Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αντέκταση

αντέκταση αντι- + έκταση Koine-Griechisch ἔκτασις (μετατροπή βραχείας συλλαβής σε μακρά) altgriechisch ἔκτασις ἐκτείνω ἐκ + τείνω


ανταρσία

ανταρσία Koine-Griechisch ἀνταρσία ἀνταίρω ἀντί + αἴρω


ανταπόκριση

ανταπόκριση Koine-Griechisch ἀνταπόκρισις ἀνταποκρίνομαι altgriechisch ἀποκρίνομαι, Passiv von ἀποκρίνω κρίνω (1. (Lehnbedeutung) französisch réponse 2,3. französisch correspondance)


ανταποκρίνομαι

ανταποκρίνομαι Koine-Griechisch ἀνταποκρίνομαι altgriechisch ἀποκρίνομαι, Passiv von ἀποκρίνω κρίνω ((Lehnbedeutung) französisch correspondre)


ανταπαιτώ

ανταπαιτώ Koine-Griechisch ἀνταπαιτέω / ἀνταπαιτῶ altgriechisch ἀπαιτέω / ἀπαιτῶ αἰτέω / αἰτῶ indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eiti


ανταπαιτητής

ανταπαιτητής ανταπαιτώ + -τής Koine-Griechisch ἀνταπαιτέω / ἀνταπαιτῶ altgriechisch ἀπαιτέω / ἀπαιτῶ αἰτέω / αἰτῶ indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eiti


ανταπαίτηση

ανταπαίτηση Katharevousa ανταπαίτησις ανταπαιτώ + -σις Koine-Griechisch ἀνταπαιτέω / ἀνταπαιτῶ altgriechisch ἀπαιτέω / ἀπαιτῶ αἰτέω / αἰτῶ indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eiti


ανταμοιβή

ανταμοιβή Koine-Griechisch ἀνταμοιβή


αντάμειψη

αντάμειψη Koine-Griechisch ἀντάμειψις


ανταλλαγή

ανταλλαγή Koine-Griechisch ἀνταλλαγή ἀνταλλάσσω ἀλλάσσω ἄλλος indoeuropäisch (Wurzel) *h₂élyos ((Lehnbedeutung) französisch échange)


ανταγαπώ

ανταγαπώ Koine-Griechisch ἀνταγαπάω / ἀνταγαπῶ


ανούσιος

ανούσιος Koine-Griechisch ἀνούσιος altgriechisch οὐσία εἰμί


ανοσιούργημα

ανοσιούργημα Koine-Griechisch ἀνοσιούργημα altgriechisch ἀνοσιουργέω / ἀνοσιουργῶ ἀνόσιος + ἔργον


ανοσία

ανοσία Koine-Griechisch ἀνοσία altgriechisch νόσος ((Lehnübersetzung) französisch immunité)


ανορθωτής

ανορθωτής Koine-Griechisch ἀνορθωτής (2. (Lehnbedeutung) französisch redresseur)


ανόρθωση

ανόρθωση Koine-Griechisch ἀνόρθωσις altgriechisch ἀνορθόω / ἀνορθῶ ὀρθόω / ὀρθῶ ὀρθός (2. (Lehnbedeutung) französisch redressement)


ανορθοδοξία

ανορθοδοξία (entlehnt aus) englisch unorthodoxy Koine-Griechisch ὀρθόδοξος


ανόργανος

ανόργανος Koine-Griechisch ἀνόργανος


ανομοιώνω

ανομοιώνω Koine-Griechisch ἀνομοιῶ / ἀνομιόω


ανοιχτός

ανοιχτός Koine-Griechisch ἀνοικτός


ανοικτός

ανοικτός Koine-Griechisch ἀνοικτός


ανοίκειος

ανοίκειος (λόγιο) Koine-Griechisch ἀνοίκειος[1]


ανοησία

ανοησία Koine-Griechisch ἀνοησία


Άννα

Άννα Koine-Griechisch Ἄννα hebräisch חנה (“Hannah”: χάρη, ευγένεια)


ανίχνευση

ανίχνευση Koine-Griechisch ἀνίχνευσις altgriechisch ἀνιχνεύω ἀνά + ἰχνεύω ἴχνος


ανίσχυρος

ανίσχυρος Koine-Griechisch ἀνίσχυρος altgriechisch ἰσχυρός ἰσχύς


ανιστορώ

ανιστορώ Koine-Griechisch ἀνιστορέω / ἀνιστορῶ altgriechisch ἱστορέω / ἱστορῶ ἵστωρ


ανιστόρητος

ανιστόρητος Koine-Griechisch ἀνιστόρητος (που δεν γνωρίζει την ιστορία, απληροφόρητος· ανεξερεύνητος, μη καταγεγραμμένος) ἀν- στερητικό + ἱστορέω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος


ανισορροπία

ανισορροπία Koine-Griechisch ἀνισορροπία ἰσορροπία altgriechisch ἰσόρροπος ῥοπή (2. (Lehnbedeutung) französisch déséquilibre)


ανικανότητα

ανικανότητα Katharevousa ανικανότης Koine-Griechisch ἀνικανότης


ανίκανος

ανίκανος Koine-Griechisch ἀνίκανος ἀν- + ἱκανός ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι (2. (Lehnbedeutung) französisch impuissant)


ανιδρύω

ανιδρύω Koine-Griechisch ἀνιδρύω altgriechisch ἱδρύω


ανίδρυση

ανίδρυση Katharevousa ανίδρυσις ανιδρύω + -σις Koine-Griechisch ἀνιδρύω altgriechisch ἱδρύω


ανθυποφορά

ανθυποφορά Koine-Griechisch ἀνθυποφορά altgriechisch ὑποφορά ὑποφέρω φέρω indoeuropäisch (Wurzel) *bʰer-


ανθύπατος

ανθύπατος Koine-Griechisch ἀνθύπατος ((Lehnübersetzung) lateinisch proconsul) ἀντί + ὕπατος


ανθύλλιο

ανθύλλιο Koine-Griechisch ἀνθύλλιον altgriechisch ἄνθος


ανθρωποσφαγή

ανθρωποσφαγή Koine-Griechisch ἀνθρωποσφαγία altgriechisch ἀνθρωποσφαγέω ἄνθρωπος + σφάττω


ανθρωποκτονία

ανθρωποκτονία Koine-Griechisch ἀνθρωποκτονία altgriechisch ἄνθρωπος + κτείνω / ανθρωπο- + -κτονία


ανθρωποθυσία

ανθρωποθυσία Koine-Griechisch ἀνθρωποθυσία altgriechisch ἄνθρωπος + θυσία / ανθρωπο- + θυσία


ανθρωπογεωγραφία

ανθρωπογεωγραφία (entlehnt aus) französisch anthropogéographie ανθρωπο- + γεωγραφία / altgriechisch ἄνθρωπος + Koine-Griechisch γεωγραφία


ανθρωπισμός

ανθρωπισμός Koine-Griechisch ἀνθρωπισμός ἄνθρωπος + -ισμός ((Lehnbedeutung) γερμανικά Humanismus ή γαλλικά humanisme neulateinisch humanismus)


ανθράκωση

ανθράκωση Koine-Griechisch ἀνθράκωσις altgriechisch ἀνθρακόομαι ἄνθραξ


ανθρακίτης

ανθρακίτης englisch anthracite lateinisch anthracitis Koine-Griechisch ἀνθρακῖτις (αντιδάνειο) altgriechisch ἄνθραξ


ανθράκευση

ανθράκευση ανθρακεύω + -ση Koine-Griechisch ἀνθρακεύω altgriechisch ἄνθραξ, Lehnübersetzung από τη französisch charbonnage


ανθοφορώ

ανθοφορώ Koine-Griechisch ἀνθοφορῶ


ανθοφορία

ανθοφορία Koine-Griechisch ἀνθοφορία altgriechisch ἀνθοφόρος ἄνθος + φέρω


ανθοπώλης

ανθοπώλης Koine-Griechisch ἀνθοπώλης ἄνθος + πωλῶ


ανθολόγος

ανθολόγος (λόγιο) Koine-Griechisch ἀνθολόγος. Συγχρονικά αναλύεται σε ανθο- + -λόγος


ανθολόγιο

ανθολόγιο Koine-Griechisch ἀνθολόγιον altgriechisch ἄνθος + -ο- + -λόγιο


ανθολογία

ανθολογία Koine-Griechisch ἀνθολογία altgriechisch ἄνθος + λέγω Η αρχική σημασία ήταν μάζεμα λουλουδιών


ανθοκομώ

ανθοκομώ Koine-Griechisch ἀνθοκομέω / ἀνθοκομῶ ἀνθοκόμος altgriechisch ἄνθος + -κομος


ανθοκόμος

ανθοκόμος Koine-Griechisch ἀνθοκόμος altgriechisch ἄνθος + -κόμος κομέω / κομῶ. Συγχρονικά αναλύεται σε ανθο- + -κόμος


ανθοκομείο

ανθοκομείο ανθοκόμος + -είο Koine-Griechisch ἀνθοκόμος ἄνθος + κομέω (φροντίζω)


ανθοδόχη

ανθοδόχη Koine-Griechisch ἀνθοδόκη, Femininum von ἀνθοδόκος (2. (Lehnbedeutung) französisch réceptacle)


ανθοβολώ

ανθοβολώ Koine-Griechisch ἀνθοβολέω / ἀνθοβολῶ (2. (Lehnbedeutung) französisch défleurir)


άνθισμα

άνθισμα Koine-Griechisch ἄνθισμα altgriechisch ἀνθίζω ἄνθος


άνθηση

άνθηση Koine-Griechisch ἄνθησις altgriechisch ἀνθέω / ἀνθῶ ἄνθος indoeuropäisch (Wurzel) *h₂endʰos


ανήφορος

ανήφορος mittelgriechisch ανήφορος Koine-Griechisch ἀνώφορος altgriechisch ἀνωφερής


ανήσυχος

ανήσυχος Koine-Griechisch ἀνήσυχος ἀν- + altgriechisch ἥσυχος


ανήσυχα

ανήσυχα ανήσυχος + -α Koine-Griechisch ἀνήσυχος


ανήλικος

ανήλικος Koine-Griechisch ἀνήλικος αν- στερητικό + ηλικία


ανεύρυσμα

ανεύρυσμα Koine-Griechisch ἀνεύρυσμα altgriechisch ἀνευρύνω εὐρύνω εὐρύς


ανευλαβής

ανευλαβής Koine-Griechisch ἀνευλαβής


ανέσπερος

ανέσπερος Koine-Griechisch ἀνέσπερος


ανεπιτήδευτος

ανεπιτήδευτος Koine-Griechisch ἀνεπιτήδευτος ἀ- στερητικό + ἐπιτηδεύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος


ανεπιτηδειότητα

ανεπιτηδειότητα Koine-Griechisch ἀνεπιτηδειότης


ανεπιμέλητος

ανεπιμέλητος Koine-Griechisch ἀνεπιμέλητος altgriechisch ἐπιμελέομαι / ἐπιμελοῦμαι ἐπιμελής


ανεπιθύμητος

ανεπιθύμητος Koine-Griechisch ἀνεπιθύμητος. Μορφολογικά, αν- + επιθυμητός.


ανεπίγνωστα

ανεπίγνωστα ανεπίγνωστος + -α Koine-Griechisch ἀνεπίγνωστος


ανεπίβατος

ανεπίβατος Koine-Griechisch ἀνεπίβατος


ανεπηρέαστος

ανεπηρέαστος Koine-Griechisch ἀνεπηρέαστος ((Lehnbedeutung) englisch unaffected)


ανεξομολόγητος

ανεξομολόγητος Koine-Griechisch ἀνεξομολόγητος


ανεξιχνίαστος

ανεξιχνίαστος Koine-Griechisch ἀνεξιχνίαστος


ανεξήγητος

ανεξήγητος Koine-Griechischἀνεξήγητος


ανεξέλικτος

ανεξέλικτος Koine-Griechisch ἀνεξέλικτος


ανεμούριο

ανεμούριο Koine-Griechisch ἀνεμούριον (ο ανεμόμυλος και ο ανεμοδείκτης altgriechisch οὖρος


ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρόβιλος Koine-Griechisch ἀνεμοστρόβυλος με ιώτα κατά το στρόβιλος. Συγχρονικά αναλύεται σε ανεμο- + στρόβιλος.


ανεμόσκαλα

ανεμόσκαλα mittelgriechisch ἀνεμόσκαλα altgriechisch ἄνεμος + Koine-Griechisch σκάλα ( lateinisch scala scando indoeuropäisch (Wurzel) *skend-)


ανεμίζω

ανεμίζω Koine-Griechisch ἀνεμίζω


ανέμη

ανέμη Koine-Griechisch ἀνέμη[1]


ανέλκυση

ανέλκυση Koine-Griechisch ἀνέλκυσις altgriechisch ἀνελκύω


ανελέητα

ανελέητα (Katharevousa) ἀνηλεῶς Koine-Griechisch ἀνηλεῶς ἀνηλεής και ἀνελεής


ανελεήμων

ανελεήμων Koine-Griechisch ἀνελεήμων


ανέκφραστος

ανέκφραστος Koine-Griechisch ἀνέκφρασστος


ανεκτικότητα

ανεκτικότητα ανεκτικός + -ότητα Koine-Griechisch ἀνεκτικός altgriechisch ἀνέχομαι ἀνέχω ἔχω


ανεκτικός

ανεκτικός Koine-Griechisch ἀνεκτικός


ανεγείρω

ανεγείρω Koine-Griechisch ἀνεγείρω


ανεβάζω

ανεβάζω (Katharevousa) ἀνεβάζω mittelgriechisch ἀνεβάζω Koine-Griechisch ἀναβάζω υπό την επίδραση του ἀναβαίνω (ανεβαίνω εγώ) και του ἀναβιβάζω (ανεβάζω κάτι)


ανδροκοίτης

ανδροκοίτης Koine-Griechisch ἀνδροκοίτης ἀνήρ και κοίτη


ανδρόγυνο

ανδρόγυνο Katharevousa ἀνδρόγυνον mittelgriechisch ἀνδρόγυνον / ἀντρόγυνο(ν) Koine-Griechisch ἀνδρόγυνον altgriechisch ἀνδρόγυνον (ερμαφρόδιτος, γυναικωτός ἀνήρ + γυνή


ανδρισμός

ανδρισμός (Katharevousa) ἀνδρισμός Koine-Griechisch ἀνδρισμός (η ανδρεία)


ανδρειώνω

ανδρειώνω mittelgriechisch ανδρειώνω Koine-Griechisch ἀνδρειόω / ἀνδρειῶ


ανδράδελφος

ανδράδελφος mittelgriechisch ἀνδράδελφος / αντράδελφος Koine-Griechisch ἀνδράδελφος altgriechisch ἀνήρ + ἀδελφός


ανδραγαθώ

ανδραγαθώ Koine-Griechisch ἀνδραγαθῶ


αναψυκτήριο

αναψυκτήριο (Katharevousa) ἀναψυκτήριον Koine-Griechisch ἀναψυκτήριον (τόπος αναψυχής)


αναχωρητήριο

αναχωρητήριο mittelgriechisch ἀναχωρητήριον Koine-Griechisch ἀναχωρητής altgriechisch ἀναχωρέω / ἀναχωρῶ χωρέω / χωρῶ


ανάχωμα

ανάχωμα Koine-Griechisch ἀνάχωμα ἀνά + χώννυμι / χωννύω altgriechisch χόω


αναχαίτιση

αναχαίτιση Koine-Griechisch ἀναχαίτισις altgriechisch ἀναχαιτίζω ἀνά + χαίτη indoeuropäisch (Wurzel) *gait- (μαλλιά)


αναφτερώνω

αναφτερώνω mittelgriechisch ἀναφτερώνω[1] Koine-Griechisch ἀναπτερώνω {νέα ελληνική ἀναπτερόω - ἀναπτερῶ. siehe auch ἀναπτερυγίζω


ανατύπωση

ανατύπωση Koine-Griechisch ἀνατύπωσις ἀνατυπόω / ἀνατυπῶ τυπόω / τυπῶ altgriechisch τύπος τύπτω ((Lehnbedeutung) englisch reprinting)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback