Griechische Wörter mit italienischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



μανέστρα

μανέστρα venezianisch manestra italienisch minestra (di orzo) lateinisch ministrare/minestrare lateinisch minister


μανιέρα

μανιέρα italienisch maniera


μανταρίνι

μανταρίνι italienisch mandarini[1], Mehrzahl von mandarino proto-französisch mandarim / mandarij μαλαϊκή menteri / manteri sanskritisch मन्त्रिन् ‎(mantrin: σύμβουλος, υπουργός), from मन्त्र ‎(mantra: συμβουλή, απόφθεγμα) + -इन् ‎(-in) indoeuropäisch (Wurzel) *men- (σκέφτομαι)


μανταρίστρα

μανταρίστρα μαντάρω + -τρα italienisch mendare lateinisch emendo e + menda indoeuropäisch (Wurzel) *mend-


μαντάρω

μαντάρω italienisch mendare lateinisch emendo e + menda indoeuropäisch (Wurzel) *mend-


μαντέκα

μαντέκα italienisch manteca spanisch manteca lateinisch mantica manus


μαντινάδα

μαντινάδα venezianisch matinada italienisch mattinata + -ada mattina lateinisch (hora) matutina, Femininum von matutinus Mutata (θεά της αυγής) indoeuropäisch (Wurzel) *meh₂- (ωριμάζω)


μαντόλα

μαντόλα italienisch mandola


μαντολίνο

μαντολίνο italienisch mandolino mandola + κατάληξη υποκοριστικού -ino


μάπας

μάπας μάπα (με σημασία: πρόσωπο) + -ς από διάλεκτο italienisch mappa[1]. Δείτε επίσης την Koine-Griechisch μάππα lateinisch mappa[2]


μαρέγκα

μαρέγκα italienisch meringa (ίσως γραφόταν και προφερόταν αλλιώς όταν μπήκε στο ελληνικό λεξιλόγιο τον 19ο αιώνα)


μάρκα

μάρκα italienisch marca πρωτογερμανικά *markō indoeuropäisch (Wurzel) *marǵ- (άκρη, σύνορο)


μαρκαδόρος

μαρκαδόρος spanisch marcador marcar + -dor italienisch marcare marca πρωτογερμανικά *markō indoeuropäisch (Wurzel) *marǵ- (άκρη, σύνορο)


μαρκάρω

μαρκάρω italienisch marcare


μαρμίτα

μαρμίτα italienisch marmitta französisch marmite παλαιά französisch marmite marmotter ( marmonner lateinisch murmuro murmur) + mite


μασόνος

μασόνος italienisch masson


μαστέλο

μαστέλο μαστέλλον in Katharevousa mastello (italienisch)


ματσαράγκα

ματσαράγκα italienisch mazzaranga mazza δημώδης lateinisch *mat(t)ea lateinisch mateola


ματσόλα

ματσόλα italienisch mazzola, υποκοριστικό του mazza δημώδης lateinisch *ma(t)tea lateinisch mateola proto-indogermanisch *matn- / *mat- (τσάπα, υνί)


μαυροσκούφης

μαυροσκούφης μαυρο- + σκούφ(ος) + -ης mittelgriechisch σκούφια / σκουφία italienisch scuffia cuffia lateinisch cofia / cofea / cuffa / cuphia (κράνος, κουκούλα) φραγκικά *kuf(f)ja ‎(κόμμωση) πρωτογερμανικά *kupjō ‎(κουκούλα, σκούφος) (επειδή φοράνε μαύρο μπερέ)


μεδούλι

μεδούλι mittelgriechisch μεδούλιον μεδούλη lateinisch medulla (μεδούλι, μυελός) medius (μέσος, μεσαίος) proto-italienisch *meðios proto-indogermanisch *médʰyos *me


μελανοχίτωνας

μελανοχίτωνας μελανός + -ο- + χιτώνας + -ας ((Lehnübersetzung) italienisch camicia nera)


μελιτζάνα

μελιτζάνα italienisch melanzana spanisch berenjena arabisch باذنجان (baadhinjaan) persisch بادنگان (bâdengân)


μελομακάρονο

μελομακάρονο μέλι + -ο- + μακαρόνι ( italienisch maccaroni maccheroni, Mehrzahl von maccherone maccare Koine-Griechisch μακαρία (αντιδάνειο) altgriechisch μάκαρ) + -ο


μελόντικα

μελόντικα (entlehnt aus) englisch melodica (ή italienisch melodica melodico melodia λατινικά melodia[1]) altgriechisch μελῳδικός μέλος + ᾠδή


μενουέτο

μενουέτο italienisch minuetto französisch menuet


μέντα

μέντα italienisch menta lateinisch menta / mentha altgriechisch μίνθη


μέντιουμ

μέντιουμ englisch medium lateinisch medium, Maskulinum von medius proto-italienisch *meðios proto-indogermanisch *médʰyos *me-dʰi- *me (με)


μετάλλιο

μετάλλιο italienisch medaglia lateinisch medialia, Maskulinum von medialis, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού medius proto-italienisch *meðios indoeuropäisch (Wurzel) *médʰyos ‎(μέσος) *me-dʰi- ‎(με, ανάμεσα) *me (με παρετυμολογική επίδραση από τη λέξη μέταλλο)


μίζερος

μίζερος italienisch misero + -ος lateinisch miser


μιλιούνι

μιλιούνι italienisch milion(e) + -ι με τροπή [ο] σε [u], από κειστή προφορά του [o] στη νότια Ιταλία[1]


μίνα

μίνα italienisch mina (it)


μινόρε

μινόρε italienisch minore lateinisch minor minuo indoeuropäisch (Wurzel) *mi-nu *mey- (μικρός, λίγος)


μόλος

μόλος italienisch molo


μόμολο

μόμολο italienisch mοmmοlο (τηγανητό γλυκό με ρύζι)


μοντάρισμα

μοντάρισμα μοντάρω + -μα italienisch montare δημώδης lateinisch *mōntāre, απαρέμφατο ενεστώτα τού *mōntō lateinisch mons (βουνό) indoeuropäisch (Wurzel) *mon- (βουνό)


μοντάρω

μοντάρω italienisch montare δημώδης lateinisch *mōntāre, απαρέμφατο ενεστώτα τού *mōntō lateinisch mons (βουνό) indoeuropäisch (Wurzel) *mon- (βουνό)


μοντέλο

μοντέλο italienisch modello


μοντέρνος

μοντέρνος italienisch moderno lateinisch modernus modus (μέτρο) indoeuropäisch (Wurzel) *med-


μόστρα

μόστρα italienisch mostra


μοστράρω

μοστράρω italienisch mostrare


μούμια

μούμια mittelgriechisch μούμια italienisch mumia arabisch مُومِيَاء‎ (mūmīyya)[1] persisch مومیا (mumyā) موم (mum, κερί)


μουντάρω

μουντάρω mittelgriechisch μουντάρω / μοντάρω italienisch montare δημώδης lateinisch *mōntāre, απαρέμφατο ενεστώτα τού *mōntō lateinisch mons (βουνό) indoeuropäisch (Wurzel) *mon- (βουνό)


μούρη

μούρη mittelgriechisch μούρη italienisch murri, Mehrzahl von murro (μουσούδι) (ιδιωματικό) δημώδης lateinisch *murrum (μουσούδα, ρύγχος)


μουσείο

μουσείο italienisch museo lateinisch museum altgriechisch Μουσεῖον Μοῦσα (αντιδάνειο)


μουσελίνα

μουσελίνα französisch mousseline + -α italienisch mussolina Mussolo (Μοσούλη, πόλη στο βόρειο Ιράκ)


μουσούδι

μουσούδι mittelgriechisch μουσούδι(ν) italienisch muso + -ούδι(ν)


μούτρο

μούτρο italienisch mutria


μπαγάσας

μπαγάσας mittelgriechisch μπαγάσα (πόρνη) italienisch bagascia (πουτανίτσα)


μπαγκατέλα

μπαγκατέλα italienisch bagattella με απλοποίηση του tt > και του ll >


μπαγκέτα

μπαγκέτα französisch baguette italienisch bacchetta lateinisch baculum altgriechisch βάκτρον (ραβδί, μπαστούνι)


μπακαλιάρος

μπακαλιάρος italienisch baccalaro proto-französisch bacalhau ολλανδική kabeljauw


μπάλα

μπάλα mittelgriechisch μπάλα, πάλα με [b] [p] von αιατιατική: την πάλα (αναδανεισμός) venezianisch bala ( σύγχρονη italienisch palla)[1] (…) mittellateinisch bala, pala proto-deutsch *balluz / *ballô (μπάλα) proto-indogermanisch *bʰoln- (φουσκάλα) *bʰel- (φυσώ, φουσκώνω, διογκώνω)[2]


μπαλέτο

μπαλέτο italienisch balletto, υποκοριστικό του ballo spätlateinisch ballare ballo altgriechisch βαλλίζω (αντιδάνειο) proto-indogermanisch *bal- (=κουνώ, χορεύω)


μπαλκόνι

μπαλκόνι italienisch balcone αρχαία λομβαρδική γλώσσα *balko, ("δοκός")


μπάλος

μπάλος italienisch ballo ballare λατινικά ballo altgriechisch βαλλίζω (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *bal- (=κουνώ, χορεύω)


μπαμπουίνος

μπαμπουίνος italienisch babbuino γαλλ. babouin


μπανάνα

μπανάνα italienisch banana ίσως από proto-französisch γλώσσα της Γουϊνέας στη Δυτική Αφρική[1]


μπανιερό

μπανιερό μπάνιο + -ερό italienisch bagno lateinisch balneum balineum altgriechisch βαλανεῖον (αντιδάνειο)


μπανίζω

μπανίζω μπάνιο + -ίζω[1] μπάνιο italienisch bagno lateinisch balneum balineum altgriechisch βαλανεῖον (αντιδάνειο)


μπάνιο

μπάνιο italienisch bagno lateinisch balneum balineum altgriechisch βαλανεῖον (αντιδάνειο)


μπαούλο

μπαούλο italienisch baule lateinisch baiulo baiulus (αχθοφόρος, μεταφορέας) proto-indogermanisch *bʰer- (φέρω)


μπάρα

μπάρα italienisch barra


μπαρκάρω

μπαρκάρω mittelgriechisch μπαρκάρω ἰμπαρκάρω italienisch imbarcare barca → siehe: βάρκα


μπάρκο

μπάρκο italienisch barco barca spätlateinisch barca. → siehe: βάρκα


μπαρμπέρης

μπαρμπέρης italienisch barbiere


μπαρμπούνι

μπαρμπούνι venezianisch barbon italienisch barba lateinisch barba indoeuropäisch (Wurzel) *bʰardʰeh₂- (γένι)


μπαρούφα

μπαρούφα italienisch baruffa proto-deutsch *biraupijaną


μπάσο

μπάσο italienisch basso


μπαστούνι

μπαστούνι italienisch bastone δημώδης lateinisch *bastō (Genitiv: bastōnis) spätlateinisch bastum *bastāre altgriechisch βαστάζω (αντιδάνειο)


μπαταρία

μπαταρία italienisch batteria französisch batterie (συστοιχία κανονιών) lateinisch battuere battuo (χτυπώ)


μπαταριά

μπαταριά türkisch batarya italienisch batteria (συστοιχία κανονιών) lateinisch battuo (χτυπώ)


μπάτσος

μπάτσος mittelgriechisch μπάτσος italienisch bazza (πιγούνι) (2. ή τουρκικά baç)


μπαφιάζω

μπαφιάζω italienisch bafa (σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη) ή ονοματοποιία von ήχο μπαφ (σύμφωνα με το Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ν.Π. Ανδριώτη και το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη)


μπεκάτσα

μπεκάτσα venezianisch becazza italienisch beccaccia


μπιζέλι

μπιζέλι italienisch pisello λατ. υποκοριστικό *pisellum lateinisch pisum altgriechisch πίσος ή πίσον (αντιδάνειο)


μπίλια

μπίλια italienisch bilia / biglia μέση französisch bille παλαιά französisch bille φραγκική *bikkil proto-deutsch *bikkilaz *bikkijaną +‎ *-ilaz


μπιλιάρδο

μπιλιάρδο italienisch bigliardo / biliardo französisch billard bille (κορμός δέντρου, κούτσουρο) +‎ -ard mittellateinisch billia (κορμός δέντρου) γαλατική *bilia πρωτοκελτική *belyom (δέντρο) proto-indogermanisch *bʰolh₃yom (φύλλο)


μπίρα

μπίρα italienisch birra deutsch Bier proto-deutsch *beuzą (μπίρα) proto-indogermanisch *bʰews-, *bheus- (ίζημα, κατακάθι)


μπισκότο

μπισκότο italienisch biscotto bis + cotto (=δύο φορές ψημένο) λατινικά coctus, Passiv Perfekt von coquo indoeuropäisch (Wurzel) *pekʷ- (=μαγειρεύω) (συγγενές με το σανσκριτικό पचति (pácati) και το αρχαιοελληνικό πέσσω)


μπλοκάρισμα

μπλοκάρισμα μπλοκάρω + -μα italienisch bloccare französisch bloquer bloc mittelniederländisch blok παλαιά ολλανδικά *blok πρωτογερμανικά *blukką indoeuropäisch (Wurzel) *bʰulǵ- *bʰelǵ- (δοκός, σανίδα)


μπλοκάρω

μπλοκάρω italienisch bloccare französisch bloquer bloc mittelniederländisch blok παλαιά ολλανδικά *blok πρωτογερμανικά *blukką indoeuropäisch (Wurzel) *bʰulǵ- *bʰelǵ- (δοκός, σανίδα)


μπλόκο

μπλόκο italienisch blocco französisch bloc mittelniederländisch blok παλαιά ολλανδικά *blok πρωτογερμανικά *blukką indoeuropäisch (Wurzel) *bʰulǵ- *bʰelǵ- (δοκός, σανίδα) ((Lehnübersetzung) englisch unblock)


μπόγιας

μπόγιας italienisch boia lateinisch boia altgriechisch βοεία βόειος βοῦς (αντιδάνειο)


μποϊκοτάρισμα

μποϊκοτάρισμα μποϊκοτάρω + -μα italienisch boikottare + -ω französisch boycotter englisch boycott Boycott


μποϊκοτάρω

μποϊκοτάρω italienisch boikottare + -ω französisch boycotter englisch boycott Boycott


μποναμάς

μποναμάς italienisch bonamanu (=φιλοδώρημα, Σαρδινή διάλεκτος)


μπονάτσα

μπονάτσα mittelgriechisch μπονάτσα venezianisch bonazza ή italienisch bonaccia lateinisch malacia με απώτατη αρχή την altgriechisch μαλακία → Δείτε την ετυμολογία της mittelgriechischς


μπορντέλο

μπορντέλο italienisch bordello


μπότα

μπότα venezianisch bota / italienisch botta bottare / buttare παλαιά γαλλικά bote φραγκική *butt πρωτογερμανικά *buttaz ‎ indoeuropäisch (Wurzel) *bʰewt- / *bʰewd- (χτυπώ, ωθώ)


μποτίλια

μποτίλια italienisch bottiglia französisch bouteille lateinisch butticula buttis proto-indogermanisch *bʰeHw-


μποτίνι

μποτίνι italienisch bottini, Mehrzahl von bottino παλαιά γαλλικά butin mittelhochdeutsch biute


μπότσα

μπότσα italienisch boccia (f)


μπουγέλωμα

μπουγέλωμα μπουγελώνω italienisch bugliolo bollire λατινικά bullio bulla indoeuropäisch (Wurzel) *vhal-


μπουκαπόρτα

μπουκαπόρτα italienisch boccaporta (boccaporto) bocca + porta


μπούμα

μπούμα italienisch boma


μπουνιά

μπουνιά italienisch pugno lateinisch pugnus indoeuropäisch (Wurzel) *puǵ-no- *peuǵ-, *peuḱ- (συγγενές με το altgriechisch πυγμή)


μπουρδέλο

μπουρδέλο italienisch bordello portello


μπούσουλας

μπούσουλας mittelgriechisch μπούσουλας italienisch bussola spätlateinisch buxida altgriechisch πυξίς (αντιδάνειο)


μπούστος

μπούστος italienisch busto lateinisch bustum



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback