Griechische Wörter mit türkischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



γρουσουζεύω

γρουσουζεύω γρουσούζ(ης) + -εύω türkisch uğursuz türkisch uğur παλαιοτουρκικά oğur / uğur prototürkisch


γρουσουζιά

γρουσουζιά γρουσούζης + -ιά türkisch uğursuz türkisch uğur παλαιοτουρκικά oğur / uğur prototürkisch


δερβέναγας

δερβέναγας λόγια προφορά του ντερβέναγας ντερβένι (türkisch derbent + αγάς (türkisch ağa)


δερβένι

δερβένι λόγια επίδραση στο ντερβένι türkisch derbent + -ι με αποβολή του [t][1] persisch دربند (darband)


δερβίσης

δερβίσης λόγια προφορά του ντερβίσης → siehe: türkisch derviş persisch درویش (Darvīsh)


διαγουμίζω

διαγουμίζω mittelgriechisch διαγουμίζω διαγουμάς türkisch yağma (διαρπαγή)


διαγούμισμα

διαγούμισμα διαγουμίζω + -μα mittelgriechisch διαγουμίζω διαγουμάς türkisch yağma


διαγουμιστής

διαγουμιστής διαγουμίζω + -τής mittelgriechisch διαγουμίζω διαγουμάς türkisch yağma (διαρπαγή)


δοβλέτι

δοβλέτι türkisch devlet arabisch دولة (dawlat)


δράμι

δράμι mittelgriechisch δράμιον türkisch dirhem osmanisch türkisch درهم persisch درهم ‎(dirham) altgriechisch δραχμή (αντιδάνειο)


εργένης

εργένης türkisch ergen


ερίφης

ερίφης türkisch herif persisch حریف (harif) arabisch حريف (harīf)


ζαγάρι

ζαγάρι mittelgriechisch ζαγάρι(ο)ν türkisch zağar osmanisch türkisch زغر (zaǧar)


ζαμάνι

ζαμάνι türkisch zaman (χρόνος, εποχή, περίοδος) persisch زمان (zamān)


ζαμπίτης

ζαμπίτης türkisch zabit persisch ضابط (ẓābit) arabisch ضابط (ḍābiṭ)


ζαπτιές

ζαπτιές türkisch zaptiye arabisch ضبط (dabt)


ζαρζαβάτι

ζαρζαβάτι türkisch zerzavat + -ι persisch سبزه (sabza) "πρασινάδα, πράσινος"


ζαρίφης

ζαρίφης türkisch zarif + -ης arabisch ظريف (ẓarīf: κομψός) ρίζα ظ ر ف‎ (ẓ-r-f)


ζάφτι

ζάφτι mittelgriechisch ζάφτι ζάπτι türkisch zapt arabisch ضَبْط (ḍabṭ)


ζεϊμπέκης

ζεϊμπέκης türkisch zeybek


ζεμπίλι

ζεμπίλι türkisch zembil persisch زنبیل (zambīl)


ζιλέ

ζιλέ französisch gilet arabisch جَلِيقَة (jalīqa) türkisch yelek osmanisch türkisch یلك (yelek) prototürkisch


ζίλια

ζίλια türkisch zil + -ια (κατάληξη πληθυντικού) persischς προέλευσης[1], (κύμβαλο, πιατίνι, κρόταλο ντεφιού, γκογκ, κουδούνι)


ζόρι

ζόρι türkisch zor persisch زور (zōr: δύναμη) μέση persisch zwl ‎(zōr)


ζορμπαλίκι

ζορμπαλίκι türkisch zorbalık


ζορμπάς

ζορμπάς türkisch zorba


ζουμπάς

ζουμπάς türkisch zımba persisch سمبه (sumba) [1]


ζουμπούλι

ζουμπούλι türkisch sümbül osmanisch türkisch سنبل (sombol) persisch سنبل (sombol)


ζουρνάς

ζουρνάς türkisch zurna persisch سرنای (surnāy)


θεριακλής

θεριακλής türkisch tiryaki persisch تریاکی (tiryākī, οπιομανής) تریاك (tiryāk, όπιο) Koine-Griechisch θηριακή, Femininum von θηριακός θηρίον (αντιδάνειο) + -λής[1][2]


ιμάμης

ιμάμης türkisch imam + -ης arabisch إمام imām


ινάτι

ινάτι türkisch inat osmanisch türkisch عناد (inad, inat) arabisch عناد (ʿinād)


ιραδές

ιραδές osmanisch türkisch irade arabisch إرادة (irāda "βούληση")


καβάφης

καβάφης türkisch kavaf arabisch خفاف (khaffaf) خف (khof)


καβγάς

καβγάς mittelgriechisch καβγάς türkisch kavga osmanisch türkisch غوغا (ğavğa, kavga) persisch غوغا (ğouğâ, ğavğâ: θόρυβος, φιλονικία) غو (ğav: κραυγή, φωνασκία)


καβγατζής

καβγατζής türkisch kavgacı + -ς kavga[1]. Αναλύεται σε καβγάς + -τζής


καβουρμάς

καβουρμάς türkisch kavurma + -ς


καβουρντίζω

καβουρντίζω türkisch kavurdı, τρίτο ενικό πρόσωπο αορίστου του ρήματος kavurmak


καβούρντισμα

καβούρντισμα καβουρντισ- (καβουρντίζω) + -μα türkisch kavurmak


καβουρντιστήρι

καβουρντιστήρι καβουρντισ- (καβουρντίζω) + -τήρι türkisch kavurmak


καδής

καδής mittelgriechisch καδής arabisch قاضي (kādī) και türkisch kadı arabisch[1]


καζάζης

καζάζης türkisch kazaz


καζάνι

καζάνι türkisch kazan + -ι οθωμανικά τουρκικά قزان παλαιοτουρκικά kazgan


καζαντζής

καζαντζής türkisch kazanci +-ς kazan (καζάνι)


καζάντι

καζάντι καζαντίζω + -ι (αναδρομικός σχηματισμός) mittelgriechisch καζαντίζω türkisch kazandı kazanmak osmanisch türkisch قزانمق (qazanmaq) prototürkisch *kaŕgan


καζαντίζω

καζαντίζω mittelgriechisch καζαντίζω türkisch kazandı kazanmak osmanisch türkisch قزانمق (qazanmaq) prototürkisch *kaŕgan


καζάντισμα

καζάντισμα καζαντίζω + -μα mittelgriechisch καζαντίζω türkisch kazandı kazanmak osmanisch türkisch قزانمق (qazanmaq) prototürkisch *kaŕgan


καζίκι

καζίκι türkisch kazık (απάτη, παλιότερη σημασία: παλούκωμα).[1] Δεν σχετίζεται με το κάζο (από τα ιταλικά)


καΐκι

καΐκι türkisch kayık παλαιοτουρκικά kayguk prototürkisch *K(i)aj-guk


καϊκτσής

καϊκτσής türkisch kayıkçı kayık


καϊμακάμης

καϊμακάμης türkisch kaymakam arabisch قائم مقام (αυτός που στέκεται στη θέση άλλου, εκπρόσωπος)


καϊμάκι

καϊμάκι türkisch kaymak


καΐσι

καΐσι türkisch kaysı οθωμανικά τουρκικά قیصی (βερίκοκο)


καϊσιά

καϊσιά καΐσι + -ιά türkisch kaysı οθωμανικά τουρκικά قیصی (βερίκοκο)


καλάι

καλάι türkisch kalay arabisch قلعى (kalai, κασσίτερος)


καλαμπαλίκι

καλαμπαλίκι türkisch kalabalık arabisch غلبة (galaba)


καλέμι

καλέμι türkisch kalem arabisch قَلَم (kalam) altgriechisch κάλαμος (αντιδάνειο)


καλκάνι

καλκάνι türkisch kalkan


καλντερίμι

καλντερίμι türkisch kaldırım αρχαία ελληνικά καλός + δρόμος (αντιδάνειο)


καλντεριμιτζού

καλντεριμιτζού καλντερίμι + -ιτζού (-ιτζής) türkisch kaldırım αρχαία ελληνικά καλός + δρόμος (αντιδάνειο)


καλούπι

καλούπι türkisch kalıp arabisch قَالِب (qālib) Koine-Griechisch καλόπους / altgriechisch καλάπους (αντιδάνειο) κᾶλον + πούς


καλπάκι

καλπάκι türkisch kalpak παλαιοτουρκικά prototürkisch persisch kwlʾp̄k' ‎(kulāfak), υποκοριστικό του kwlʾp̄ ‎(kulāf: κάλυμμα, καπάκι)


κάλπης

κάλπης türkisch kalp persisch قلب (qalb, "ψεύτικος", "απομίμηση") arabisch قلب (qalb "μεταβολή", επίσης "καρδιά")


καλπουζάνος

καλπουζάνος türkisch kalpazan persisch قلب زن (qalb zan)


κάλφας

κάλφας mittelgriechisch κάλφας türkisch kalfa arabisch خليفة (halife: χαλίφης, διάδοχος)


καμουχάς

καμουχάς türkisch kemha persisch کمخا (kamḵẖā)[1]


κανταΐφι

κανταΐφι türkisch kadayıf arabisch قطائف, Mehrzahl von قطيفة


καντάρι

καντάρι (αντιδάνειο) türkisch kantar arabisch قنطار qinṭār (: βάρος εκατό μονάδων) spätgriechisch κεντηνάριον (: μονάδα βάρους, ίση με 100 λίτρες χρυσού) lateinisch centēnārius centum (: εκατό)


καπάκι

καπάκι türkisch kapak παλαιοτουρκικά kapak / kapgak prototürkisch *Kap- ‎(κάλυμμα)


καπάκωμα

καπάκωμα καπακώνω + -μα καπάκι türkisch kapak παλαιοτουρκικά kapak / kapgak prototürkisch *Kap- ‎(κάλυμμα)


καπακώνω

καπακώνω καπάκι + -ώνω türkisch kapak παλαιοτουρκικά kapak / kapgak prototürkisch *Kap- ‎(κάλυμμα)


καπαμάς

καπαμάς türkisch kapama


καπλαμάς

καπλαμάς türkisch kaplama


καπλάνι

καπλάνι türkisch kaplan


καπλαντίζω

καπλαντίζω türkisch kapladı kaplamak


καπλάντισμα

καπλάντισμα καπλαντίζω + -μα türkisch kapladı kaplamak


καπλαντοβελόνα

καπλαντοβελόνα καπλαντίζω ( türkisch kapladı kaplamak)+ -ο- + βελόνα


καραγάτσι

καραγάτσι türkisch karaağaç


καραγιαπί

καραγιαπί καρα- + γιαπί türkisch kara + yapı


καραγκιοζιλίκι

καραγκιοζιλίκι türkisch karagözlük


καρακόλι

καρακόλι türkisch karakol. Η türkisch λέξη σύμφωνα με μία άποψη προέρχεται von venezianisch caraguol ισπαν. caracol ή σύμφωνα με άλλη άποψη από τη mongolisch karagul ή qarayul, φρουρά (→ siehe: καραούλι)


καραμπογιά

καραμπογιά türkisch karaboya καρα- (kara) + μπογιά (boya)


καραούλι

καραούλι türkisch karavul


καραπουτάνα

καραπουτάνα καρα- ( türkisch kara-: μαύρος) + πουτάνα italienisch puttana lateinisch putta (πόρνη) puta (κορίτσι) puer proto-indogermanisch *pu-


καράς

καράς türkisch kara


καριοφίλι

καριοφίλι türkisch karanfil [1] (γαρίφαλο, λόγω του σχήματος της κάννης ή των διακοσμητικών μοτίβων που έφερε) osmanisch türkisch قرنفل (karanfil) arabisch قَرَنْفِل (qaranfil) Koine-Griechisch καρυόφυλλον


καρντάσης

καρντάσης türkisch kardaş kardeş (αδελφός von ίδια κοιλιά) οθωμανικά τουρκικά قارنداش


καρπούζι

καρπούζι türkisch karpuz persisch خربزه (xarboze: πεπόνι)


καρσιλαμάς

καρσιλαμάς türkisch karşılama karşı (καρσί απέναντι, αντίκρυ)


κασέρι

κασέρι türkisch kaşer aromunisch kasare kašu (τυρί) lateinisch caseus indoeuropäisch (Wurzel) *kwat- (υφίσταμαι ζύμωση)


κασμάς

κασμάς türkisch kazma


κατής

κατής mittelgriechisch κατής arabisch قاضي (kādī) και türkisch kadı arabisch[1]


κατιμάς

κατιμάς türkisch katma (πρόσθετο κομμάτι)


κατιφές

κατιφές türkisch katife arabisch قطيفة (katīfa, βελούδο)


κατσίκι

κατσίκι mittelgriechisch κατσίκι türkisch keçi αρχαία türkisch eçkü prototürkisch *kü- / *ke- (ή albanisch kats)


καφάς

καφάς türkisch kafa «κεφάλι» arabisch قفا (qafā)


καφάσι

καφάσι mittelgriechisch καφάσι türkisch kafes[1] arabisch قفص (qáfaṣ, κλουβί)


καφενείο

καφενείο καφενές + -είο türkisch kahvehane persisch قهوه‌خانه (qahve-xâne) قهوه + خانه arabisch قهوة


καφές

καφές türkisch kahve arabisch قهوة (qahwah) das Wort μάλλον προέρχεται von Kaffa (επαρχία της Αιθιοπίας) που θεωρείται περιοχή παραγωγής του καφέ.


καφετέρια

καφετέρια englisch cafeteria amerikanisch-spanisch cafetería cafetera französisch cafetière café osmanisch türkisch قهوه (kahve) arabisch قهوة (qahwa: καφές)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback