Griechische Wörter mit mittelgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



εδραίωση

εδραίωση mittelgriechisch εδραίωσις εδραιώνω + -σις/-ση


έδικτο

έδικτο mittelgriechisch ἔδικτον lateinisch edictum


εδαφιαίος

εδαφιαίος mittelgriechisch εδαφιαίος altgriechisch ἔδαφος


εγκρεμός

εγκρεμός mittelgriechisch εγκρεμνός γκρεμνός


εγκαρδιώνω

εγκαρδιώνω mittelgriechisch εγκαρδιώνω εγκάρδιος


εβδομάδα

εβδομάδα mittelgriechisch εβδομάδα altgriechisch ἑβδομάς


δωρίζω

δωρίζω mittelgriechisch δωρίζω altgriechisch δῶρον + -ίζω


δώθε

δώθε mittelgriechisch δῶθε ἐδῶθε(ν) με αποβολή του άτονου αρκτικού φωνήεντος altgriechisch ἐδῶ + -θεν[1] ὧδε ὅδε ὁ +‎ -δε proto-indogermanisch *só


δωδεκαδάκτυλο

δωδεκαδάκτυλο, σύνθετη λέξη δώδεκα + δάκτυλο mittelgriechisch δωδεκαδάκτυλος (ἔκφυσις)


δυόμισι

δυόμισι mittelgriechisch δυόμισι altgriechisch δύο + ἥμισυς


δυνάμωμα

δυνάμωμα mittelgriechisch δυνάμωμα δυναμώνω altgriechisch δύναμις


δρουγγάριος

δρουγγάριος mittelgriechisch δρουγγάριος lateinisch drungarius drungus


δροσό

δροσό mittelgriechisch δροσό / δροσιό δροσιά Koine-Griechisch δροσία / δροσίη altgriechisch δρόσος proto-indogermanisch *dʰewh₂- (καπνός, ομίχλη)


δρόσισμα

δρόσισμα mittelgriechisch δρόσισμα(ν) δροσίζω


δροσερεύω

δροσερεύω mittelgriechisch δροσερεύω δροσερός


δρεπάνι

δρεπάνι mittelgriechisch δρεπάνι(ν) Koine-Griechisch δρεπάνιον υποκοριστικό για την altgriechisch δρέπανον


δράχνω

δράχνω mittelgriechisch δράχνω altgriechisch δράττομαι proto-griechisch *dr̥kʰ


δραστηριότητα

δραστηριότητα mittelgriechisch δραστηριότης altgriechisch δραστήριος + -ότης


δρασκελώ

δρασκελώ mittelgriechisch δρασκελώ δρασκελίζω διασκελίζω Koine-Griechisch διασκελίζομαι διά + altgriechisch σκέλος


δράση

δράση mittelgriechisch δρᾶσις altgriechisch δρᾶσις δράω/δρῶ


δράμι

δράμι mittelgriechisch δράμιον türkisch dirhem osmanisch türkisch درهم persisch درهم ‎(dirham) altgriechisch δραχμή (αντιδάνειο)


δραγάτης

δραγάτης mittelgriechisch δραγάτης Βλ. και Koine-Griechisch δραγατεύω, δραγασούρα = υπερυψωμένη σκοπιά συνήθως επάνω σε δένδρα από όπου ο αγροφύλακας παρακολουθούσε τυχόν κλοπές στα αμπέλια


δοχειάρης

δοχειάρης mittelgriechisch δοχειάρης δοχεῖον


δουλόφρονας

δουλόφρονας mittelgriechisch δουλόφρων altgriechisch δοῦλος + φρήν


δούλεμα

δούλεμα mittelgriechisch δούλεμα altgriechisch δούλευμα δουλεύω + -μα δοῦλος Mykenisches Griechisch ???????????? (do-e-or) χαναανικά *dōʾēlu (υπηρέτης, ακόλουθος)


δουλειά

δουλειά mittelgriechisch δουλειά Koine-Griechisch δουλεία altgriechisch δουλεία δουλεύω δοῦλος


δούκισσα

δούκισσα δούκας + κατάληξη θηλυκού -ισσα mittelgriechisch δούκας Koine-Griechisch δούξ lateinisch dux (στρατιωτικός διοικητής) duco (διοικώ) indoeuropäisch (Wurzel) *dewk-


δούκας

δούκας mittelgriechisch δούκας Koine-Griechisch δούξ lateinisch dux (στρατιωτικός διοικητής) duco (διοικώ) indoeuropäisch (Wurzel) *dewk-


δόσιμο

δόσιμο mittelgriechisch δόσιμο(ν) Koine-Griechisch δόσιμος altgriechisch δίδωμι


δοξολόγημα

δοξολόγημα mittelgriechisch δοξολόγημα δοξολογώ + -μα


δοξάρι

δοξάρι mittelgriechisch δοξάριον τοξάριον altgriechisch τόξον


δόντι

δόντι mittelgriechisch δόντιον altgriechisch ὀδόντιον υποκοριστικό του ὀδούς proto-griechisch *odónts proto-indogermanisch *h₃dónts (δόντι)


δολώνω

δολώνω mittelgriechisch δολώνω altgriechisch δολόω / δολῶ δόλος


δόκανο

δόκανο mittelgriechisch δόκανον Koine-Griechisch δόκανα (τα) altgriechisch δοκός


διώχνω

διώχνω mittelgriechisch διώχνω altgriechisch διώκω δίω indoeuropäisch (Wurzel) *dih₁- (κινώ γρήγορα)


διωματάρης

διωματάρης mittelgriechisch διωματάρης διώμα ιδίωμα Koine-Griechisch ἰδίωμα ἰδιόω altgriechisch ἴδιος


διώμα

διώμα mittelgriechisch διώμα ιδίωμα Koine-Griechisch ἰδίωμα ἰδιόω altgriechisch ἴδιος


δίχτυ

δίχτυ mittelgriechisch δίκτυ altgriechisch δίκτυον


δισκοπότηρο

δισκοπότηρο mittelgriechisch δισκοπότηρο(ν) δισκοποτήριον altgriechisch δίσκος + ποτήριον


δισκάριο

δισκάριο mittelgriechisch δισκάριον / δισκάρι Koine-Griechisch δισκάριον altgriechisch δίσκος


δισάκι

δισάκι mittelgriechisch δισάκι(ν) / δισάκιον Koine-Griechisch δισάκκιον δι- + altgriechisch σακκίον / σακίον σάκκος / σάκος σημιτική


δίπατος

δίπατος mittelgriechisch δίπατος δι- + altgriechisch πάτος


διοργανώνω

διοργανώνω mittelgriechisch διοργανόω / διοργανῶ Koine-Griechisch διοργανόομαι / διοργανοῦμαι ὀργανόω / ὀργανῶ altgriechisch ὄργανον indoeuropäisch (Wurzel) *werǵ- (εργάζομαι, δημιουργώ)


δικός

δικός mittelgriechisch δικός Koine-Griechisch ἰδικός altgriechisch ἴδιος ἕ +‎ -δ- +‎ -ιος


δικολάβος

δικολάβος mittelgriechisch δικολάβος altgriechisch δίκη + λαμβάνω


δικηγορώ

δικηγορώ mittelgriechisch δικηγορώ δικήγορος δίκη ( altgriechisch δίκη) + -ήγορος ( altgriechisch ἀγορεύω)


δικηγόρος

δικηγόρος mittelgriechisch δικήγορος δίκη ( altgriechisch δίκη) + -ήγορος ( altgriechisch ἀγορεύω)


δικηγορία

δικηγορία mittelgriechisch δικηγορία δικήγορος δίκη ( altgriechisch δίκη) + -ήγορος ( altgriechisch ἀγορεύω)


διένεξη

διένεξη mittelgriechisch διένεξις altgriechisch διαφέρω (πρόθεση διά + αοριστικό θέμα ἐνεγκ- του φέρω)


διδασκάλισσα

διδασκάλισσα mittelgriechisch διδασκάλισσα. Συγχρονικά αναλύεται ως διδάσκαλος + κατάληξη θηλυκού -ισσα


διβάρι

διβάρι βιβάρι mittelgriechisch βιβάριον lateinisch vivarium


διβάνι

διβάνι mittelgriechisch διβάνι/ντιβάνι


διαφεντεύω

διαφεντεύω mittelgriechisch διαφεντεύω / δηφενδεύω / δεφενδεύω lateinisch defendo (υπερασπίζομαι)[1] de + *fendo proto-indogermanisch *gʷʰen- (κτυπώ, σκοτώνω). Με παρετυμολογική επίδραση του διά (δι-) + αφεντεύω. Μορφολογικά αναλύεται σε δι- + αφέντ(ης) + -εύω.


διάστιχο

διάστιχο mittelgriechisch διάστιχο δια- + στίχος + -ο altgriechisch στίχος στείχω proto-indogermanisch *steygʰ- (περπατώ, βαδίζω)


διασκελισμός

διασκελισμός διασκελίζω + -μός mittelgriechisch διασκελίζω Koine-Griechisch διασκελίζομαι διά + altgriechisch σκέλος ((Lehnübersetzung) französisch enjambement)


διασκέλισμα

διασκέλισμα mittelgriechisch διασκέλισμα διασκελίζω Koine-Griechisch διασκελίζομαι διά + altgriechisch σκέλος


διασκελίζω

διασκελίζω mittelgriechisch διασκελίζω Koine-Griechisch διασκελίζομαι διά + altgriechisch σκέλος


διασαφήνιση

διασαφήνιση mittelgriechisch διασαφήνισις διασαφηνίζω + -σις


διαποτίζω

διαποτίζω mittelgriechisch διαποτίζω δια- + ποτίζω ((Lehnübersetzung) französisch imbiber)


διαπαντός

διαπαντός mittelgriechisch διαπαντός διά + παντός altgriechisch πᾶς proto-indogermanisch *peh₂nts *peh₂-


διαμοιρασμός

διαμοιρασμός mittelgriechisch διαμοιρασμός διαμοιράζ(ω) + -μός


διαμέσου

διαμέσου mittelgriechisch διαμέσου (altgriechisch διάμεσον) διά & μέσου


διαμάντινος

διαμάντινος mittelgriechisch διαμάντινος διαμάντι + -ινος


διαμάντι

διαμάντι mittelgriechisch διαμάντι italienisch diamante spätlateinisch diamas lateinisch adamas altgriechisch ἀδάμας (αντιδάνειο) δαμάω / δαμνάω / δαμάζω / δάμνημι proto-indogermanisch *demh₂- (δαμάζω, εξημερώνω) (ίσως όμως και σημιτικής προέλευσης· πβ. ακκαδικά ????????????: adamu)


διαμαντένιος

διαμαντένιος mittelgriechisch διαμαντένιος διαμάντι + -ένιος


διαλαλώ

διαλαλώ mittelgriechisch Koine-Griechisch διαλαλέω


διακόνημα

διακόνημα mittelgriechisch διακόνημα (ίδια σημασία) altgriechisch διακόνημα


διαδίδω

διαδίδω mittelgriechisch διαδίδω altgriechisch διαδίδωμι διά + δίδωμι


διαδέτης

διαδέτης mittelgriechisch διαδέτης altgriechisch διαδέω


διαγουμιστής

διαγουμιστής διαγουμίζω + -τής mittelgriechisch διαγουμίζω διαγουμάς türkisch yağma (διαρπαγή)


διαγούμισμα

διαγούμισμα διαγουμίζω + -μα mittelgriechisch διαγουμίζω διαγουμάς türkisch yağma


διαγουμίζω

διαγουμίζω mittelgriechisch διαγουμίζω διαγουμάς türkisch yağma (διαρπαγή)


διαβατάρης

διαβατάρης mittelgriechisch


δημιουργικότητα

δημιουργικότητα mittelgriechisch δημιουργικότης δημιουργικός + -ότης


δευτερώνω

δευτερώνω mittelgriechisch δευτερώνω Koine-Griechisch δευτερόω / δευτερῶ altgriechisch δεύτερος δύο


δεσποτάτον

δεσποτάτον mittelgriechisch δεσποτᾶτον δεσπότης


δεσποινίς

δεσποινίς mittelgriechisch δεσποινίς altgriechisch δέσποινα + -ίς [1]


δεσποινάριο

δεσποινάριο δεσποινίς + υποκοριστικό επίθημα -άριο mittelgriechisch δεσποινίς altgriechisch δέσποινα δεσπότης proto-indogermanisch *déms pótis *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος)


δένω

δένω mittelgriechisch δένω altgriechisch δέω


δεμάτι

δεμάτι mittelgriechisch δεμάτι(ν) Koine-Griechisch δεμάτιον, υποκοριστικό του altgriechisch δέμα


δεκαέξι

δεκαέξι mittelgriechisch δεκαέξι Koine-Griechisch δεκαέξ δέκα + ἕξ[1]


δείχνω

δείχνω mittelgriechisch δείχνω altgriechisch δεικνύω / δείκνυμι


δέηση

δέηση mittelgriechisch δέησις altgriechisch δέησις δέω/δέομαι (έχω ανάγκη,χρειάζομαι)


δαχτυλίδι

δαχτυλίδι mittelgriechisch δαχτυλίδιον Koine-Griechisch, δακτυλίδιον, υποκοριστικό του ουσιαστικού δακτύλιον, και αυτό υποκοριστικό του αρσενικού ὁ δάκτυλος


δαφνόλαδο

δαφνόλαδο mittelgriechisch δαφνόλαδο Koine-Griechisch δαφνέλαιον δάφνη + ἔλαιον


δαύτος

δαύτος mittelgriechisch δαῦτος ἐδαῦτος ἔδε + αὐτός


δάρσιμο

δάρσιμο mittelgriechisch δέρνω


δανεικός

δανεικός mittelgriechisch δανεικός δάνειον


δαμασκί

δαμασκί mittelgriechisch δαμασκί Δαμασκός βορειοδυτική σημιτική דמשק


δαμάσκηνο

δαμάσκηνο mittelgriechisch δαμάσκηνον Koine-Griechisch δαμασκηνόν, Maskulinum von δαμασκηνός Δαμασκός βορειοδυτική σημιτική דמשק


δαμασκηνιά

δαμασκηνιά δαμάσκηνο + -ιά mittelgriechisch δαμάσκηνον Koine-Griechisch δαμασκηνόν, Maskulinum von δαμασκηνός Δαμασκός βορειοδυτική σημιτική דמשק


δαμάλι

δαμάλι mittelgriechisch δαμάλι(ν) Koine-Griechisch δαμάλιον altgriechisch δάμαλις δαμάζω indoeuropäisch (Wurzel) *demh₂- (δαμάζω, εξημερώνω)


δάκρυσμα

δάκρυσμα δακρύζω + -μα mittelgriechisch δακρύζω altgriechisch δακρύω δάκρυ indoeuropäisch (Wurzel) *dáḱru *dr̥ḱ-h₂eḱru


δάκρυον

δάκρυον mittelgriechisch altgriechisch δάκρυον


δάκρυ

δάκρυ altgriechisch δάκρυ· οι άλλες πτώσεις von δάκρυο (δάκρυον in Katharevousa) mittelgriechisch δάκρυο και δάκρυον altgriechisch δάκρυον


δαδί

δαδί mittelgriechisch δαδίν altgriechisch δᾳδίον, Diminutiv von δᾴς


δα

δα mittelgriechisch δα altgriechisch δή


γωνιά

γωνιά mittelgriechisch γωνιά altgriechisch γωνία


γύφτος

γύφτος mittelgriechisch Γύφτος altgriechisch Aἰγύπτιος Αἴγυπτος altägyptisch ḥwt kꜣ ptḥ


γύφτικος

γύφτικος mittelgriechisch γύφτικος γύφτ(ος) + -ικος



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback