Griechische Wörter mit mittelgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



γύρωθε

γύρωθε mittelgriechisch γύρωθεν / γύροθεν Koine-Griechisch γυρόθεν γῦρος


γύροθεν

γύροθεν mittelgriechisch γύροθεν Koine-Griechisch γυρόθεν γῦρος


γυροβολιά

γυροβολιά γυροβολώ + -ιά mittelgriechisch γυροβολῶ. Αναλύεται σε γυρο- + βολ(ώ) + -ιά


γυριστός

γυριστός mittelgriechisch γυριστός γυρίζ(ω) + -τός


γύρισμα

γύρισμα mittelgriechisch γύρισμα(ν) γυρίζω Koine-Griechisch γυρίζω γῦρος


γυρίζω

γυρίζω mittelgriechisch γυρίζω υποχωρητικό von γῦρος


γυρεύω

γυρεύω mittelgriechisch Koine-Griechisch γυρεύω (τρέχω σε κύκλο) γυρός (στρογγυλός)


γύρα

γύρα mittelgriechisch: γύρα ελληνιστική γῦρος


γυναικωτός

γυναικωτός mittelgriechisch γυναικωτός γυναίκα + -ωτός


γυναικάδερφος

γυναικάδερφος mittelgriechisch γυναικάδελφος γυναίκα / γυνή + αδελφός


γυναικάδελφος

γυναικάδελφος mittelgriechisch γυναικάδελφος γυναίκα / γυνή + αδελφός


γυναικαδέλφη

γυναικαδέλφη mittelgriechisch γυναικαδέλφη γυναίκα / γυνή + αδελφή


γυναίκα

γυναίκα mittelgriechisch γυναίκα altgriechisch γυνή (αιτιατική: γυναῖκα) proto-indogermanisch *gʷḗn- *gʷen- (γυναίκα) + *-h₂-


γύμνια

γύμνια mittelgriechisch γύμνια γυμνός + -ια


γυαλί

γυαλί mittelgriechisch γυαλίν ὑαλίν Koine-Griechisch ὑάλιον υποκοριστικό για την altgriechisch ὕαλος[1] proto-indogermanisch *uel- / *welH- (γυρίζω, στρέφω)


γρύλος

γρύλος mittelgriechisch Koine-Griechisch γρύλλος.


γρόσι

γρόσι mittelgriechisch γρόσι(ν) venezianisch grosso lateinisch grossus proto-indogermanisch *gʷres-


γροθιά

γροθιά mittelgriechisch γρόθος altgriechisch γρόνθος


γρηγοροσύνη

γρηγοροσύνη mittelgriechisch γρηγοροσύνη γρήγορος Koine-Griechisch ἐγρήγορος altgriechisch ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger-


γρηγοράδα

γρηγοράδα mittelgriechisch γρηγοράδα γρήγορος + -άδα Koine-Griechisch ἐγρήγορος altgriechisch ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger-


γρήγορα

γρήγορα mittelgriechisch γρήγορα γρήγορ(ος) + -α


γραφιάς

γραφιάς mittelgriechisch γραφιάς altgriechisch γραφεύς γράφω indoeuropäisch (Wurzel) *gerbʰ-


γρασίδι

γρασίδι mittelgriechisch γρασίδι *γρασίδιον, υποκοριστικό του γράσσις altgriechisch γράστις γράω


γουρουνόπουλο

γουρουνόπουλο mittelgriechisch γουρουνόπουλο(ν) γουρούν(ι) + -όπουλο


γουρούνι

γουρούνι mittelgriechisch γουρούνι(ν), γουρούνιον *γρούνιν με ανάπτυξη [u], υποκοριστικού des altgriechischen *γρώνη (που υπάρχει στη λακωνική διάλεκτο, και στον πληθυντικό (Ησύχιος: γρωνάδες: θήλειαι σύες)[1]) που ίσως σχετίζεται με το ηχομιμητικό άκλιτο γρῦ για τη φωνή του χοίρου[2][3]


γουρουνάκι

γουρουνάκι γουρούν(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι mittelgriechisch γουρουνάκι


γούρνα

γούρνα mittelgriechisch Koine-Griechisch γρώνη («κοιλότητα»)


γουρλώνω

γουρλώνω mittelgriechisch γρυλώνω Koine-Griechisch γρύλλος


γουρλομάτης

γουρλομάτης mittelgriechisch γουρλομάτης γουρλώνω ( γρυλώνω / γρυλλώνω Koine-Griechisch γρῦλος / γρύλλος) + μάτι ( mittelgriechisch μάτιν ὀμμάτιν altgriechisch ὀμμάτιον, υποκοριστικό του ὄμμα *ὄπ-μα indoeuropäisch (Wurzel) *op- / *okʷ-) + -ης


γουναράς

γουναράς mittelgriechisch γουνάριος + -άς


γούνα

γούνα mittelgriechisch γούνα spätlateinisch gunna


γουλιά

γουλιά mittelgriechisch lateinisch gula


γουλί

γουλί mittelgriechisch γουλίν altgriechisch ἀγλίον, υποκοριστικό του ἄγλις (σκελίδα σκόρδου)


γούλα

γούλα mittelgriechisch γούλα lateinisch gula («λαιμός»)


γουδί

γουδί mittelgriechisch ἰγδίον altgriechisch ἴγδις


γοργότητα

γοργότητα mittelgriechisch γοργότης altgriechisch γοργός + -ότης


γονιός

γονιός mittelgriechisch: γονιός γονεύς


γόνατο

γόνατο mittelgriechisch γόνατον γόνατα (Mehrzahl von γόνυ)


γόμπος

γόμπος mittelgriechisch γόμπος venezianisch gobo / ιταλικά gobbo lateinisch gibbus proto-indogermanisch *geybʰ- (καμπύλος, λοξός)


γογγύλι

γογγύλι mittelgriechisch γογγύλιν / γογγύλιον, υποκοριστικό του altgriechisch γογγύλη γόγγυλος γογγύλος indoeuropäisch (Wurzel) *lump (σβώλος)


γόβα

γόβα mittelgriechisch γόβα πιθανόν venezianisch goba ιταλικά gobba lateinisch *gŭbbus / gibbus indoeuropäisch (Wurzel) *ḱewb-


γνωστικά

γνωστικά mittelgriechisch γνωστικά γνωστικ(ός) + -ά


γνοιάζομαι

γνοιάζομαι mittelgriechisch γνοιάζομαι γνώθω + εννοιάζομαι


γνέφω

γνέφω mittelgriechisch γνεύω altgriechisch νεύω


γνέσιμο

γνέσιμο γνέθω (αόριστος: έγνεσα) + -ιμο mittelgriechisch γνέθω νέω + νήθω


γνέθω

γνέθω mittelgriechisch γνέθω νέω + νήθω


γναφέας

γναφέας mittelgriechisch γναφέας Koine-Griechisch γναφεύς altgriechisch κναφεύς κνάπτω


γλωσσάς

γλωσσάς mittelgriechisch γλωσσάς altgriechisch γλῶσσα + -άς


γλυφότητα

γλυφότητα mittelgriechisch γλυφότητα γλυφός


γλυφός

γλυφός mittelgriechisch γλυφός / βλυχός / γλυχός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


γλυτώνω

γλυτώνω mittelgriechisch γλυτώνω ἐγλυτώνω *εκλυτώνω Koine-Griechisch ἔκλυτος altgriechisch λύω proto-indogermanisch *lewH-


γλυκοφιλώ

γλυκοφιλώ mittelgriechisch γλυκοφιλώ γλυκά + -ο- + φιλώ


γλυκοφίλημα

γλυκοφίλημα γλυκοφιλώ + -μα mittelgriechisch γλυκοφιλώ γλυκός + φιλώ


γλυκομιλώ

γλυκομιλώ mittelgriechisch γλυκομιλώ γλυκά + -ο- + μιλώ


γλυκομίλητος

γλυκομίλητος mittelgriechisch γλυκομίλητος γλυκομιλώ


γλυκάδι

γλυκάδι mittelgriechisch γλυκάδιν Koine-Griechisch γλυκάδιον υποκοριστικό του (altgriechisch ) γλυκύς


γλύκα

γλύκα mittelgriechisch γλύκα γλυκός (αναδρομικός σχηματισμός)


γλιστρίδα

γλιστρίδα mittelgriechisch γλιστρίδα γλίστρα + -ίδα γλιστρώ / εγλιστρώ (αναδρομικός σχηματισμός) ἐκ + altgriechisch λίστρον


γλείφω

γλείφω mittelgriechisch γλείφω. Είτε Koine-Griechisch ἐκλείχω altgriechisch ἐκ- + λείχω[1], είτε συμπροφορά αντωνυμίας και του λείχω (/ton-l > toŋɡl > ɣl/). Η μετατροπή [x] > [f], πιθανόν von επίδραση του μεσαιωνικού ἀλείφω.[2]


γλάρος

γλάρος mittelgriechisch γλάρος altgriechisch λάρος proto-indogermanisch *la-


γλακώ

γλακώ mittelgriechisch γλακῶ (τρέχω, βιάζομαι) Koine-Griechisch ἐκλακῶ ἐκ + λακῶ. siehe auch λακάω


γκρεμνός

γκρεμνός mittelgriechisch γκρεμνός altgriechisch κρημνός[1]


γκαστρώνω

γκαστρώνω mittelgriechisch εγγαστρώνω Koine-Griechisch ἐγγαστρόω ἐν- + γαστήρ (Genitiv: γαστρ-ός)


γκαρίζω

γκαρίζω mittelgriechisch γκαρίζω Koine-Griechisch ὀγκαρίζω λατινικά onco altgriechisch ὀγκάομαι/ὀγκῶμαι


γκαρδιακός

γκαρδιακός mittelgriechisch γκαρδιακός / εγκαρδιακός altgriechisch ἐγκάρδιος καρδία


γιος

γιος mittelgriechisch γιος υιός altgriechisch υἱός


γιορτή

γιορτή mittelgriechisch γιορτή altgriechisch ἑορτή με τροπή του [eo] > ημίφωνο με φωνήεν [jo] > αρχικό [ʝ] πριν από φωνήεν (συνίζηση για αποφυγή χασμωδίας).[1] siehe auch γιατρός, Γιάννης


γιομίζω

γιομίζω mittelgriechisch γιομίζω altgriechisch γεμίζω γέμω


γιομάτος

γιομάτος mittelgriechisch γιομάτος γιομίζω altgriechisch γεμίζω γέμω


γιοματάρι

γιοματάρι mittelgriechisch γιοματάρι(ν) γιομάτο + υποκοριστικό επίθημα -άριον altgriechisch γέμω


γίδι

γίδι mittelgriechisch γίδιν altgriechisch αἰγίδιον, υποκοριστικό του αἴξ


γιατροσόφι

γιατροσόφι mittelgriechisch ἰατροσόφιον


γιατρός

γιατρός mittelgriechisch γιατρός altgriechisch ἰατρός με τροπή του άτονου [i] > ημίφωνο [j] πριν από φωνήεν > αρχικό [ʝ] πριν από φωνήεν (συνίζηση για αποφυγή χασμωδίας).[1] siehe auch Γιάννης, γιορτή


για

για mittelgriechisch γιά altgriechisch διά


γητευτής

γητευτής mittelgriechisch γητευτής γητεύω altgriechisch γοητεύω


γηρατειά

γηρατειά γερατειά mittelgriechisch γερατειά γερατεία γέρατα altgriechisch γῆρας proto-indogermanisch *ǵerh₂- (με επίδραση τού γέρατα, Mehrzahl von γέρας)


γεώμορο

γεώμορο mittelgriechisch γεώμορον, substantiviertes Adjektiv von Koine-Griechisch γεωμόρος (επίθετο: που οργώνει τη γη), von altgriechisch γεωμόρος (ουσιαστικό: που έχει μερίδιο γης) [1]


γεφύρι

γεφύρι mittelgriechisch γεφύριον altgriechisch γέφυρα


γεροσύνη

γεροσύνη mittelgriechisch γεροσύνη γέρος + -οσύνη


γέρος

γέρος mittelgriechisch γέρος altgriechisch γέρων


γέροντας

γέροντας mittelgriechisch γέροντας αιτιατική γέροντα του altgriechisch γέρων.[1] siehe auch γέρος


γεροντάκι

γεροντάκι mittelgriechisch γεροντάκι. Συγχρονικά αναλύεται σε γέροντ(ας) + υποκοριστικό επίθημα -άκι


γέρνω

γέρνω mittelgriechisch γέρνω γείρω altgriechisch ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ)[1]


γερατειά

γερατειά mittelgriechisch γερατειά γερατεία γέρατα altgriechisch γῆρας (με επίδραση τού γέρατα, Mehrzahl von γέρας)


γεράματα

γεράματα mittelgriechisch γηράματα, Mehrzahl von γήραμα altgriechisch γηράω / γηρῶ / γηράσκω γῆρας


γεράκι

γεράκι mittelgriechisch γεράκιν ἱεράκιον altgriechisch ἱέραξ


γεννητούρια

γεννητούρια mittelgriechisch γεννητούρια *γεννητήριος altgriechisch γεννητήρ γεννάω


γέννηση

γέννηση mittelgriechisch γέννηση altgriechisch γέννησις


γενναιόφρονας

γενναιόφρονας mittelgriechisch γενναιόφρων altgriechisch γενναῖος + φρήν


γενίτσαρος

γενίτσαρος mittelgriechisch γενίτσαρος / γενίτσερος / γιανίτσαρος / γενίτζαρος türkisch yeniçeri / yaniçari yeni (νέος) +‎ çeri (στρατιώτης)


γένι

γένι mittelgriechisch γένι altgriechisch γένειον γένυς (σαγόνι)


γέμισμα

γέμισμα mittelgriechisch γεμίζω


γελώ

γελώ (Katharevousa) γελῶ mittelgriechisch γελῶ altgriechisch γελάω / γελῶ πιθανόν να σχετίζεται με indoeuropäisch (Wurzel) *ǵélh₂-, *ǵlh₂-


γέλιο

γέλιο mittelgriechisch γέλιον γελῶ altgriechisch γελάω / γελῶ indoeuropäisch (Wurzel) *ǵélh₂-, *ǵlh₂-


γελάδι

γελάδι mittelgriechisch υποκοριστικό του αγελάδα


γείτονας

γείτονας mittelgriechisch γείτονας altgriechisch γείτων, von αιατιατική «τὸν γείτονα»


γεια

γεια mittelgriechisch γεια Koine-Griechisch ὑγεία altgriechisch ὑγιεία ὑγιής


γδύνω

γδύνω mittelgriechisch altgriechisch ἐκδύω


γδέρνω

γδέρνω mittelgriechisch εγδέρνω altgriechisch ἐκδέρω


γαυριάζω

γαυριάζω mittelgriechisch γαυριάζω Koine-Griechisch γαυριάω / γαυριῶ



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback