμι osmanisch türkisch کلیم (kilim) persisch گلیم (gilīm)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback