Griechische Wörter mit türkischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αβανιά

αβανιά mittelgriechisch ἀβανία / ἀβανιά / 'βανία türkisch avan arabisch خوان (ḵawwān: άπιστος, αναξιόπιστος, ύπουλος, προδότης) ρίζα خ و ن ‎(ḵ-w-n)


αγιάζι

αγιάζι türkisch ayaz


αγιάνης

αγιάνης türkisch ayan


αγιάρι

αγιάρι türkisch ayar arabisch عيار (ʻiyār, ʻayār, ρύθμιση) عاير (ayir, μετρώ, καλιμπράρω)


άιντε

άιντε άι + άντε, δάνειο von türkisch haydi[1] ή hayde οθωμανικά τουρκικά هایده (hayde), هایدی (haydi). Συγγενικά: αλβανικά hajde, σλαβομακεδονικά ајде, σερβοκροατικά ајде.


αλάνα

αλάνα αλάνι + -α türkisch alan παλαιοτουρκικά alaŋ prototürkisch *ala-n / *ala-ŋ arabisch عَلَن ("δημόσιος").


αλανάκι

αλανάκι αλάνης + κατάληξη υποκοριστικού -άκι αλάνι türkisch alan


αλαναρία

αλαναρία αλάνης + -αρία αλάνι türkisch alan


αλάνης

αλάνης αλάνι + -ης türkisch alan


αλάνι

αλάνι türkisch alan + -ι παλαιοτουρκικά alaŋ prototürkisch *ala-n / *ala-ŋ arabisch عَلَن ("δημόσιος").


αλανιάρα

αλανιάρα αλανιάρ(ης) + -α αλάνι türkisch alan


αλανιάρης

αλανιάρης αλάν(ι) + -ιάρης[1][2] türkisch alan


αλάνικα

αλάνικα αλάνικος + -α αλάνι türkisch alan


αλατζάς

αλατζάς türkisch alaca (παρδαλός) + -ς


αλισβερίσι

αλισβερίσι türkisch alιşveri + -ι


αλμπάνης

αλμπάνης türkisch nalbant (πεταλωτής) persisch نعلبند (nalband) arabisch نعل (naʕl) "πέταλο" + persisch بند (band) "κατασκευαστής"


αμανάτι

αμανάτι türkisch emanet arabisch أمانات (ʾamānāt), Mehrzahl von أمانة (ʾamāna)


αμανές

αμανές türkisch mâni με ανάπτυξη προτακτικού α-[1] arabisch معنى (máʕnā)


αμπανόζι

αμπανόζι δείτε μεσαιωνικά ελληνικά ἀμπανόζι, türkisch abanoz + -ι persisch آبنوس abanus | abnus ελλ. ἒβενος.


αμπάρι

αμπάρι türkisch ambar + -ι persisch انبار (ambār: μαγαζί, (σιτ)αποθήκη, δεξαμενή) μέση persisch hmbʾl (hambār: μαγαζί, αποθήκη) indoeuropäisch (Wurzel) *sem- (μαζί) + *bʰer- (μεταφέρω)


αμπάς

αμπάς türkisch aba arabisch عباءة (ʿabāʾa: κάπα)


ανασόνι

ανασόνι türkisch anason altgriechisch ἄννησον (αντιδάνειο) [1]


άντε

άντε άμετε mittelgriechisch άμε[1] altgriechisch ἄγετε, προστακτική του ἄγω[2]. siehe auch το άιντε, δάνειο von türkisch haydi[3] ή hayde οθωμανικά τουρκικά هایده (hayde), هایدی (haydi)


αντερί

αντερί türkisch entari arabisch


αντέτι

αντέτι osmanisch türkisch عادت (adet) arabisch عادة (ʕāda)


αντζούρι

αντζούρι türkisch acur osmanisch türkisch آجر (âcürr) arabisch آجُرّ (ʾājurr) aramäisch ???????????????? (*ʾaggor /ʾgwr/) akkadisch ???????????????? (agurru, ukurru) sumerisch ‎al.ùr.(r)a


αντζουριά

αντζουριά αντζούρι + -ά türkisch acur osmanisch türkisch آجر (âcürr) arabisch آجُرّ (ʾājurr) aramäisch ???????????????? ‎(*ʾaggor /ʾgwr/) akkadisch ???????????????? (agurru, ukurru) sumerisch ‎al.ùr.(r)a


αραλίκι

αραλίκι türkisch aralık ara +‎ -lık παλαιοτουρκικά āra prototürkisch *hār- (χώρισμα, διαίρεση)


αραμπάς

αραμπάς türkisch araba prototürkisch *araba / *arba (άμαξα, τροχός)


αριάνι

αριάνι türkisch ayran


αρκαντάσης

αρκαντάσης türkisch arkadaş kardaş kardeş (αδελφός von ίδια κοιλιά) οθωμανικά τουρκικά قارنداش


αρματολός

αρματολός türkisch martoloz ή *αρματολόγος[1] άρματα ( λατινικά arma) + -λόγος


αρναούτης

αρναούτης türkisch Arnavut (ο Αλβανός)


αρσανάς

αρσανάς mittelgriechisch ἀρσανάς / ἀρσενάς türkisch tersane venezianisch tersanà arabisch دار الصناعة (ar) دار (ar) (dār: σπίτι) + صناعة (ar) (ṣināʿa: τέχνη, ικανότητα, επιτηδειότητα)


ασίκης

ασίκης türkisch aşιk [1] arabisch عاشق (āşik, «εραστής»)


ασικλίκι

ασικλίκι ασίκης türkisch âşik


ασκέρι

ασκέρι türkisch asker «σώμα στρατού» + -ι arabisch عسكر (ʿaskar) «στρατιώτης» μέση persisch lškl (laškar).


ασλάνι

ασλάνι türkisch aslan οθωμανικά τουρκικά ارسلان (arslan)


αστάρι

αστάρι türkisch astar persisch آستر (āstar) "φόδρα"


άτι

άτι türkisch at παλαιοτουρκικά at prototürkisch *at, *ăt (άλογο)


ατλάζι

ατλάζι türkisch atlas arabisch اطلس (atlas, σατέν, λείος, μαύρος)


άφεριμ

άφεριμ ή αφερίμ türkisch aferim persisch آفرین (âfarin, "μπράβο" "εύγε")


αφιόνι

αφιόνι mittelgriechisch αφιόνιον türkisch afyon arabisch أَفْيُون (ʾafyūn) Koine-Griechisch ὄπιον (αντιδάνειο) [1] altgriechisch ὀπός indoeuropäisch (Wurzel) *sokʷos (χυμός)


αφιονίζω

αφιονίζω αφιόν(ι) + -ίζω türkisch afyon ελληνιστικής και απώτερης indoeuropäischς προέλευσης


σιχτίρ

σιχτίρ türkisch siktir με [kt] > [xt] sikmek αρχαία türkisch sik- prototürkisch


αχ

αχ Onomatopoetikum (ή türkisch ah)


αχμάκης

αχμάκης türkisch ahmak arabisch أحمق (ahmak, ανόητος)


αχούρι

αχούρι türkisch ahır (στάβλος) persisch آخور (âxor) (στάβλος)


αχταρμάς

αχταρμάς türkisch aktarma (δημιουργία αναστάτωσης) + -ς με τροπή [kt] > [xt][1]


άχτι

άχτι türkisch ahd, ahid (όρκος, υπόσχεση)[1] arabisch عهِد (ahd)


βακούφι

βακούφι türkisch vakıf + -ι arabisch وقف (waqf)


βαλής

βαλής türkisch vali arabisch والي (wālī)


βαριεστίζω

βαριεστίζω βαζγεστίζω türkisch vazgeçtim, αόριστος του ρήματος vazgeçmek (εγκαταλείπω, γυρίζω πίσω) persisch باز (baz, πίσω, στα σύνθετα ρήματα) + türkisch geçmek (γυρίζω)


βασιβουζούκος

βασιβουζούκος türkisch başıbozuk οθωμανικά τουρκικά باشی بوزوق (κακό κεφάλι)


βαχ

βαχ türkisch vah persisch واه (vāh)


βεζίρης

βεζίρης mittelgriechisch βεζίρης türkisch vezir osmanisch türkisch وزیر‏ (vezir) arabisch وَزِير‏ (wazīr, βοηθός)


βερεσέ

βερεσέ türkisch veresiye


βιλαέτι

βιλαέτι türkisch vilậyet arabisch ولاية (wilāyat, επαρχία)


βουρ

βουρ türkisch vur (χτύπα)


γενίτσαρος

γενίτσαρος mittelgriechisch γενίτσαρος / γενίτσερος / γιανίτσαρος / γενίτζαρος türkisch yeniçeri / yaniçari yeni (νέος) +‎ çeri (στρατιώτης)


γιακάς

γιακάς türkisch yaka


γιαλαντζί

γιαλαντζί türkisch yalancı


γιάντες

γιάντες türkisch yâdes persisch ياد است (yād ast) ياد (yād, θύμηση) + است (ast, είναι)


γιαούρτι

γιαούρτι aromunisch yaurti, Mehrzahl von yaurte türkisch yoğurt οθωμανικά τουρκικά یوغورت παλαιοτουρκικά yogurt prototürkisch *jog-urt (πηγμένο γάλα)


γιαπί

γιαπί türkisch yapı


γιαπράκι

γιαπράκι türkisch yaprak (φύλλο φυτού)


γιαραμπής

γιαραμπής türkisch ya Rabbi (ω Θεέ μου)


γιαρμάς

γιαρμάς türkisch yarma


γιασεμί

γιασεμί türkisch yasemin[1] [2] arabisch ياسمين (yāsamīn) persisch یاسمین (yâsamin) / یاسمن (yâsaman) μέση persisch yʾsmn' (yāsaman)


γιαταγάνι

γιαταγάνι türkisch yatağan παλαιοτουρκικά (Wurzel) yat- (σκύβω, γέρνω, απ’ όπου προκύπτουν και οι συγγενικές λέξεις yatmak (ξαπλώνω), yatak (κρεβάτι), yatay (οριζόντιος) κ.λπ.)


γιατάκι

γιατάκι türkisch yatak


γιαχνί

γιαχνί türkisch yahni persisch يخنى (yahnī)


γιλέκο

γιλέκο türkisch yelek οθωμανικά τουρκικά یلك (yelek) prototürkisch


γιοκ

γιοκ türkisch yok παλαιοτουρκικά yok prototürkisch *yōk / *jōk ‎(καθόλου, τίποτα)


γιορντάνι

γιορντάνι türkisch gerdan persisch گردن (gardan)


γιουβαρλάκι

γιουβαρλάκι türkisch yuvarlak


γιουβέτσι

γιουβέτσι türkisch güveç (βλέπε και το ρουμανικό ghiveci ("γλάστρα"), βουλγαρικό гювеч ("πήλινο μαγειρικό σκεύος")


γιούκος

γιούκος türkisch yük prototürkisch *yü- (φορτώνω, μεταφέρω)


γιούρια

γιούρια türkisch yürü (προστακτική τού yürümek: προχωρώ, περπατώ) + ya (λοιπόν)


γιουρούσι

γιουρούσι türkisch yürüyüş + -ι και απλοποίηση


γιούσουρι

γιούσουρι türkisch yüsrü arabisch يسر (yusr)


γιούχα

γιούχα türkisch yuha


γιουχαΐζω

γιουχαΐζω γιούχα + -ίζω türkisch yuha


γιουχάρω

γιουχάρω γιούχα türkisch yuha


γκαζόζα

γκαζόζα italienisch gassosa ή türkisch gazoz + -α italienisch gassosa gas ολλανδική gaz lateinisch chaos altgriechisch χάος (αντιδάνειο)[1]


γκάιντα

γκάιντα türkisch gayda βουλγαρική гайда (gájda)


γκαντέμης

γκαντέμης türkisch kadem (=καλή τύχη) persisch قدم (qadam) arabisch قدم (qadam)


γκαντεμιά

γκαντεμιά γκαντέμης + -ιά türkisch kadem (=καλή τύχη) persisch قدم (qadam) arabisch قدم (qadam)


γκέλα

γκέλα türkisch gele (θηλυκό μέσω του ελληνοποιημένου πληθυντικού: γκέλες)


γκέμι

γκέμι türkisch gem (ίσως (…) altgriechisch κημός (αντιδάνειο))


γκεσέμι

γκεσέμι κεσέμι türkisch kösem + κατάληξη ουδετέρων -ι με μετατροπή του αρχικού k > g.[1]


γκιαούρης

γκιαούρης türkisch gavur persisch gäur, gäbr, πυρολάτρης


γκιούμι

γκιούμι türkisch güğüm


γλεντζές

γλεντζές türkisch eğlence


γλέντι

γλέντι türkisch eğlenti


γλεντοκόπι

γλεντοκόπι γλεντοκοπώ + -ι γλέντι ( türkisch eğlenti) + -κοπώ ( κόπος)


γλεντοκοπώ

γλεντοκοπώ Katharevousa γλεντοκοπῶ γλεντῶ ( türkisch eğlenmek) + -κοπώ ( κόπτω)


γλεντώ

γλεντώ türkisch eğlenmek


γούρι

γούρι türkisch uğur παλαιοτουρκικά oğur / uğur prototürkisch


γουρλής

γουρλής türkisch uğurlu (τυχερός) türkisch uğur παλαιοτουρκικά oğur / uğur prototürkisch



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback