Griechische Wörter mit türkischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ντέρτι

ντέρτι türkisch dert persisch درد (dared: πόνος, θλίψη, ασθένεια)


ντερμπεντέρης

ντερμπεντέρης türkisch derbeder + -ης persisch دربدر (dar-ba-dar, αλήτης, πόρτα σε πόρτα)


ντερέκι

ντερέκι ή ντιρέκι türkisch direk (= δοκός, στύλος, ιστός)


ντερβίσης

ντερβίσης türkisch derviş (φτωχός, αφοσιωμένος στο θεό) persisch درویش (darvīsh ζητιάνος)[1]


ντεμέκ

ντεμέκ türkisch demek


ντελής

ντελής türkisch deli + -ς


ντελβές

ντελβές türkisch telve με ηχηροποίηση [t]>[d] από τη συμπροφορά της αιτιατικής: τον τελβέ [ton telve > tondelve > ton delve][1]


ντελάλης

ντελάλης türkisch tellâl με ηχηροποίηση [t]>[d] από συμπροφορά [n] και [t] στην έκφραση στην αιτιατική (τον τελάλη) arabisch دلّال (dallāl)[1]


ντε

ντε türkisch de (επίσης) [1]


νταούλι

νταούλι türkisch davul + -ι[1] arabisch طبل (tabl)


νταντά

νταντά türkisch dadı persisch دادا (dādā)


νταμάρι

νταμάρι türkisch damar (φλέβα -εδώ, πετρώματος-) + -ι


νταλκάς

νταλκάς türkisch dalga (με [d]>[k]) + -ς[1]


νταλίκα

νταλίκα türkisch talika (κάρο) (πλέον παρωχημένο) ρωσική тележка (κάρο)


ντάλα

ντάλα türkisch dal (σκέτο, γυμνό) + -α[1]


νταής

νταής türkisch dayı (θείος, προστάτης) + -ς[1]


νταηλίκι

νταηλίκι türkisch dayılık + -ι


νταγλαράς

νταγλαράς türkisch dağlı (ορεσίβιος) [1] ή von πληθυντικό dağlar της λέξης dağ (βουνό) που χρησιμοποιείται για να δηλώσει το μεγάλο μέγεθος[2].


νταγιαντίζω

νταγιαντίζω türkisch dayandim + -ίζω (στηρίζομαι)[1]


νταβραντίζω

νταβραντίζω türkisch davrandim (είμαι δραστήριος) + -ίζω[1]


νταβατζής

νταβατζής türkisch davacı (συνήγορος, υπερασπιστής) dava (δίκη)


νταβάς

νταβάς (1) türkisch tava persisch تابه (tāva) "τηγάνι"


νισεστές

νισεστές türkisch nişasta + -ς με τροπή [a] > [e][1] persisch نشاسته (nişāsta, άμυλο)


νισάφι

νισάφι türkisch insaf (μετριοπάθεια) + -ι με αντιμετάθεση [in] > [ni][1] arabisch إنصاف insāf


νέφτι

νέφτι türkisch neft persisch نفت (νάφτ, πετρέλαιο)


νερομπογιά

νερομπογιά νερο- + μπογιά τουρκικά boya οθωμανικά τουρκικά بویا (boya) παλαιοτουρκικά bodug prototürkisch


ναργιλές

ναργιλές türkisch nargile persisch نارگيل (nārgīla) sanskritisch नारिकेला (nārikela, καρύδα)


νάζι

νάζι türkisch naz + -ι persisch ناز (nāz) «φιλαρέσκεια», «επιτήδευση»


μπρίκι

μπρίκι türkisch ibrik arabisch إبريق (ibrīk) persisch آبریز (âbriz)


μπουχτίζω

μπουχτίζω türkisch bıktım, αόριστος του bıkmak


μπούτι

μπούτι türkisch but


μπούρτζι

μπούρτζι türkisch burç + -ι arabisch برج (burj) aramäisch burgā altgriechisch πύργος


μπουρού

μπουρού türkisch boru


μπουρί

μπουρί türkisch boru (σωλήνας) παλαιοτουρκικά burğu ‎ bur


μπουρέκι

μπουρέκι türkisch börek


μπουντρούμι

μπουντρούμι türkisch bodrum (υπόγειο σήμερα) άλλοι ειδικοί θεωρούν ρίζα τον altgriechisch ιππόδρομος (επειδή της Κωνσταντινούπολης είχε υπόγεια που έγιναν φυλακές) και άλλοι τον υπόδρομο, δηλαδή χώρο κάτω von επίπεδο του δρόμου -τα υπόγεια


μπουλούκος

μπουλούκος türkisch bolluk (αφθονία). Διαφορετικό το μπουλούκι


μπουλούκι

μπουλούκι albanisch buluk + -ι [1] ή απευθείας türkisch bölük (στρατιωτικό σώμα ατάκτων) bölmek (μοιράζω, διανέμω)[2] Διαφορετικής ετυμολογίας το μπουλούκος


μπουζουκτσής

μπουζουκτσής μπουζούκι + -τσής türkisch bozuk


μπουζούκι

μπουζούκι türkisch bozuk (Από τη φράση bozuk düzen=χαλασμένο χόρδισμα[1])


μπούζι

μπούζι türkisch buz


μπουγιουρντί

μπουγιουρντί türkisch buyruk, εντολή, διαταγή


μπουγάτσα

μπουγάτσα mittelgriechisch πογάτσα türkisch boğaça/poğaça ιταλικά focaccia spätlateinisch (panis) focacius (ψωμί ψημένο) focus


μπουγάς

μπουγάς türkisch boğa


μπουγάζι

μπουγάζι türkisch boğaz


μποστάνι

μποστάνι türkisch bostan persisch بوستان (būstān)


μπόι

μπόι türkisch boy (ύψος)


μπόγος

μπόγος türkisch bog


μπογιατζής

μπογιατζής μπογιά + -τζής, από türkisch boyacı


μπογιά

μπογιά türkisch boya osmanisch türkisch بویا (boya) αρχαία türkisch bodug prototürkisch


μπινές

μπινές türkisch ibne arabisch ابنة (íbna: κόρη, κοπέλα), Femininum von ابن


μπινελίκι

μπινελίκι μπινές + -λίκι türkisch ibne


μπιμπίλα

μπιμπίλα μπιρμπίλα türkisch birbiri (ο ένας μετά τον άλλο)


μπεχλιβάνης

μπεχλιβάνης türkisch pehlivan persisch پهلوان (pahlavān, αθλητής, πρωταθλητής, ήρωας, παλαιστής)


μπερντές

μπερντές türkisch perde persisch پرده (parde, «κουρτίνα»)


μπερντάχι

μπερντάχι türkisch perdah persisch پرداخت (pardākht)


μπερεκέτι

μπερεκέτι türkisch bereket ("αφθονία αγαθών, ευλογία, πλούτος") arabisch بركة (barakat, "ευλογία")


μπεντένι

μπεντένι türkisch beden arabisch بدن (bádan, σώμα)


μπεμπεκίζω

μπεμπεκίζω μπεμπέκα + -ίζω türkisch bebek


μπεμπέκα

μπεμπέκα türkisch bebek


μπελάς

μπελάς türkisch belâ arabisch بَلَاء (balā)


μπελαλής

μπελαλής türkisch belalı + -ής bela


μπεκροπίνω

μπεκροπίνω μπεκρής (türkisch bekri) + -ο- + πίνω


μπεκρής

μπεκρής türkisch bekri arabisch


μπεκιάρης

μπεκιάρης türkisch bekâr arabisch بكر (bakāra, «παρθένα») ή persisch بی‌کار (bikâr, «άνεργος»)


μπεϊλίκι

μπεϊλίκι türkisch beylik


μπεζεστένι

μπεζεστένι mittelgriechisch μπεζεστένιν türkisch bezesten / bedesten[1] persisch بزستان (bazistān) arabisch بز (baz, ύφασμα, κέντημα) + persisch κατάληξη ستان (-istān) [2]


μπεζές

μπεζές türkisch beze (μπάλα από ζυμάρι)


μπεζαχτάς

μπεζαχτάς türkisch peştahta, (ταμείο) persisch پیشتخته (pesh-taḵẖta)


μπεγλέρι

μπεγλέρι türkisch begleri


μπαχτσές

μπαχτσές türkisch bahçe persisch باغچه (bāġça, κήπος)


μπαχάρι

μπαχάρι türkisch bahar arabisch بهار (bahār, καρύκευμα) persisch بهار (bahâr, άνοιξη, ανθός) μέση persisch wahār


μπατίρης

μπατίρης μπατίρω ή μπατιρίζω türkisch batırmak


μπάτης

μπάτης türkisch batı ιταλικά vento d' imbatto. (Έχει προταθεί επίσης: altgriechisch ἐμβάτης (=αυτός που εμβαίνει/εισέρχεται από τη θάλασσα στην ξηρά))


μπατζανάκης

μπατζανάκης türkisch bacanak


μπατζάκι

μπατζάκι türkisch bacak persisch پاچه (pāça "πόδι") (Αρχαία Περσική "pāçak")


μπαταριά

μπαταριά türkisch batarya italienisch batteria (συστοιχία κανονιών) lateinisch battuo (χτυπώ)


μπατανία

μπατανία türkisch battaniye arabisch بطانية (baṭṭāniyya)


μπάστακας

μπάστακας άγνωστης ετυμολογίας[1] Πιθανόν türkisch baştaki («αρχικός, πρώτος») που σχετιζόταν με το στήσιμο του πρώτου βώλου στις αμάδες[2] baş (=κεφάλι, κορυφή)


μπασκίνας

μπασκίνας türkisch baskın (αστυνομική έφοδος)


μπαρουτιάζω

μπαρουτιάζω μπαρούτ(ι) + -ιάζω türkisch barut


μπαρούτι

μπαρούτι türkisch barut persisch باروت (bârut) Koine-Griechisch πυρίτης πῦρ (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *péh₂ur


μπαρμπούτι

μπαρμπούτι türkisch barbut


μπάρεμ

μπάρεμ türkisch barı και κτητ. επίθετο -im


μπαξίσι

μπαξίσι türkisch bahşiş persisch بخشش baχşiş


μπαξές

μπαξές türkisch bahçe (κήπος) osmanisch türkisch باغچه (bâğçe) persisch باغچه (bâghče), باغ (bâgh).


μπαξεβάνης

μπαξεβάνης türkisch bahçıvan + -ης[1] persisch باغبان [bāġçabān]


μπαμπάς

μπαμπάς Nach Ευάγγελο Πετρούνια[1] türkisch baba + -ς Nach Γεώργιο Μπαμπινιώτη[2] Onomatopoetikum (στην παιδική γλώσσα) που παραβάλλεται με το τουρκικό baba, το γαλλικό papa, το όψιμο ελληνιστικό πάππα από τις Γλώσσες του Ησύχιου («προσφώνησις παι(δὸ)ς πρὸς πατέρα»).


μπάμια

μπάμια türkisch bamya osmanisch türkisch بامیه (bamye) arabisch بامية (bāmiyā)


μπαλτατζής

μπαλτατζής μπαλτάς + -ατζής türkisch balta παλαιοτουρκικά baltu prototürkisch *baltu (τσεκούρι)


μπαλτάς

μπαλτάς türkisch balta παλαιοτουρκικά baltu prototürkisch *baltu (τσεκούρι)


μπακούρι

μπακούρι türkisch bakir (ανέγγιχτος) arabisch بكر (bikr)


μπακλαβάς

μπακλαβάς türkisch baklava prototürkisch


μπακίρι

μπακίρι türkisch bakır osmanisch türkisch باقیر (bakır)


μπακάλης

μπακάλης türkisch bakkal arabisch بقّال (bakkāl)


μπαϊράκι

μπαϊράκι türkisch bayrak


μπαϊλντίζω

μπαϊλντίζω türkisch bayıldım, αόριστος του ρήματος bayilmak (= λιποθυμώ)


μπαγλαμάς

μπαγλαμάς türkisch bağlama (το σάζι)


μπαγδατί

μπαγδατί türkisch bağdadi Bağdad (Βαγδάτη)


μουφτής

μουφτής türkisch müftü arabisch مفت (muftin)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback